ΑΤΤΙΚ… 100 ΧΡΟΝΙΑ… «ΠΑΡΩΝ»!
Ήταν η κυρία Ελίζα Μαρέλλι, δραστηριοποιημένη στον Σύλλογο Φίλων του Ελληνικού Τραγουδιού, και η πρόταση ήταν για την έκδοση ενός ημερολογίου, όπως το έκαναν εδώ και αρκετά χρόνια για τους κορυφαίους δημιουργούς του, όπως για τον Κώστα Γιαννίδη, τον Ζακ Ιακωβίδη, τον Γιάννη Σπάρτακο, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιώργο Κατσαρό και τόσους άλλους, αλλά αυτή τη φορά η αναφορά θα ήταν για εκείνον που αν δεν πρέπει να τον χαρακτηρίσουμε και «γεννήτορα», πάντως σε κάθε περίπτωση είναι ένας από τους πιο μεγάλους δημιουργούς, αν όχι και τους διαμορφωτές του, που του έδωσαν τον ξεχωριστό του χαρακτήρα, έτσι που όταν μιλάμε σήμερα για το «παλιό» και «αξέχαστο» ελληνικό τραγούδι, το μυαλό μας πηγαίνει σε ένα αφετηριακό όνομα, που με την ιστορία του και τις εκατοντάδες των τραγουδιών του βρίσκεται στην άκρη του νήματος, δηλαδή του Κλέωνα Τριανταφύλλου ή καλύτερα του Αττίκ, όπως είναι περισσότερο γνωστός σε όλους μας.
Ήξερα βέβαια αρκετά για τον Αττίκ, όπως και για την περίφημη «Μάντρα» του, που ήταν όχι μόνο το «φυτώριο» νέων τραγουδιστριών, ταυτισμένες με τη δική του ερμηνευτική άποψη ως προς την απόδοση των τραγουδιών, ένα είδος που, χωρίς υπερβολή, θα το λέγαμε και «Κάρολο Κουν του τραγουδιού». Παράλληλα και με μια ομάδα συνεργατών που είχε διαλέξει, από ποιητές κυρίως, στιχουργούς, συνθέτες, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, με αμεσότητα προσέγγισης με το κοινό και με το δικό του χιούμορ ο καθένας, σχολίαζαν κάθε βράδυ από σκηνής της «Μάντρας» και με τον Αττίκ στον πρώτο λόγο τα γεγονότα της ημέρας και της Αθήνας που αποτελούσε τότε την καρδιά ενός κράτους με ιστορία όχι μεγαλύτερη του ενός αιώνα.
Λέγεται μάλιστα ότι και ο κορυφαίος χρονογράφος της εποχής του, ο Γεώργιος Βλάχος, άρχιζε συχνά την «επιστολή» του στο χρονογράφημα της «Καθημερινής» του με τη φράση «όπως ισχυρίστηκε στη “Μάντρα” του και ο Αττίκ» και που βέβαια μετέφερε το χαριτολόγημα του Αττίκ στο «μεγάλο αφεντικό» όπως το άκουσε ο Χρήστος Χαιρόπουλος, που ήταν τακτικός συντάκτης και «Καθημερινής», αλλά και «διασκεδαστής» της «Μάντρας».
Ρίχτηκε λοιπόν με πολύ κέφι στην έρευνα και που κάθε τόσο το ενδιαφέρον ήταν όλο και πιο ανανεωμένο, μια και για τον Αττίκ ισχύει το «όσο ψάχνεις, βρίσκεις», για να φτάσω στις ρίζες των Τριανταφύλλου, που ήταν μια ευκατάστατη οικογένεια από την Αίγυπτο, με τη μητέρα του, που, έχοντας καταλάβει τα καλλιτεχνικά προσόντα του παιδιού της, φρόντισε να τον οπλίσει με μουσικές γνώσεις, με ταξίδια στο Παρίσι… νοικιάζοντας ολόκληρο συρμό για να χωρέσει και με το υπηρετικό προσωπικό μαζί ολόκληρη η «Τριανταφύλλου ανάβαση» στη γαλλική πρωτεύουσα, για να καταλάβει ο καθένας ότι ο νεαρός Αττίκ δεν δυσκολεύθηκε καθόλου να πλησιάσει τους μουσικούς κύκλους της Ευρώπης που τον έκαναν αμέσως γνωστό, έτσι που και η πρώτη του παρουσία στην Αθήνα δεν παρουσίασε δυσκολίες, αφού η φήμη του νέου συνθέτη με τραγούδια ήδη γνωστά είχε προηγηθεί.
«Γυναικολάτρης» και ο ίδιος, όπως και η «γυναίκα» ήταν πάντα το «εν δράσει» στοιχείο των τραγουδιών του, πολλά από τα οποία αποτελούσαν και προσωπικές του ιστορίες, με τρεις μεγάλες αισθηματικές ιστορίες, στη μια από τις οποίες είναι αφιερωμένο και το γνωστό του «Ζητάτε να σας πω» -που γράφτηκε στο διάλειμμα μιας παράστασης της «Μάντρας», κάτω από τη φορτική πίεση του κοινού- τη Μαρίκα Φιλιππίδου, όταν την είδαν ένα βράδυ να μπαίνει στην πλατεία της «Μάντρας», συνοδευμένη από το νέο της εραστή, που δεν ήταν άλλος από τον πατέρα της Μελίνας και του Σταμάτη Μερκούρη, που αργότερα επισημοποίησαν τη σχέση τους και ο τίτλος του «Ζητάτε να σας πω» ήταν η σκληρή απαίτηση του κοινού να τους… τραγουδήσει την ακόμα ανοιχτή πληγή της προδομένης του αγάπης για τα «ωραιότερα μάτια του κόσμου», σύμφωνα βέβαια με τη δική του εκτίμηση! Είναι ίσως η ωραιότερη και πιο ανθρώπινη «ερωτική ομολογία» που γράφτηκε για μια φωνή, αν σκεφτεί κανένας τις συνθήκες και το ελάχιστο χρονικό διάστημα για να γραφτεί στη συνέχεια, ο ίδιος ο Αττίκ και να το τραγουδήσει…
Τι έγινε όμως; Όσο προχωρούσα και έμπαινα όλο και πιο μέσα στην ταραχώδη ζωή του Αττίκ και ιδιαίτερα στις αισθηματικές του περιπέτειες, παράλληλα και με ασταμάτητη καλλιτεχνική δραστηριότητα, όσο και ιδιόρρυθμος στις διαπροσωπικές του εκδηλώσεις, τόσο και μεγάλωνε ο φάκελος με τα όσα τον αφορούσαν. Έτσι δηλαδή που θα ήταν αδύνατον όλα αυτά τα τόσο χρήσιμα για τη ζωή ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου να χωρέσουν στις περιορισμένες 14 σελίδες ενός ημερολογίου, όπως το είχαν κάνει σε προηγούμενα ημερολόγια οι Φίλοι του Ελαφρού Τραγουδιού. Όπως προειδοποιούσαν τα πράγματα, μας έλεγαν ότι θα έπρεπε να μοιράσουμε την ύλη σε δύο τόμους και σε πολυτελέστατη έκδοση, όπως το άξιζε ένα αφιέρωμα στον Αττίκ.
Κάτι για το οποίο, όπως και μόνοι τους, μέσω της κ. Μαρέλλι με ειδοποίησαν, ο Σύλλογος τους είχε απλώς «φίλους» και όχι «χορηγούς» μιας τόσο μεγάλης και φιλόδοξης παραγωγής.
Έτσι, εγκαταλείφθηκε τελικά η αρχική ιδέα και αποφάσισα να προχωρήσω μόνος μου την έρευνα, συγκεντρώνοντας στοιχεία για τον Αττίκ από διάφορες πηγές, όπως και από την ταινία «Τα χειροκροτήματα» που είχε γυρίσει με τη ζωή του Αττίκ ο Γιώργος Τζαβέλλας, όπως και τις πολύτιμες σημειώσεις που έχει γράψει η Δανάη, έχοντας ζήσει κοντά του για ένα μεγάλο διάστημα της ζωής της. Και να θυμηθώ ότι πάλι η κ. Ελίζα Μαρέλλι, που υπήρξε μαθήτριά της, ήταν εκείνη που βοήθησε το «ΠΑΡΟΝ» και τον υποφαινόμενο πριν από ένα χρόνο ότι η πραγματικά «μεγάλη μας Δανάη» ζούσε ακόμα…
Υπολογίζω σε τρεις με τέσσερις μήνες να έχω ολοκληρώσει την έρευνα και το γράψιμο για τον Αττίκ και σε συνεργασία με μεγάλο εκδοτικό οίκο να το δείτε σύντομα και στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων.
Η Λουκία των προσωπικών της οραματισμών
Σίγουρα δεν ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση η Λουκία Ρικάκη, που έφυγε την περασμένη εβδομάδα, στα 50 της χρόνια, αλλά μια ιδιαίτερα ξεχωριστή παρουσία, εκδηλωμένη μάλιστα πριν από 30 χρόνια, όταν δηλαδή ο «ζωηρός» ελληνικός κινηματογράφος έκανε τις πρώτες επαναστατικές του κινήσεις για να δηλώσει την ανεξαρτησία του από τις παλιές συνταγές και μάλιστα στο δυσκολότερο είδος, όπως ήταν η κινηματογραφική κωμωδία. Η Ρικάκη ήταν εκείνη που προσπάθησε να επιβάλει και να τη στηρίξει με τα όποια δικά της μέσα για την καλλιέργεια του αυτοσχεδιασμού και της ανάπτυξης ενός μύθου ή και μιας ιδέας μόνο, πάνω στην οποία ο σκηνοθέτης θα μπορούσε να κάνει τις δικές του επεμβάσεις και μεταλλαγές. Μήπως κάτι ανάλογο δεν ήταν και οι καθαρά προσωπικές ταινίες του Ζακ Τατί ή και οι έξοχες ταινίες του παραλογικού χιούμορ των Αδελφών Μαρξ; Στη συνέχεια ασχολήθηκε με ταινίες μυθοπλασίας, ενώ έστησε και πρώτη στην Ελλάδα το Κέντρο Λόγου και Τέχνης, στην οδό Θεμιστοκλέους, φτιάχνοντας την πρωτοπορειακή ταινία, τις «Νύχτες κωμωδίας», με πρωτοεμφανιζόμενους κωμικούς σε δικά τους κείμενα, ενώ και στο Μέγαρο Μουσικής παρουσίασε τη «Μουσική» της Μαργκερίτ Ντιράς και σε συνεργασία με τον Γεώργιο Βέλτσο τη «Φάρμα των ανθρώπων».
Ακόμα και στο διάστημα της παραμονής της στη Σωτηρία, το τελευταίο της έργο ήταν μια ταινία ντοκιμαντέρ του σχετικού περιβάλλοντος με τίτλο «Το σχέδιο Σωτηρία», η
έσχατη δημιουργία της, στην οποία πρωταγωνιστούσε, σκηνοθετημένη από τον εαυτό της.
Είπε κανένας ότι και η σκηνοθεσία σαν μαχόμενο μέτωπο δεν έχει τις δικές του Ζαν ντ’ Αρκ; Η Λουκία Ρικάκη από μόνη της έδωσε την απάντηση.
Μερικά της συντομίας…
Ξεφυλλίζοντας τις πολυσέλιδες χριστουγεννιάτικες και πρωτοχρονιάτικες εφημερίδες, δεν ήταν ούτε μια που δεν αφιέρωσε σελίδες της, που δεν είχε να θυμηθεί παλιές χαρούμενες τέτοιες γιορταστικές ημέρες. Άλλες επειδή οι συνθήκες τις έκαναν να είναι πραγματικά ευτυχισμένες, μια και θα ήσουν αντιδραστικός στη γενική ευτυχία, και άλλες επειδή η τέλεια ενορχηστρωμένη ορχήστρα της ευτυχίας με τους αρχιμαέστρους της ευτυχίας μας σε παρασέρνανε στις στροφές τους. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που αναρωτήθηκα αν μια εφημερίδα του 2062 θα αποφάσιζε ύστερα από 50 χρόνια να θυμηθεί κάτι από την ευτυχία του «σήμερα», έτσι όπως τώρα βλέπουμε τις φωτογραφίες των ρεβεγιόν με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τρισευτυχισμένη τότε σαν «απόλυτη» σταρ ή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να βγαίνει με απόλυτη σιγουριά από τη δοξολογία της 1ης του έτους, τριγυρισμένος από τους υπουργούς του, από το «σήμερα» αυτός που θα κάνει το «αναμνησιολογικό» αφιέρωμα τι να διαλέξει ο έρμος;
Την έξοδο της Μητρόπολης μετά τη δοξολογία της Πρωτοχρονιάς που κανένας πρωθυπουργός «πρεσαπορτέ», ούτε και κανένας υπουργός από συναρμολόγηση δεν τόλμησε να εμφανιστεί, από φόβο μήπως αντί για κομμάτι βασιλόπιτας έτρωγε στα μούτρα κεσέδες με γιαούρτια; Ή κάνοντας ρεπορτάζ στους κεντρικούς δρόμους, αντί για στολισμένες βιτρίνες με πρωτοχρονιάτικα δώρα, έβλεπε τους κεντρικούς δρόμους γεμάτους με ενοικιαστήρια, κατεβασμένες κατασκόνιστες μπάρες και κλειδωμένα λουκέτα; Ή στις περισσότερες εφημερίδες να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα η αμφιλεγόμενη φωτογραφία του Εφραίμ, που με δυσκολία προσπαθεί να κρύψει το πονηρό χαμόγελο του Ρασπούτιν…
Εκτός αν ο «αναμνησιολόγος» της εποχής μας περιοριστεί σε φωτογραφίες και σε αποσπάσματα από τα τούρκικα σίριαλ του MEGA και του ΑΝΤ-1 για επιβεβαίωση της πλήρους «ελληνικότητας» των ελληνικών καναλιών!
• ΚΑΙ ΕΧΟΝΤΑΣ εισέλθει θριαμβευτικά στο 2ο μέρος του χειμωνιάτικου προγράμματος των καναλιών και εμπρός στην ανάγκη να καλυφθούν κάποιες ώρες προγράμματος, θα βγούνε στην επιφάνεια και όλα εκείνα που είχαν σταματήσει λόγω μηδενικής ακροαματικότητας ή είχε μείνει το γύρισμά τους στη μέση… Δεν βαριέσαι όμως; Μικρό – μεγάλο παστρεύει, που λέει και ο γύφτος. Και έχουν να δουν τα μάτια μας τέρατα, που θα τα βλέπει και κανένας δεν θα τα πιστεύει και πρώτα πρώτα για να δούμε έτσι και τη συνέχεια των ανεκδιήγητων «Στάβλων» του δίδυμου της απελευθερωμένης χυδαιολογίας…
*****
Το τραγούδι που γράφτηκε
στο διάλειμμα μιας παράστασης
«ΖΗΤΑΤΕ ΝΑ ΣΑΣ ΠΩ…»
για το οποίο γράφουμε σήμερα
Ζητάτε να σας πω
τον πρώτο μου σκοπό
τα περασμένα μου γινάτια
ζητάτε «είδα μάτια»
με σκίζετε κομμάτια.
Σε μια παλιά πληγή
που ακόμα αιμορραγεί
μη μου γυρνάτε το μαχαίρι
αφού ο καθένας ξέρει
τι πόνο θα μου φέρει.
Είναι πολύ σκληρό
μα σου ζητούν να τραγουδήσεις
έναν παλιό σκοπό
που προσπαθείς να λησμονήσεις.
Γελάτε ειρωνικά
και λέτε μυστικά
ίσως με κάποια καταφρόνια
μια και περάσαν χρόνια
εσύ τι κλαις αιώνια.
Γιατί βαρυγκωμείς
δεν είδαμε κι εμείς
μια ομορφιά σ’ αυτή τη ζήση
δεν πήραμε απ’ τη φύση
καρδιά για ν’ αγαπήσει.
Όμως δεν είναι οι καρδιές
όλες το ίδιο καμωμένες
ούτε κι οι ομορφιές
στον κόσμο δίκαια μοιρασμένες.
***