Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Επειδή μέρες που ‘ναι πρέπει να λέμε την αλήθεια, ο γράφων οφείλει να ομολογήσει ότι έφαγε μια ζωή αναζητώντας εξήγηση γιατί πρέπει απαραιτήτως «να κάνομε κάτι την παραμονή» και να μην πέσουμε στο κρεβατάκι μας να κοιμηθούμε, να ξεκουραστεί το κοκαλάκι μας. Τον δράστη της ταλαιπωρίας μας τον εντόπισε ο γάλλος αστυνομικός, ο «inspecteur», που είπε το αθάνατο «Cherchez la femme», ρήση αιώνιας αλήθειας, που μέχρι κι ο Τσιτσάνης την έκανε τραγούδι. Πρέπει να παραδεχθούμε όμως πως φταίμε κι εμείς, αφού πετάξαμε τον πολιτισμό μας στα σκουπίδια κάνοντας τη γυναίκα ίση με εμάς. Κι από κει που την είχαμε βασίλισσα πίσω από το καφασωτό, να παρακολουθεί και να αποθαυμάζει τις βαθυστόχαστες ανδρικές συζητήσεις, τη φέραμε ισότιμη στην παρέα να αμολάει ξεκρέμαστα: «Τι θα κάνομε την παραμονή;». Κι ένας στρεβλός νόμος να σου απαγορεύει να την πλακώσεις στα χαστούκια, ιδίως ενώπιον κοινού.

Κάπως έτσι άρχισε μια οικογενειακή τραγωδία, όταν ο κ. Λάκης, άνθρωπος μεγάλης αποδοχής στην κοινωνία -όπως ο ίδιος πίστευε-, υπέκυψε στην αξίωση της συζύγου του να οργανώσουν πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν στο σπίτι τους. Η μαντάμ είχε συναίσθηση της πραγματικότητος και καταλάβαινε πως ήταν αδύνατον η δεξίωσή της να είναι εφάμιλλη των ανακτόρων, για τον απλούστατο λόγο ότι ουδέποτε στεγάστηκαν ανάκτορα σε δύο (2) δωμάτια, κουζίνα και WC οθωμανικού τύπου. Τη μικρή αυτή διαφορά η κυρία Λάκη την ξεπέρασε λέγοντας κατά την πρόσκληση που έκανε από τηλεφώνου: «Ο Λάκης θα βάλει χρυσή λίρα στην πίτα που θα κόψουμε». Επειδή άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, φορέσαμε τα καλά μας, πασαλειφτήκαμε Pino Silvestre και περάσαμε από το ζαχαροπλαστείο, απ’ όπου αγοράσαμε δέκα πάστες για να μην πάμε με άδεια χέρια. Φτάσαμε, οι γυναίκες φιλήθηκαν και ο Λάκης βούτηξε τον δίσκο με τα γλυκά πετώντας ένα σιβυλλικό: «Ωχ! Πάλιν πάστες;»… Μας πέρασαν στο σαλόνι, όπου ανταλλάξαμε με τους λοιπούς προσκεκλημένους βλακείες ποικίλης διαβαθμίσεως.

Για να μην τα πολυλογούμε, όταν μετά τα μεσάνυχτα άλλαξε ο χρόνος και ήρθε η στιγμή του κοψίματος της πίτας, ακολουθήθηκε η εξής ιεροτελεστία: Έβγαλε ο Λάκης από το τσεπάκι του τη λίρα και την έδειξε στους παρισταμένους για να πειστούν. «Μπας κι είναι ιταλική;» ρώτησε ο μπατζανάκης του, που έμεινε αδιευκρίνιστο αν τα λόγια που ξεστόμισε ήτανε γκάφα ή αστείο. Ξερόβηξε ο Λάκης, αλλά η κυρία του παρενέβη ενοχλημένη: «Ο Λάκης μόνον λίρες τσίλικες βάζει…». Ύστερα, καθώς έκλεισε εκείνος τα μάτια και κρατώντας την πίτα ανασηκωμένη προσπαθούσε να παραχώσει στα τυφλά στον πάτο της το νόμισμα, η κυρία ψιθύριζε επαναλαμβάνοντας στο αυτί του: «Πρόσεχε, Λάκη, μην κάνεις… λάθος. Πρόσεχε». «Προσέχω», απαντούσε εκείνος γεμάτος αυτοπεποίθηση. Επέμενε όμως εκείνη, έντονα ανήσυχη: «Πρόσεχε, Λάκη, πρόσεχε! Μην κάνεις λάθος». Εξερράγη κάποια στιγμή ο Λάκης: «Σκάσε, επιτέλους! Προσέχω, σου είπα». Απίθωσε την πίτα στο τραπέζι, βούτηξε τη μαχαίρα και άρχισε να κόβει ονοματίζοντας τους παραλήπτες. Το πρώτο του Χριστού, το άλλο του σπιτιού και μετά πέρασε στο δικό του. Η πεθερά του τον σταμάτησε: «Του φτωχού δεν έκοψες», είπε. Της απάντησε μεγαλοφώνως: «Του φτωχού δίνω μετρητά ο ίδιος…». Οι προσκεκλημένοι αλληλοκοιτάχτηκαν, πράγμα που το θεώρησε θαυμασμό της γενναιοδωρίας του. Συνέχισε το κόψιμο και το μοίρασμα. Έπαιρναν το κομμάτι τους και έψαχναν για τη λίρα. Κάποια στιγμή ο μπατζανάκης άρχισε να εκβάλλει κραυγές θριάμβου δείχνοντάς την: «Να την, να την… Τη βρήκα». Κι ύστερα γυρίζοντας είπε σοβαρά στον Λάκη: «Αν είναι ιταλικιά, θα μου πληρώσεις τη διαφορά». Ο Λάκης έμεινε αποσβολωμένος με τη μαχαίρα στο χέρι, ενώ η συμβία του αλλάζοντας χρώματα φώναξε: «Είσαι ντιπ ηλίθιος. Σου φώναζα και μου ‘λεγες πως προσέχεις, ηλίθιε». Και συμπλήρωσε με έναν τόνο που θα τον ζήλευε κι ο Καμπρόν: «Τώρα φάε…».

«Τι λες, μωρή;», αρπάχτηκε εκείνος. «Στους παράδες μου θα σε βάλω κεχαγιά; Άντε μη σε στείλω στον γεροδιάολο γιορτιάτικα». Ακολούθησε άγριο βρισίδι εκατέρωθεν, με τον Λάκη να επικαλείται ως ελαφρυντικό «πως στο κάτω κάτω της γραφής η λίρα έμεινε στην οικογένεια», επιχείρημα που εξαγρίωσε την κυρία: «Τέτοιος πάντα ήσουνα και γι’ αυτό σ’ έχει και σε τσουρουμαδά το σόι σου… Βλάκα!» Καθώς τα πνεύματα δεν ηρεμούσαν, οι καλεσμένοι άρχισαν να αποχωρούν σχεδόν αθέατοι, με τον Λάκη να ωρύεται: «Να πάν’ στα κομμάτια…». Έτσι έληξε το ρεβεγιόν, αφήνοντάς μου το βασανιστικό ερώτημα αν σπάσανε τελικά το ρόδι για το καλό του χρόνου.

Πολλά τέτοια περιστατικά θα μπορούσα να θυμηθώ και να πληροφορήσω το κοινόν για τα βάσανα του κοσμάκη. Προτιμώ όμως στους δύσκολους καιρούς που περνούμε να εκθέσω ένα ωφέλιμο παράδειγμα προς μίμηση. Τώρα μάλιστα που έγινε της μόδας η «Διάπλασις των παίδων», ιδιοποιούμαι το μότο της «Τέρπειν άμα και διδάσκειν» και παραδίδω το παρακάτω γεγονός στην αιωνιότητα:

«Στη Μυτιλήνη ζούσε μια προγιαγιά ονόματι “Μαριγή”, που παρά τα 98 της χρόνια την αποκαλούσανε “Του Μαργέλ”. Ήταν μια καλοκάγαθη εξαϋλωμένη γριούλα, με εγγόνια και δισέγγονα, που περνούσε τις μέρες της υπολογίζοντας πόσα λεφτά θα πιάσουνε φέτος απʼ το λάδι. Κατά τα λοιπά, μοίραζε συνταγές στις νεώτερες πώς να πετύχει ο μπαλεζές και πώς μαγειρεύονται τα γεμιστά κολοκυθολούλουδα χωρίς να σπαταλάς λάδι, που κοστίζει ένα κάρο παράδες. Κάθε πρώτη του έτους γινόταν σπίτι της ένα πατριαρχικής υφής οικογενειακό τραπέζωμα. Έρχονταν από το πρωί και τα παιδιά, που πήγαιναν στο δωμάτιό της να της φιλήσουνε το χέρι, να τους δώσει την ευχή της μαζί με το “κολόκουρο”, καθώς έλεγε τον μποναμά. Και δεν ήταν γλίσχρες οι πρωτοχρονιάτικες δωρεές της. Στο κάθε παιδί έδινε μία ολόκληρη χρυσή λίρα. Την τσέπωνε ο πιτσιρικάς και έτρεχε να την επιδείξει γεμάτος χαρά. Μα πιο πολύ χαιρότανε η μάνα του, που ευελπιστούσε πως θα τη φάει. Και περνούσε με ευτυχία η μέρα, λέγανε τα μυτιληναίικά τους, κάποτε βράδιαζε, ώρα να το διαλύσουν. Πήγαν τα μικρά να καληνυχτίσουν τη γιαγιά, ξαναφιλώντας της το χέρι. Και τότε “του Μαργέλ”, η γιαγιά, γεμάτη σοβαρότητα τους λέει:

“Τις λίρες που σας έδωσα το πρωί, δώστε τες μου πίσω. Εσείς τη χαρά του δώρου την πήρατε πια, τους παράδες δεν τους χρειάζεστε… Φέρτε τις λιρίτσες μου πίσω!”

Και οι λίρες επέστρεψαν στον κόρφο της…»


Σχολιάστε εδώ