Στις ανήλιες γειτονιές του πόνου
Ουρές πόνου και αγωνίας. Άνθρωποι που, κατ’ ανάγκη, δεν φοράνε πάντα κουρελιασμένα ρούχα. Αρκετοί, με εμφάνιση ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Που ελπίζουν καρτερικά και με αξιοπρέπεια στη φιλευσπλαχνία κάποιου περαστικού, μήπως συγκινηθεί και δώσει κάτι, «σ’ εκείνον που ‘χε», κάποτε, «τάλαρα τη στέρνα του γεμάτη», που λέει ο ποιητής.
Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που λίγο πριν ούτε στα τολμηρότερα όνειρά τους θα μπορούσαν να φανταστούν ότι θα περίμεναν σε ουρές, ψυχικά ράκη, για ένα πιάτο ζεστό φαγητό.
Ένας απ’ αυτούς μίλαγε σε κάποιον αλλοδαπό δημοσιογράφο. Από εκείνους που τα ξένα πρακτορεία στέλνουν για να τροφοδοτήσουν την άπληστη επικαιρότητα. Με αξιοπρέπεια και ψυχραιμία εξηγούσε πώς έφτασε στο έσχατο αυτό σημείο της μιζέριας. Ο τρόπος που μίλαγε πρόδιδε άνθρωπο που δεν εστερείτο μόρφωσης. Εκφραζόταν με άνεση στα αγγλικά.
Ένας άλλος πάλι, κάπου εκεί κοντά, καρτερικά περίμενε στην ουρά. Τα ρούχα του, αν και φθαρμένα, ταίριαζαν απόλυτα στον σωματότυπό του, απομεινάρια κάποιας επιτηδευμένης κομψότητας, που ασφαλώς θα του εξασφάλιζε το άνετο, κάποτε, εισόδημά του. Τα αδύναμα χέρια του κρατούσαν σφιχτά έναν υπολογιστή, μη θέλοντας να αποχωριστεί το τελευταίο απομεινάρι που τον συνέδεε με μια άλλη, πιο ανέμελη ζωή. Που πέρασε ανεπιστρεπτί.
Ένα φανάρι αναβόσβηνε συνέχεια, σαν να ήθελε με το χρωματιστό του λαμπιόνι να υπογραμμίσει την απουσία των χριστουγεννιάτικων στολιδιών, που κάποτε φάνταζαν ακόμα και στις πιο φτωχές συνοικίες. Σ’ αυτές που σήμερα δεν υπάρχουν «καθημερινές και σκόλες». Λίγο παρακάτω, μια αλλόκοτη, ολιγομελής μπάντα μεταναστών προσπαθούσε, απεγνωσμένα, να δώσει κάποιον χαρμόσυνο τόνο στην ατμόσφαιρα. Μάταια όμως. Κανένας δεν έδινε σημασία στους φάλτσους ρυθμούς της αυτοσχέδιας ορχήστρας, που το φτωχό της ρεπερτόριο εναλλασσόταν μονότονα μεταξύ της «Άγιας νύχτας» και ενός απροσδιόριστου σκοπού κάποιας μακρινής πατρίδας.
Όσο πέρναγε η ώρα, τόσο περισσότερες κουρελιασμένες ψυχές στοιβάζονταν στον χώρο του συσσίτιου. Απλανές βλέμμα, βαθιά μελαγχολία. Ανθρώπινα ράκη, ζωντανοί νεκροί. Το «αύριο» γι’ αυτούς, αβέβαιο. Μοναδική φιλοδοξία, η εξασφάλιση του επόμενου φαγητού, με την πρόσθετη, αλλά όχι βέβαιη, πολυτέλεια ενός τσιγάρου.
Γερμένες από τα βάσανα, αποστεωμένες φιγούρες, λες και αποκόπηκαν από κάποια βυζαντινή αγιογραφία. Μέσα σε ένα στατικό πλαίσιο που τίποτε δεν κινείται, αφού ο χρόνος έχει σταματήσει εκεί, στις γειτονιές αυτές του πόνου.
Σε ποια κοινωνία άραγε ζουν οι «άγιοι» αυτοί της σύγχρονης ζωής; Στους κόλπους της κοινωνίας που ζούμε όλοι. Είναι η ίδια κοινωνία που τους απέβαλε τόσο άσπλαχνα. Με αναλγησία και χωρίς ανθρωπιά. Την ανθρωπιά εκείνη που θα μπορούσε εύκολα να ξεριζώσει όλα αυτά τα φαινόμενα της χυδαίας επίδειξης πλούτου, που ταλάνισαν την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, με τις γνωστές συνέπειες.
Αντί για την ανέξοδη ανταλλαγή ευχών, ίσως θα ήταν καλύτερα να πάμε, οι λιγότερο «ανελέητοι», κάπου εκεί, στις ανήλιες γειτονιές του πόνου. Όχι για να τακτοποιηθούμε συνειδησιακά. Αλλά για να μάθουμε, απλά, τι ζωή περνούν εκεί…
«Έλα να μάθεις στην πλατεία Βάθης, έλα να μάθεις τι ζωή περνώ…».
Παραμονές Χριστουγέννων,
Αθήνα 2011.