Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Ίσως και φέτος να υπάρχουν στολισμένα μαγαζιά, όσα υπάρχουν, ίσως και κόσμος να κυκλοφορεί, αλλά κόσμος με πρόσωπα κατηφή και αγέλαστα.
Όσο για τη μουσική που πιθανόν να ακούγεται, θα μοιάζει με απόμακρους κι αδιάφορους ήχους, που θα φτάνουν στα αυτιά χωρίς ν’ αγγίζουνε τις ψυχές. Κάποια, θαρρείς, κακιά μάγισσα ζήλεψε εκείνα τα λιγοστά που χρόνο με χρόνο και μπόλικο ιδρώτα αποκτήσαμε και μας τα έφερε όλα τούμπα. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο ούτε οι δύσκολες μέρες ούτε οι «δίσεκτοι καιροί» στον τόπο μας, που «μόνον λίγο καιρό ξαποσταίνει», όπως λέει το γνωστό εμβατήριο. Είναι να πούμε για τον λαό μας τα δύσκολα σαν του… «Χελμού το χιόνι / που πριν να λιώσει το παλιό / καινούργιο τον πλακώνει!»…
Ήρθαν και πάλιν Χριστούγεννα και σε πολλούς από εμάς, τους παλιούς εκ των… παλαιοτέρων, τα φετινά πνιγερά Χριστούγεννα φέρνουν άθελα στη μνήμη μας κάποιες μαύρες και πένθιμες γιορτές που ζήσαμε παιδιά. Τότε που αντί για αγιοβασιλιάτικα πιστολάκια παίζαμε με «παραμπέλουμ» αληθινά. Τότε που αντί για γαλοπούλες γεμιστές, ήμασταν τρισευτυχισμένοι αν βρίσκοταν λίγα ψίχουλα ψωμιού από λούπινα και λαχανίδες νερόβραστες. Τότε που αντί μελομακάρονα και κουραμπιέδες, μια τζούρα χαρουπόμελο ήταν η χαρά της ζωής… προσωποποιημένη. Τα χρόνια εκείνα όμως ήμασταν κάπως εθισμένοι στη λιτότητα. Ανέκαθεν λέγαμε το ψωμί ψωμάκι και πάντα μυρίζανε τα χνώτα μας από την αφαγία. Από την εποχή όμως που προσπαθούσε να υποκλέψει η μια νοικοκυρά το μυστικό της γειτόνισσας, στο πώς τηγανίζει τις «τηγανίτες» με λιγότερο λάδι, βρεθήκαμε στην αντίπερα όχθη και πέσαμε με τα μούτρα στην ευμάρεια. Αλλά η ευμάρεια ήταν, φαίνεται, ο απαγορευμένος καρπός που φάγαμε, εξαπατώντας τον… όφι, και χάσαμε τον Παράδεισο. Αμέριμνοι στην αρχή, νομίσαμε πως ζούμε ένα κακό όνειρο, έναν εφιάλτη, επειδή καταβροχθίσαμε το καταπέτασμα, αφήνοντας στα αποφάγια ολόκληρες μερίδες αφάγωτες. Μα ξυπνήσαμε και αντικρίσαμε έναν εφιάλτη πιο τρομερό από τον εφιάλτη του ύπνου μας, πιο αδυσώπητο, πιο ανελέητο, μα, το χειρότερο, πραγματικό…
Σε μας, που ζήσαμε στα παιδικά μας χρόνια σκαμπανεβάσματα, και από το ξεπέταγμα στα ουράνια να κατρακυλάμε στα βάραθρα, εκείνες οι δυο όψεις του γέλιου και του κλάματος τριγυρνούν χρονιάρες μέρες στο μυαλό μας, σήμερα που χάθηκε η ελπίδα… Χριστούγεννα του ’40 τότε. Χριστούγεννα πολεμικά μέσα σε μια εκτυφλωτική αναλαμπή, που άφησε άφωνη την ανθρωπότητα. Τότε, που μόλις «μας πάτησε στον κάλο» μια χώρα σαράντα πέντε εκατομμυρίων ψυχών, δεν το συζητήσαμε, δεν διαπραγματευτήκαμε, δεν αναζητήσαμε τη χρυσή τομή, αλλά οι ασήμαντοι εμείς, οι «ξεβράκωτοι» εμείς, απλώς δεν σκύψαμε το κεφάλι και τσακίσαμε τις «οκτώ εκατομμύρια λόγχες» του υπερφίαλου Ντούτσε. Και ολόκληρη η οικουμένη γονάτισε με σεβασμό στα πόδια μας, εξυμνώντας και κανακεύοντάς μας. Όλοι, μικροί-μεγάλοι, ζούσαμε μεθυσμένοι από τον θρίαμβο του στρατού μας. Οι νίκες μας έγιναν ρουτίνα και, ύστερα από τα πρώτα ξεσπάσματα λαϊκού ενθουσιασμού με χορούς, τραγούδια, και δοξολογίες, την παραπέρα προέλαση τη θεωρούσαμε κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Σαν καθαρή νομοτέλεια. Και σαν Άγιος Βασίλης ο φαντάρος μάς έφερε για χριστουγεννιάτικο μποναμά την κατάληψη της Κλεισούρας. Η ζωή στην πρωτεύουσα, εν τω μεταξύ, κυλούσε «a la guerre, comme a la guerre», που λένε οι Γάλλοι. Συσκότιση, σειρήνες, συναγερμοί. Έπλεκαν οι γυναίκες μάλλινες φανέλες και κάλτσες, που στέλνανε με δέματα στους πολεμιστές. Έρχονταν και τρυφερά γράμματα από τους άνδρες, γραμμένα «κάπου στο μέτωπο». Δεν μοιάζανε οι φετινές γιορτές μέσα στην πολεμική ατμόσφαιρα με γιορτές αλλοτινές. Ούτε δώρα ούτε τραπεζώματα σε συγγενείς. Τα τρόφιμα τώρα δίνονταν με δελτίο. Τα νοικοκυριά μάθανε το κατεψυγμένο κρέας Αργεντινής, που για πρώτη φορά εμφανιζόταν στην Ελλάδα, και είχαν γίνει ατραξιόν οι θλιβερές φάλαγγες των ιταλών αιχμαλώτων που σκορπούσαν τον οίκτο, καθώς τους πήγαιναν ποδαράτους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Παράλληλα, φέρνανε με τα πλοία και τους δικούς μας τραυματίες ξαπλωτούς σε φορεία, άλλους χωρίς πόδια, άλλους χωρίς μάτια, αλλά όλους με ψηλά το κεφάλι. Ο χρόνος έφευγε χωρίς δεξιώσεις, χωρίς φιλιά κάτω από το γκι, χωρίς πράσινη τσόχα, χωρίς ξενύχτι. Και ξημέρωσε το 1941 δίχως τους 21 κανονιοβολισμούς από τον Λυκαβηττό, που κατ’ έθιμο χαιρετούσαν «άμα τη έω» το νέον έτος. Ούτε η φιλαρμονική παιάνισε το «εωθινόν» στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και η άλλοτε λαμπρή δοξολογία στη Μητρόπολη με αλόγατα, λιλιά και παράτες περιορίστηκε σε ένα καθαρά θρησκευτικό τυπικό. Ο καινούργιος χρόνος, ένας χρόνος πένθιμος, γεμάτος αίμα, δάκρυα και κατοχή, πέρασε με τη συνηθισμένη ταχύτητα που περνούνε οι χρόνοι και φτάσαμε πάλιν στα Χριστούγεννα, αλλά στα πιο μαύρα που πέρασε ποτέ η χώρα. Από τις αρχές του φθινοπώρου τα τρόφιμα γίνονται δυσεύρετα και η πείνα απλώνεται παντού. Ηλεκτρικό ρεύμα ερχόταν στα σπίτια στις 7 το απόγευμα και, παρά ταύτα, υπήρχε περιορισμός στην κατανάλωσή. Ήταν προκαθορισμένες οι κιλοβατώρες που μπορούσες να κάψεις. Αν τις ξεπερνούσες, ήτανε σαμποτάζ. Έλλειψη υπήρχε και στο νερό, που δεν ήξερες ούτε ποια μέρα θα έρθει ούτε πόση ώρα θα κρατήσει η παροχή του. Και άμα ερχόταν, το αποθήκευες στην μπανιέρα και όπου αλλού έβρισκες. Αν κατά λάθος άφηνες τις βρύσες ανοικτές, σφύριζαν από τον αέρα που έβγαινε με πίεση απ’ τους κενούς σωλήνες, το υδρόμετρο έγραφε σαν τρελό και κονόμαγε η Ούλεν… Λεωφορεία και τραμ δεν λειτουργούσαν και η μόνη συγκοινωνία που υπήρχε ήταν ο ηλεκτρικός.
Και εκεί, στο κέντρο της Πλατείας Ομονοίας, κολλητοί στους εξαεριστήρες του υπόγειου, ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πλάι στον άλλον ένα τσούρμο ψειριάρηδες ρακένδυτοι, που αναζητούσαν εξαθλιωμένοι μια παράταση ζωής από τη θαλπωρή των εξαεριστήρων. Τα συσσίτια δεν είχαν ακόμη καθιερωθεί, η μαύρη αγορά ήταν ασύδοτη και ό,τι σάπιο υπήρχε πουλιόταν με αντίτιμο λίρες χρυσές. Άτομα σκελετωμένα, που «έπλεαν» από την ασιτία μέσα στα ρούχα τους, έμοιαζαν με τους… χρυσοθήρες της άγριας Δύσης, καθώς ακούγοντας διαδόσεις πήγαιναν στα Πετράλωνα, στον Ασύρματο, στην Κολοκυνθού και σε άλλες γειτονιές ν’ ανακαλύψουν τον μαυραγορίτη για ν’ αγοράσουνε κάτι φαγώσιμο.
Η κυκλοφορία επιτρεπόταν στους πολίτες ως τις 10 το βράδυ και όλοι τρέμανε να μην αργοπορήσουν… Λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, το κρύο άρχισε να δυναμώνει, για να κορυφωθεί την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’42, με χιονοθύελλα και πυκνή χιονόπτωση που διατήρησε το χιόνι για πολλές ημέρες παγωμένο, ως και στα Χαυτεία.
Άνθρωποι κείτονταν καταμεσής του δρόμου κι αργοπέθαιναν σαν κολασμένοι, ενώ η σπαρακτική κραυγή «Πεινάω» συντάραζε την πρωτεύουσα ολόκληρη.
Και ήταν το ίδιο «Πεινάω» μ’ αυτό που ακούγεται πάλιν. Για την ώρα σαν ψίθυρος…