Η ΧΩΡΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ

Κανείς νουνεχής άνθρωπος δεν θα ήθελε να δαπανώνται αχρείαστα πολύτιμοι πόροι της οικονομίας για αμυντικές δαπάνες, ιδίως κάτω από τις γνωστές συνθήκες της μεγάλης οικονομικής κρίσεως, εάν αυτές δεν είναι, πράγματι, απόλυτα αναγκαίες για την εθνική ασφάλεια. Η απερίσκεπτη όμως περικοπή τους και η συνακόλουθη αποδυνάμωση της αμυντικής αποτρεπτικής ισχύος δεν αποτιμώνται μόνο με οικονομικούς όρους. Μπορεί να προσδώσουν στην κρίση άλλα χαρακτηριστικά εθνικών απωλειών, που δεν θα μπορούν να επανορθωθούν στο μέλλον, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να υπομνησθεί ότι μια κακή οικονομική κατάσταση μπορεί, ύστερα από προσπάθειες και θυσίες για κάποιο διάστημα, να επανορθωθεί. Μια απώλεια όμως εθνικού χώρου δεν είναι καθόλου εύκολα αναστρέψιμη.

Θα πρέπει γι’ αυτό η αμυντική πολιτική της χώρας να αντιμετωπίζεται μέσα από αυτό το πρίσμα και να διατίθενται γι’ αυτήν οι ελάχιστες αναγκαίες δαπάνες ώστε να διασφαλίζεται το απαραίτητο όριο ισχύος που καθιστά εφικτή την αποτροπή. Την ανάσχεση δηλαδή, διά της ισχύος, οποιωνδήποτε επεκτατικών βλέψεων και προκλήσεων και τη διασφάλιση της σταθερότητας και της ειρήνης.

Ορισμένοι παραβλέπουν το γεγονός ότι η αμυντική αποδυνάμωση και η ανατροπή των επιβεβλημένων ισορροπιών ενθαρρύνουν τον επεκτατισμό και τον τυχοδιωκτισμό της άλλης πλευράς. Η τελευταία υπολαμβάνει την αδυναμία ως ευκαιρία για δράση, ανατροπή του status quo και δημιουργία τετελεσμένων γεγονότων, ιδιαίτερα εάν προσφέρονται και οι διεθνείς συνθήκες.

Η Ελλάδα είναι μέλος, βεβαίως, μιας διεθνούς αμυντικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, που λογικά θα έπρεπε να καλύπτει την άμυνα και την ασφάλειά της και να επιτρέπει πολύ χαμηλό επίπεδο αμυντικών δαπανών, όπως συμβαίνει στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Η Ολλανδία, π.χ., προχώρησε, προσφάτως, στην πλήρη διάλυση των τεθωρακισμένων δυνάμεών της. Ακόμη και η ουδέτερη Αυστρία μειώνει θεαματικά τους εξοπλισμούς της, όπως και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες.

Είναι γνωστό ότι, με βάση το άρθρο 5 του καταστατικού του ΝΑΤΟ, οποιαδήποτε επίθεση από έξω εναντίον μιας χώρας-μέλους θεωρείται αυτομάτως ως επίθεση στη Συμμαχία και ενεργοποιείται η συλλογική αλληλεγγύη και άμυνα.

Τι γίνεται όμως εάν η απειλή προέρχεται εκ των έσω, από μια άλλη χώρα-μέλος; Η απάντηση επικαλείται το αδιανόητο ενός τέτοιου ενδεχομένου μεταξύ συμμάχων χωρών! Παρακολουθούμε όμως από δεκαετίες το τι γίνεται στην πραγματικότητα. Η Τουρκία, έχοντας εξασφαλισθεί με το ΝΑΤΟ έναντι του μεγάλου εξωτερικού κινδύνου που αντιπροσώπευε γι’ αυτήν η Σοβιετική Ένωση, βρήκε την άνεση να χρησιμοποιεί το ΝΑΤΟ ως ευνοϊκότερο γι’ αυτήν πλαίσιο για την προαγωγή μονομερών επιδιώξεών της κατά της Ελλάδος.

Για το παιχνίδι αυτό είναι μεγάλες οι ευθύνες των ΗΠΑ, που είναι η ηγεμονική δύναμη του ΝΑΤΟ, αλλά και των Ελληνικών κυβερνήσεων, που επέδειξαν επανειλημμένα ενδοτική συμπεριφορά, υπό την επιρροή και την πίεση των ΗΠΑ. Οι τελευταίες προσβλέπουν, βεβαίως, κατά προτεραιότητα, στα δικά τους στρατηγικά συμφέροντα και στην αδιατάρακτη συνοχή του ΝΑΤΟ. Η στάση αυτή των ΗΠΑ υποχρεώνει την Ελλάδα να μεριμνά, πέρα από το πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για την εθνική της άμυνα και να διαθέτει σημαντικούς οικονομικούς πόρους.

Η Ελλάδα είναι επίσης χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Είναι γνωστό όμως ότι, υπό τις παρούσες, τουλάχιστον, συνθήκες, ούτε αυτή καλύπτει το αμυντικό μας πρόβλημα. Η Ευρωπαϊκή άμυνα είναι στα σπάργανα και συγχέεται ουσιαστικά με το ΝΑΤΟ, ιδίως μετά την επιστροφή και της Γαλλίας στο στρατιωτικό του σκέλος.

Η Ελλάδα, λοιπόν, δεν είναι ούτε Ολλανδία ούτε Δανία ούτε οποιαδήποτε άλλη Ευρωπαϊκή χώρα, για την οποία η αμφισβήτηση του εθνικού της χώρου και της ασφάλειάς της είναι αδιανόητη. Βρίσκεται αντιμέτωπη με μια χώρα που επιβουλεύεται απροκάλυπτα τον Ελληνικό εθνικό χώρο, από την Κύπρο ως το Αιγαίο και τη Θράκη.

Η ΔΥΣΦΗΜΙΣΗ ΤΩΝ ΑΜΥΝΤΙΚΩΝ
ΔΑΠΑΝΩΝ ΜΕ ΤΟ ΟΡΓΙΟ ΤΗΣ
ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΚΑΝΔΑΛΩΝ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Ο χορός των σκανδάλων κάθε είδους στις αμυντικές δαπάνες, που σημειώθηκε ιδιαίτερα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, είχε πολλαπλώς ολέθρια αποτελέσματα. Κατά πρώτο λόγο, δυσφήμισε την αναγκαιότητα των δαπανών αυτών και τις διαφήμισε ως ευκαιρία διαφθοράς και σκανδάλων, πλήττοντας καίρια την κατανόηση και την αποδοχή τους από την κοινή γνώμη.

Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να γίνεται σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην αναγκαιότητα της δαπάνης και στην πολιτική και ηθική διαφθορά που την εκμεταλλεύεται. Η Νέμεσις πρέπει να κατευθύνεται κατά των ενόχων υπολόγων και πολιτικών υπευθύνων και όχι κατά της εθνικής άμυνας, όπως οι καταχρήσεις και τα σκάνδαλα στον χώρο της υγείας ή των δημοσίων έργων δεν οδηγούν στην αμφισβήτηση των νοσοκομείων ή των αυτοκινητοδρόμων.

Το θέμα όμως δεν εξαντλείται μόνο στην κατάχρηση και άσκοπη σπατάλη πολύτιμων πόρων. Έχει, κατά δεύτερο λόγο, ως συνέπεια να καθιστά ατελέσφορη την πολιτική ενισχύσεως της άμυνας, παρά τη διάθεση πολύ σημαντικών πόρων, και να μην επιτυγχάνεται το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα.

Κλασικό παράδειγμα είναι τα πολύ σημαντικά ποσά που διετέθησαν μετά την κρίση των Ιμίων, με κύριο στόχο τη διατήρηση τεχνολογικού και ποιοτικού προβαδίσματος στον κρίσιμο αεροναυτικό τομέα. Ο τρόπος διαθέσεως των κονδυλίων αυτών, η ασυνέχεια πολιτικής, οι αμφιλεγόμενες επιλογές, το αδικαιολόγητο σε πολλές περιπτώσεις υψηλό κόστος, τα μικρά βιομηχανικά ανταλλάγματα και τα σκάνδαλα που συνόδευσαν την υλοποίηση ορισμένων προγραμμάτων οδήγησαν συνολικά σε πολύ μικρότερα αποτελέσματα από αυτά που αντικειμενικά μπορούσαν να επιτευχθούν. Η χώρα διολίσθησε από τον στρατηγικό στόχο της διατηρήσεως τεχνολογικής και ποιοτικής υπεροχής στον αεροναυτικό τομέα, στον οποίο είχε το προβάδισμα, επαυξανόμενο από την υψηλότερη ποιότητα και ικανότητα του έμψυχου προσωπικού, και άφησε την πρωτοβουλία στην άλλη πλευρά.

Άμεσες αιτίες γι’ αυτό είναι η απουσία σταθερής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής εξοπλισμών, οι αμελέτητες και συγκυριακές μεταστροφές πολιτικής, με επίκληση συνήθως των οικονομικών δυσκολιών, η αποτελμάτωση βασικών προγραμμάτων από κακή διαπραγμάτευση, διαχείριση και διαφθορά, και η ασυναρτησία πολλές φορές στον προγραμματισμό των εξοπλιστικών δαπανών.

Κλασικά παραδείγματα είναι η προμήθεια του υπερσύγχρονου άρματος Leopard II, αλλά η δεκαετής περίπου καθυστέρηση της προμήθειας των βλημάτων του. Η παραγγελία τεσσάρων υπερσυγχρόνων υποβρυχίων αναερόβιας προώσεως, χωρίς όμως να προωθηθεί παραλλήλως η αναγκαία παραγγελία νέων τορπιλών. Η προμήθεια υπερσυγχρόνων αεροσκαφών F16+, χωρίς την παράλληλη προώθηση, σε συγχρονισμό, του αναγκαίου συστήματος αυτοπροστασίας, που είναι εκ των ων ουκ άνευ για τη μαχητική επιχειρησιακή αξιοποίηση του αεροσκάφους. Το περίεργο είναι ότι η συνεχώς επαναλαμβανόμενη «αμέλεια» αυτή, που ισοδυναμεί, εκ των πραγμάτων, με δολιοφθορά κατά της άμυνας της χώρας, δεν επισύρει καμιά κύρωση.

Η ΧΑΜΕΝΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Είναι προφανές ότι οι τομείς στους οποίους διατίθενται πολύ σημαντικοί πόροι είναι κατ’ εξοχήν εκείνοι που προσφέρονται για εξειδικευμένη βιομηχανική ανάπτυξη. Η εγχώρια παραγωγή όπλων, οπλικών συστημάτων και κάθε είδους πυρομαχικών και βλημάτων είναι σκόπιμη για λόγους οικονομικούς, σχετικής αμυντικής αυτάρκειας και αναπτύξεως της τεχνολογίας και της βιομηχανίας.

Η Ελλάδα προέβαλε επανειλημμένα φιλοδοξίες και σχέδια αναπτύξεως της πολεμικής της βιομηχανίας. Τα αποτελέσματα όμως είναι πενιχρά. Πολύ χειρότερα ακόμη, διακυβεύεται η επιβίωση και της μικρής υπάρχουσας βιομηχανίας. Οι κρατικές εταιρείες προσφέρονται για ξεπούλημα. Η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία, που παρουσίασε, σε μια αρχική περίοδο, θεαματική αναπτυξιακή δυναμική, σήμερα καρκινοβατεί.

Στον ναυτικό τομέα η Ελλάδα, που είναι η μεγαλύτερη ναυτιλιακή χώρα του κόσμου, κινδυνεύει να μείνει χωρίς ουσιαστική ναυπηγική ικανότητα και υποσκελίζεται από την Τουρκία σε κάθε είδους ναυτικές κατασκευές.

Το πρόγραμμα των υποβρυχίων αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα στα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και ο χρόνος αποπερατώσεως και παραδόσεώς τους στο Ναυτικό είναι άγνωστος, χαμένος στην ομίχλη. Το κόστος κατασκευής των υποβρυχίων έχει καταβληθεί κατά 80%. Το Ναυτικό όμως έχει παραλάβει μόνο ένα, αυτό το περιβόητο υποβρύχιο «που έγερνε», το οποίο όμως έχει διορθωθεί και είναι αξιόμαχο.

Με την ευκαιρία αυτή, τίθεται το ερώτημα: Για ποιον λόγο πωλήθηκαν στους Γερμανούς και κατέληξαν σήμερα στον Λιβανέζο επιχειρηματία ιδιοκτήτη τους τα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά; Εφόσον τα ναυπηγεία τροφοδοτούνται και ζουν ουσιαστικά από τις παραγγελίες του Ναυτικού, για ποιον λόγο έπρεπε να πωληθούν στους Γερμανούς;

Εάν προβάλλεται ως επιχείρημα ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός τους, αυτό δεν ισχύει, γιατί είχε ήδη συμφωνηθεί τα τρία από τα τέσσερα υποβρύχια της συμβάσεως να ναυπηγηθούν στον Σκαραμαγκά, γεγονός που επέβαλλε την αναγκαία μεταφορά τεχνολογίας σ’ αυτά.

Η περίπτωση των ναυπηγείων του Σκαραμαγκά είναι κατ’ εξοχήν παράδειγμα της διαφθοράς και της αλλοπρόσαλλης πολιτικής που υπονόμευσε την Ελληνική πολεμική βιομηχανία. Από τη διαφθορά αυτή δεν εξαιρούνται, δυστυχώς, οι ηγεσίες των συντεχνιών των εργαζομένων, που συνέπραξαν στην πώληση των ναυπηγείων αντί να προασπίσουν τον δημόσιο και εθνικό χαρακτήρα τους.

Τα άλλα μεγάλα ναυπηγεία της χώρας, τα ναυπηγεία της Ελευσίνος, βρίσκονται επίσης μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας μετά την εμπλοκή που σημειώθηκε στην ολοκλήρωση του προγράμματος των νέων πυραυλακάτων Super-vita και την αναστολή επ’ αόριστον του προγράμματος των νέων φρεγατών τύπου Fremm.

Το διακύβευμα όμως δεν αφορά μόνο την τύχη των ναυπηγείων και τη ναυπηγική ικανότητα της χώρας. Αφορά παραλλήλως τους ναυτικούς εξοπλισμούς της χώρας και τη ναυτική ισορροπία με την Τουρκία, σε μια περίοδο που η τελευταία επιδίδεται σε πραγματική φρενίτιδα εξοπλισμών και κλιμακώνει τις απειλές και τις προκλήσεις της στο Αιγαίο. Από την άποψη αυτή, είναι ενδεικτικές οι «κρουαζιέρες» των Τουρκικών πολεμικών σ’ όλο το Αιγαίο, μέχρι τις Κυκλάδες, τις ακτές της Εύβοιας και το Σούνιο, σε μια καταφανή προσπάθεια αμφισβητήσεως της Ελληνικότητας του Αιγαίου και προβολής «ίσων» Τουρκικών δικαιωμάτων σε όλο το Αιγαίο.

ΕΞΕΛΙΣΣΕΤΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΑ Η
ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΜΕ ΤΗΝ
ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ
ΟΥΤΕ ΕΠΑΝΑΠΑΥΣΗ ΚΑΙ ΟΛΙΓΩΡΙΑ
ΟΥΤΕ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΙΣ

Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας εξελίσσεται ανησυχητικά σε όλους τους τομείς. Αυτό ισχύει όμως ιδιαίτερα στον αεροναυτικό τομέα, ο οποίος θα κληθεί να σηκώσει το κύριο βάρος στην απευκταία περίπτωση αντιπαραθέσεως με την Τουρκία αλλά και σε ενδεχόμενες Τουρκικές «ειρηνικές» απόπειρες δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων στο Αιγαίο και στην Ελληνική ΑΟΖ.

Από την άποψη αυτή, πρέπει να σημειωθεί ότι η επικέντρωση της Τουρκικής πλευράς στην ΑΟΖ του Καστελλορίζου και γενικότερα οι γεωστρατηγικές εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο την ΑΟΖ και τα υποθαλάσσια ενεργειακά αποθέματα, μεταθέτουν ανατολικότερα τα αναγκαία όρια της αεροπορικής και ναυτικής παρουσίας της Ελλάδος και καθιστούν επιτακτική την ενίσχυση του αεροναυτικού της δυναμικού. Πολύ περισσότερο όταν η Τουρκία υλοποιεί απαρέγκλιτα τα μεγάλα αεροπορικά και ναυτικά της προγράμματα και δημιουργεί με την Ελλάδα χάσμα ισχύος όταν τα αντίστοιχα Ελληνικά παραμένουν καθηλωμένα ή αποτελματωμένα.

Σημειώνουμε ενδεικτικά τη συνεχώς αυξανόμενη δύναμη των Τουρκικών φρεγατών και τη σταθερή πρόοδο στην ανάπτυξη της νέας Τουρκικής φρεγάτας. Η Ελληνική απάντηση, με τη μορφή της Γαλλικής φρεγάτας Fremm, ανεβλήθη επ’ αόριστον, με απόφαση προσφάτως του πρώην υπουργού Πάνου Μπεγλίτη, που επεκαλέσθη οικονομικούς λόγους. Οι οικονομικοί λόγοι είναι σεβαστοί, αλλά πώς αντιμετωπίζεται το αμυντικό πρόβλημα της χώρας και ποιος αναλαμβάνει τις ευθύνες για τις συνέπειες που μπορεί να έχει η οικονομίστικη πολιτική στην άμυνα;

Οι οικονομικοί λόγοι δεν είναι αρκετοί για την παράκαμψη αδηρίτων αμυντικών αναγκών, που είναι καθοριστικής σημασίας για την εθνική ασφάλεια. Η υπεύθυνη πολιτική ηγεσία πρέπει να αναζητεί συνεχώς εναλλακτικούς τρόπους για την αντιμετώπιση των προβλημάτων είτε με εναλλακτικές φθηνότερες επιλογές είτε με τη διαπραγμάτευση μεγαλύτερου χρόνου αποπληρωμής των αναγκαίων εξοπλισμών στο μέλλον.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι η προμήθεια μαχητικού νέας γενιάς, που θα μπορέσει να αντισταθμίσει το αναμενόμενο από το 2015 νέο Τουρκικό μαχητικό, το λεγόμενο «αόρατο» στα ραντάρ, τεχνολογίας Stealth, JSF-35.

Η προσπάθεια μέχρι τώρα της Ελληνικής Αεροπορίας ήταν να αντισταθμίζει την ποσότητα με την ποιότητα. Για πρώτη όμως φορά, ύστερα από 30 χρόνια, διαφαίνεται στον ορίζοντα η απειλή της ποιοτικής ανατροπής επίσης, παράλληλα με την ποσοτική.

Η Ελληνική Αεροπορία διατρέχει τον κίνδυνο να βρεθεί αντιμέτωπη κατά τα επόμενα χρόνια με τριπλάσιο περίπου αριθμό αεροσκαφών πρώτης γραμμής και με αεροσκάφη πιο προηγμένης γενιάς, όπως είναι το Αμερικανικό F-35. Πώς αντιμετωπίζεται αυτό το πρόβλημα και αυτή η απειλή; Πώς αντιμετωπίζονται οι διπλωματικές και εθνικές συνέπειες μιας τέτοιας ανατροπής;

Η Ελλάδα δεν μπορεί να παραμείνει αδρανής επειδή έχει μεγάλα οικονομικά προβλήματα. Τα τελευταία δεν ήταν, άλλωστε, ανταπόφευκτα. Δημιουργήθηκαν από ασύγγνωστες και υποτελείς πολιτικές, παράλληλα με ιδεοληψίες, ερασιτεχνισμούς και άγνοια. Η χώρα πληρώνει γι’ αυτό βαρύτατο κόστος. Δεν πρέπει όμως το κόστος αυτό να πλήξει τα καίρια και τα ζωτικά εθνικά συμφέροντα της χώρας, πέρα από την οικονομία και την κοινωνική δυσπραγία και δυστυχία.

Σε ό,τι αφορά τις χερσαίες δυνάμεις, η αποκάλυψη του Τουρκικού σχεδίου «Σφύρα» («Βαριοπούλα») για εισβολή στον Έβρο έδειξε ότι δεν μπορεί ούτε στον τομέα αυτό να υπάρξει επανάπαυση. Η Τουρκική βιομηχανία έχει εφοδιάσει τον Τουρκικό στρατό με μεγάλο αριθμό πυροβόλων και πυραυλικών συστημάτων κάθε είδους. Η συνεχής επίσης ενίσχυση της Τουρκικής αεροπορίας και του αριθμού των επιθετικών και μεταφορικών ελικοπτέρων, όπως επίσης ο μεγάλος αριθμός Τουρκικών αρμάτων, σχετικά ισοδύναμων προς τα Ελληνικά Leopard II, επιβάλλουν επαγρύπνηση και συνεχή ενίσχυση του Ελληνικού αμυντικού δυναμικού.

Με Αμερικανικές πιέσεις ακυρώθηκε, δυστυχώς, η προμήθεια 450 Ρωσικών τεθωρακισμένων μάχης (ΤΟΜΑ), τύπου ΒΜΡ3, που είναι απαραίτητα και πολύτιμα για τη συνοδεία των αρμάτων. Θα ήταν επίσης ένα σύμβολο και ένα σημαντικό βήμα στην ενίσχυση της αμυντικής και στρατηγικής συνεργασίας με τη Ρωσία, που είναι χρήσιμη και επιβεβλημένη για την Ελλάδα, λόγω της γνωστής Αμερικανικής πολιτικής που προτάσσει την Τουρκία.

Η κατ’ αρχήν συμφωνία για τη δωρεάν παραχώρηση στην Ελλάδα 400 Αμερικανικών αρμάτων τύπου Abrams αναπληρώνει από μια άποψη την απώλεια των Ρωσικών ΤΟΜΑ. Η Ελλάδα όμως έχει ανάγκη, σε κάθε περίπτωση, από ΤΟΜΑ γιατί ο ρόλος τους είναι διαφορετικός και γιατί τα χρησιμοποιούμενα σήμερα «τεθωρακισμένα» μεταφορικά Μ113 είναι απολύτως τρωτά στα σύγχρονα όπλα και δεν παρέχουν επαρκή ασφάλεια.

Με τα δεδομένα αυτά, ο στρατός ξηράς έχει ανάγκη επίσης από σημαντική ενίσχυση σε διάφορους τομείς, ιδιαίτερα σε έξυπνα όπλα και πυρομαχικά, πυραυλικά συστήματα, ειδικές δυνάμεις, εναέρια συστήματα αναγνωρίσεως (UAV), δορυφορική επικοινωνία και ηλεκτρονικό πόλεμο.

Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τα νησιά, η Ελληνική απάντηση στις «κρουαζιέρες» των Τουρκικών πολεμικών στο Αιγαίο πρέπει να είναι η ανάπτυξη, σε επιλεγμένα νησιά, ολοκληρωμένου συστήματος πυραύλων εδάφους – αέρος και εδάφους – θαλάσσης.

Αυτό όμως που πρέπει να επανεξετάσει ταχύτατα η Κυβέρνηση, αυτή τουλάχιστον που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, είναι η διόρθωση του μεγάλου λάθους της άκριτης μειώσεως της θητείας σε 9 μήνες, για λόγους, προφανώς, δημαγωγικούς και ψηφοθηρικούς.

Η Τουρκία, που έχει πληθυσμό 73 εκατ., διατηρεί στρατιωτική θητεία 15 μηνών. Με ποια λογική συρρικνώθηκε αμελέτητα στην Ελλάδα σε 9 μήνες, όταν ο αριθμός των γεννήσεων έχει μειωθεί δραματικά και όταν ο αριθμός των υπηρετούντων δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών, ακόμη και με τη βέλτιστη δυνατή κατανομή και αξιοποίησή τους;

ΓΕΩΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΑΙ ΑΣΥΜΜΕΤΡΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και του Συμφώνου της Βαρσοβίας άλλαξε το τοπίο στα βόρεια σύνορα της χώρας. Η Αλβανία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία είναι χώρες του ΝΑΤΟ. Υποψήφια για ένταξη στο ΝΑΤΟ και σε συνέχεια στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον αυτή υπερβεί τα σημερινά της προβλήματα και μακροημερεύσει με τη διευρυμένη της μορφή, είναι επίσης τα Σκόπια και το Κοσσυφοπέδιο. Για τα τελευταία υπάρχουν τα γνωστά προβλήματα και η Ελλάδα δέχεται πιέσεις για τη «λύση» του θέματος των Σκοπίων και την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου.

Ο νότιος οριζόντιος άξονας των Βαλκανίων, από την Αδριατική ως τη Μαύρη Θάλασσα, έχει ιδιαίτερη σημασία για την αντι-Ρωσική Αμερικανική στρατηγική. Διασφαλίζει έναν εναλλακτικό χερσαίο στρατηγικό διάδρομο μεταξύ των δύο θαλασσών, παράλληλα με τον υδάτινο δρόμο των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου.

Η Ελλάδα πρέπει να επαγρυπνεί για τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζονται τα δικά της εθνικά συμφέροντα, ιδίως στην περιοχή της Θράκης. Υπάρχει επίσης για την Ελλάδα μια άλλη πολύ σημαντική πρόσφατη εξέλιξη. Είναι η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ και η συνακόλουθη αναδιάταξη των γεωστρατηγικών σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με τα θέματα της ΑΟΖ και την ανεύρεση σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου.

Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν συνθήκες στρατηγικής συγκλίσεως συμφερόντων μεταξύ Ελλάδος-Κύπρου και Ισραήλ. Η νέα αυτή παράμετρος πρέπει να αξιοποιηθεί με τόλμη αλλά και προσοχή, λαμβανομένων υπ’ όψιν των σχέσεων με τον Αραβικό κόσμο. Είναι προφανές ότι η σύγκλιση Ελλάδος-Κύπρου και Ισραήλ δεν στρέφεται κατά του Αραβικού κόσμου, αλλά κατά της κοινής τουρκικής απειλής.

Η ανακήρυξη από την Ελλάδα της δικής της ΑΟΖ και η αξιοποίηση των πιθανολογουμένων σημαντικών υποθαλάσσιων ενεργειακών πόρων είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ελληνική εθνική άμυνα.

Η στρατηγική επιδίωξη της Άγκυρας δεν είναι μόνο η συρρίκνωση του Ελληνικού εθνικού χώρου και η υφαρπαγή από την Ελλάδα των σημαντικών στρατηγικών κεφαλαίων που αντιπροσωπεύει από γεωπολιτική άποψη. Είναι επίσης η παρεμπόδιση της Ελλάδος να εκμεταλλευθεί τη δική της ΑΟΖ. Η παρεμβολή της στην εκμετάλλευση της Ελληνικής ΑΟΖ με αξιώσεις «συνεταίρου» ή με προπέτεια αδίστακτου σφετεριστή. Η Ελλάδα, μέσα από μια αξιόπιστη δύναμη αποτροπής, ενεργό διπλωματική δράση και στρατηγικές συμμαχίες, πρέπει να προασπίσει τα ζωτικά εθνικά της συμφέροντα και τον εθνικό της χώρο, ακόμη και κάτω από τις σημερινές δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Η προάσπιση αυτή δεν αναφέρεται μόνο στις γνωστές συμβατικές απειλές. Αναφέρεται επίσης και σε άλλες, ασύμμετρες απειλές, όπως, π.χ., η μαζική λαθρομετανάστευση, απέναντι στην οποία επιδεικνύεται, δυστυχώς, επικίνδυνη αδράνεια και ανοχή.


Σχολιάστε εδώ