Δεν πάμε μπρος – βρισκόμαστε ήδη σε μια Γερμανική Ευρώπη
Η εξάρτηση που έχει επιβάλει αργά αλλά σταθερά στις άλλες χώρες δεν χρειάζεται «μπούργκα», ούτε καν «μαντήλα». Είναι οι εξαρτώμενες χώρες που προσφεύγουν όλο και συχνότερα στη βοήθεια του διευθυντηρίου που έχει στήσει η Γερμανία, με τη συνδρομή της συμπλεγματικής Γαλλίας στον βαθμό που αυτή θέλει να νιώθει μεγάλη, θέλει να νιώθει ότι έχει ρόλο, αν και στην πραγματικότητα δεν έχει. Το σύνδρομο αυτό βολεύει εξαιρετικά τη Γερμανία, που από την πλευρά της δεν θέλει να παρουσιάζεται (ακόμα) ως δυνάστης για να μη θυμίζει έντονα το παρελθόν και τον ρόλο της στην Ευρώπη, την οποία αιματοκύλισε δύο φορές τον προηγούμενο αιώνα με δύο παγκόσμιους πολέμους. Παρουσιάζεται ως μία από τις δύο μεγάλες δυνάμεις της ΕΕ και της Ευρωζώνης που συναποφασίζουν για το μέλλον της ηπείρου ή όσων χωρών έχουν ενταχθεί στο ενιαίο νομισματικό σύστημα και θέλουν να επεκτείνουν αυτήν τους τη συνεργασία και σε άλλους τομείς. Η διαφορά είναι ότι έως τώρα οι χώρες μπορούσαν να επιλέξουν το μέλλον και την παρουσία τους στην ΕΕ, τώρα υποχρεούνται να μείνουν σ’ αυτήν και δεν τους επιτρέπεται ούτε καν να πτωχεύσουν, ούτε καν να επιστρέψουν στα εθνικά τους νομίσματα. Είναι αναγκασμένες να μείνουν εκεί που μπήκαν και να πάνε όπου αποφασίσει το διευθυντήριο. Θα μετάσχουν και στους άλλους τομείς συνεργασίας, αναγκαστικά όμως και όχι με ελεύθερη βούληση. Όχι με επιλογή.
Προφανώς αυτό κανείς δεν το φανταζόταν όταν ξεκινούσε τη σχεδόν ειδυλλιακή πορεία του κοινού νομίσματος. Δεν ξέρουμε βέβαια τι είχε στην πραγματικότητα στο μυαλό του και τι φανταζόταν ο έλληνας τότε πρωθυπουργός Κων. Σημίτης όταν έβαζε την Ελλάδα στο ευρώ με ισοτιμία 340,75 δραχμές ανά ευρώ, όταν ήταν σε όλους τους ειδικούς ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα δεν άντεχε ισοτιμία μεγαλύτερη από 270 δραχμές ανά ευρώ. Και δεν άντεξε. Όπως εξελίσσονται τα πράγματα, οι χώρες της Ευρωζώνης δεν θα έχουν εθνική, αυτόνομη και ανεξάρτητη επιλογή ως προς την πορεία και τον προορισμό τους. Το ευρώ, που ξεκίνησε ως «ένας τρόπος νομισματικής συνεννόησης», μεταβάλλεται σε δυνάστη και ελεγκτή των χωρών. Κυρίως εκείνων που δεν έχουν τους φυσικούς πόρους, την παραγωγή και την εργατική δύναμη να υπάρξουν με -μερική έστω- αυτάρκεια στο διεθνές γίγνεσθαι.
Η Γερμανία οικοδόμησε με τους συνεργάτες της ένα σύστημα πολλαπλής εξάρτησης των χωρών που είδαν να έρχεται ευημερία μέσω του κοινού νομίσματος: Στην πραγματικότητα είδαν το τυρί αλλά όχι και τη φάκα. Η ευημερία ήρθε τα πρώτα χρόνια, έως ότου οι ανάγκες των χωρών αυξήθηκαν πραγματικά, ενώ τα εισοδήματά τους είχαν αυξηθεί εικονικά. Ζούσαν με δανεικά, αλλά δεν το είχαν καταλάβει. Η μόνη που ήξερε τι συνέβαινε και κατηύθυνε τις αγορές εκεί που αποσκοπούσε από την αρχή το σχέδιο, ήταν η γερμανική Κεντρική Τράπεζα με τη βοήθεια εθνικών τραπεζών από μικρότερες, φίλες της Γερμανίας, χώρες. Γύρω στο 2008 φάνηκε ότι ερχόταν κάτι άσχημο. Κάτι σαν κρίση. Οικονομική, νομισματική, κρίση αξιών που μεταδιδόταν από κοινωνία σε κοινωνία. Μόνο η γερμανική κοινωνία έμενε ανεπηρέαστη κι εκείνες οι συγγενικές της που έχουν την πειθαρχία να ζουν μηδενικές ζωές με διαλείμματα αληθινής ζωής ένα εικοσαήμερο ή έναν μήνα κάθε καλοκαίρι. Οι κοινωνίες εκείνες που μπορούν να εργάζονται ανελλιπώς, να αποθηκεύουν και να περιμένουν «στη γωνία» τις άλλες επιπόλαιες κοινωνίες που ξοδεύουν. Κάποια στιγμή είναι βέβαιο πως αυτές οι τελευταίες «θα βρεθούν στην ανάγκη». Και τότε ο δανεισμός, η βοήθεια των γοτθικών κοινωνιών προς αυτές θα είναι σε άμεση συνάρτηση με την υποθήκευση του μέλλοντος των χωρών που βρέθηκαν στην ανάγκη. Οι κοινωνίες μυρμηγκιών δεν θα αρκεστούν σε υψηλά επιτόκια, σε χορήγηση τοκογλυφικών δανείων που ποτέ οι δανειοδοτούμενες χώρες δεν θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν. Θα απαιτήσουν, και ίσως πάρουν, μέρος μικρό ή μεγάλο της εθνικής κυριαρχίας των χωρών αυτών, όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Είναι παράξενο που οι υπό άλωση χώρες δεν αντιδρούν όσο υπάρχει χρόνος. Ίσως γιατί κανείς δεν θέλει να πιστέψει πόσο σοβαρή είναι η απειλή της αναπτυσσόμενης αναγεννημένης Γερμανίας. Όπως λίγο πριν από το 1940 οι πρωθυπουργοί Αγγλίας και Γαλλίας (και άλλοι ηγέτες ανά την Ευρώπη) δεν πίστευαν ότι η Γερμανία θα εξαπολύσει επίθεση εναντίον όλων με στόχο την άλωση όλων. Με μια μικρή διαφορά, ότι σήμερα δεν χρειάζονται στρατοί, όπλα και αίμα. Η δουλειά γίνεται και αλλιώς. Και ίσως μάλιστα πιο αποτελεσματικά…
Καλά Χριστούγεννα!