Έναρθρες και άναρθρες κραυγές διαχρονικών προβληματισμών
Με αφορμή τα αυριανά Χριστούγεννα –Χριστούγεννα στερήσεων, κατάθλιψης και οργής των πλείστων Ελλήνων– θα αποφύγω την επικαιρότητα που μας μαυρίζει την καρδιά και μας θολώνει το μυαλό με σωρηδόν νέα μέτρα και κατά κανόνα δυσάρεστες ειδήσεις. Θα αναζητήσω καταφύγιο στο απώτατο και το απώτερο παρελθόν, και μάλιστα όχι μόνο το δικό μας, αλλά σε οικουμενικό, σε πλανητικό επίπεδο. Θα προτάξω μία, κατά τη γνώμη μου, καίρια υπόδειξη. Ο Κικέρων, ο μεγαλύτερος και συναρπαστικότερος ρήτορας της αρχαίας Ρώμης, είχε πει: «Ει (εάν) οι θεοί διαλέγονται, τη των Ελλήνων γλώττη χρώνται». Παρέθεσα αυτήν τη ρήση επειδή καταστρέφουμε μόνοι μας τη μοναδική και ΠΛΟΥΣΙΟΤΑΤΗ γλώσσα μας. Και αυτό όχι από αγραμματοσύνη και επιπολαιότητα ορισμένων, αλλά κυρίως από τα μιάσματα της νέας τάξης πραγμάτων που μας πλάσαραν τα γκρεκοαγγλικά, τα ΑΠΕΧΘΕΣΤΑΤΑ greeklish, και εμείς τα υιοθετήσαμε άκριτα και δουλοφρόνως.
«Το της πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσιν». Το απόφθεγμα αυτό του Ισοκράτη –περιέχεται στην προς Νικοκλέα αγόρευσή του– ισχύει και σήμερα κατά κεραία και εξηγεί με ενάργεια την πασίδηλη καταβαράθρωση «του της πόλεως ήθους». Με την ουσιαστική όμως διαφορά ότι εκείνοι που άρχουν σήμερα ΔΕΝ είναι οι πολιτικοί. Οι οποίοι αποτελούν την προβεβλημένη αλλά συγκαλύπτουσα εμπροσθοφυλακή και το ακλόνητο συνάμα άλλοθι για τους πραγματικά –και καταλυτικά– ρυθμίζοντες τις τύχες των ανθρώπων, δηλαδή ΤΙΣ ΑΔΗΦΑΓΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΝΑΛΓΗΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΟΥΣ. Αυτές και αυτοί καταστρέφουν ανθρώπους και ΦΥΣΗ. Τουτέστιν μεσοπρόθεσμα τον πλανήτη μας στο σύνολό του.
Από τον Ηράκλειτο και τον Παρμενίδη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τους σοφιστές, τον Αυγουστίνο και τον Θωμά τον Ακινάτο έως τον Μακιαβέλι, τον Μόρους και τους ουτοπιστές, τον Χομπς με τον ολοκληρωτισμό του «Λεβιάθαν» του, τον Τζον Λοκ, τον Τζιοβάνι Μπατίστα Βίκο με τη «Νέα επιστήμη» του, τον Ρουσώ και τους εξαίρετους γάλλους κοινωνιστές, τον μέγα δάσκαλο της ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ μετά τον Σωκράτη, Έγελο, και τους αντίποδές του Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Τρότσκυ, τους φαιούς ψευδοθεωρητικούς από την άλλη μεριά Μουσολίνι και Χίτλερ, τον προηγηθέντα κατά μερικά χρόνια Μπακούνιν και τη μεθοδική επεξεργασία του αναρχισμού μαζί με τους ομογάλακτούς του, καθώς και τον εμπνευστή της θεωρίας των ελίτ Παρέτο.
Από τον 5ο π.Χ. αιώνα μέχρι αρκετά πρόσφατα –η επιλεγείσα ονοματολογία έχει μεγάλα κενά, είναι όμως χαρακτηριστική– η πολιτική ως πρακτική ενάσκηση και θεωρητική ενασχόληση, με σταθερούς στόχους και επίκεντρο τον άνθρωπο, είχε την ΠΡΩΤΟΚΑΘΕΔΡΙΑ στην οργάνωση και τη λειτουργία των κρατικών οντοτήτων, στη μορφοποίηση και τον έλεγχο των κοινωνιών και στην καθυπόταξη ή χειραφέτηση των μαζών. Οι ανασχέσεις, οι οπισθοδρομήσεις, οι αποτυχημένοι πειραματισμοί και οι ποικίλες θεωρητικές έριδες δεν στάθηκαν εμπόδιο σε μια πορεία εξελικτική με αντικείμενο, ρητό ή άρρητο, τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής του ανθρώπου.
Ακολούθησε όμως ένα αιφνίδιο ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΑΛΜΑ. Το οποίο άλλαξε ριζικά και ραγδαία τη ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Η πόλις-κράτος είναι απώτατο παρελθόν και τα σύγχρονα κράτη, με τις διαπλοκές και τις αντιθέσεις τους, λειτουργούν ως αναπόσπαστα ΥΠΟΣΥΝΟΛΑ του «Παγκόσμιου Χωριού» της οικουμένης, από το οποίο εξαρτώνται απόλυτα, αν δεν βρίσκονται ήδη στο έλεός του. Η αγροτική κοινωνία στις πλείστες χώρες της Ευρώπης υφίσταται περίπου ως ειδυλλιακή ονειροφαντασία και η βιομηχανική επανάσταση του προπερασμένου αιώνα αποδυναμώνεται αισθητά. Η νέα κοινωνία της πληροφορικής και των μίντια καταβροχθίζει σιγά σιγά τα πάντα και πρώτα απʼ όλα τις ανθρώπινες σχέσεις, υποκαθιστώντας τες με την πλασματική φενάκη τηλεοπτικών εικόνων. (Το δεύτερο ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΑΛΜΑ είναι η καταστροφική παγκοσμιοποίηση που βιώνουμε σήμερα και που εξοντώνει ανθρώπινες υπάρξεις, καθώς η πολιτική έχει μετατραπεί σε θεραπαινίδα και τροφό αβυσσαλέων συμφερόντων.)
Δεν είναι κανείς οπαδός του δογματικού μαρξισμού όταν αισθάνεται την ανάγκη να βροντοφωνάξει ότι συντελείται, αργά αλλά σταθερά, μια ανακύκλωση του ιστορικού προτσές και ότι θα έρθει η στιγμή που θα βρεθούμε πάλι στο σημείο του ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΥ ανθρώπου. Του ανθρώπου, δηλαδή, με μοναδικό του μέλημα την επιβίωσή του…
Η φιλοσοφία ως νοησιαρχική ενασχόληση και η πολιτική ως βουλησιοκρατική δραστηριότητα δεν κατόρθωσαν ποτέ στο διάβα της Ιστορίας να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και συνθετικά, παρά τις εκατέρωθεν σημαντικές προσπάθειες διαπρεπών φιλοσόφων, φωτισμένων πολιτικών ηγετών και προσωπικοτήτων που συνδύαζαν τη φιλοσοφική και κοινωνιολογική γνώση με έμπρακτη πολιτική εμπειρία. Οι περιπτώσεις, ωστόσο, αυτές υπήρξαν μεμονωμένες, επισφραγίζοντας το εγγενές και δραματικό πλήγμα κατά της ανθρωπότητας.
Με αυτά τα δεδομένα, επιβάλλεται να ασκηθεί πολιτική όχι υπέρ του ανθρώπου ως αφηρημένης οντότητας με συγκεκριμένη ατομική ψυχοδιανοητική υφή, αλλά υπέρ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΤΗΝ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ, με ιδιαίτερη μάλιστα έμφαση στην εξισορροπητική προστασία των χωρίς δική τους υπαιτιότητα αδικημένων και αναξιοπαθούντων. Μοναδική προϋπόθεση για την επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής είναι να κοπεί μια κι έξω ο ομφάλιος λώρος που τη συνδέει με το… ανθρωποφαγικό ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ και τις εκβιαστικά τοκογλυφικές αγορές. Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Καταλήγω με την ακόλουθη πρόταση: Να συνδυάσουμε το κυρίαρχο και νηφάλιο έμβλημα της φιλοσοφίας: cogito ergo sum, σκέπτομαι άρα υπάρχω, με το επιτακτικό αίτημα των καιρών που θα μπορούσε να συνοψιστεί στην απόφανση: resisto ergo sum, αντιστέκομαι άρα υπάρχω, ή και στην προτρεπτικότερη διατύπωση: resisto ut sim, αντιστέκομαι για να υπάρχω.