Ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΛΙΒΑΔΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ «ΧΟΛΙΓΟΥΝΤΙΑΝΟΥ» ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 ασχολούμαι αποκλειστικά με τον κινηματογράφο. Μέχρι το καλοκαίρι του 1969, όταν εμφανίστηκε ο θεατρικός επιχειρηματίας Βαγγέλης Λιβαδάς και μου ζήτησε ένα θεατρικό έργο που θα το ανέβαζε τον επόμενο χειμώνα στο θέατρο «Αμιράλ», ύστερα από μια σειρά όχι και τόσο επιτυχημένων παραγωγών με στενόχωρες συνέπειες. Γι’ αυτήν την κατάστασή του θα πρέπει να πούμε ότι περισσότερο έφταιγε η φιλοδοξία του για μεγαλεπήβολες παραγωγές, όπως απέδειξε και η θεατρική του δραστηριότητα που ακολούθησε, ανεξάρτητα από το αν το ανάλογο εισπρακτικό αποτέλεσμα δεν ήταν τότε το αναμενόμενο, χωρίς να παραλείπουμε το αναμφισβήτητο πάθος του για το θέατρο.
Τι έφερε τότε τον Βαγγέλη Λιβαδά σε μένα; Δεν μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Ίσως γιατί το κινηματογραφικό μου όνομα κυκλοφορούσε πολύ, ίσως γιατί μια προηγούμενη γνωριμία μας του είχε εμπνεύσει εμπιστοσύνη, αλλά δεν αποκλείεται και η άρνηση άλλων θεατρικών συγγραφέων να ρισκάρουν ένα έργο στο αμφίβολης αποδοτικότητας «Αμιράλ» να τον οδήγησαν σ’ αυτή τη λύση.
Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι η πρόταση του Λιβαδά με άφησε ασυγκίνητο, αλλά ήθελα να αποφύγω και το ρίσκο μιας πολύ πιθανής αποτυχίας. Τότε σκέφτηκα τον Θανάση Βέγγο, χωρίς να είμαι καθόλου βέβαιος αν θα δεχόταν τη θεατρική του αποστασία από την κινηματογραφική παράταξη, όπου σημείωνε επιτυχίες παρά τα οικονομικά του ναυάγια. Τον πρότεινα στον Λιβαδά και η αντίδρασή του ήταν αστραπιαία.
«Ναι», μου είπε, «τον θέλω τον Βέγγο!» και με ξεκάθαρη δήλωση του Βέγγου στον Λιβαδά:
«Βαγγέλη, υπογράφω μόνο και μόνο επειδή είναι στη μέση ο Γιώργος!».
«Είσαστε οι βασιλιάδες μου», ήταν η απάντηση του παραγωγού μας, που συνήθιζε και στις επαγγελματικές του αβροφροσύνες να μεταφέρει τις πολιτικές του προτιμήσεις. Θα πρέπει να τονίσω ότι ο Λιβαδάς είχε μια μοναδική ικανότητα: όταν σε χρειαζόταν να σε στολίζει με τόσα κοσμητικά επίθετα, ώστε να νομίζεις κάποια στιγμή ότι είσαι ένας καινούργιος Μολιέρος ή η μετεμψύχωση του Αριστοφάνη. Όταν πάλι δεν σε χρειαζόταν ξεχνούσε ακόμα και να σου πει καλημέρα.
Ιδιαίτερα τιμητική, λοιπόν, η δήλωση του Θανάση για τη συνεργασία του με το «Αμιράλ», με την προσωπική μου μεσολάβηση, αλλά και πολύ βαριά η ευθύνη μου για έναν πολύ απλό λόγο:
Όλα καλά, αλλά το έργο δεν υπήρχε. Ξεκινούσαμε για τον πόλεμο χωρίς σφαίρες και χωρίς όπλα. Ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια.
Και βρισκόμασταν στον Ιούλιο. Θα έπρεπε, επομένως, λίγο αργότερα να αρχίσουν οι προετοιμασίες και κάποια στιγμή και οι πρόβες. Και το πιο σπουδαίο απ’ όλα: δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσουμε την αποτυχία, για έναν Βέγγο οικονομικά εξοντωμένο, στα όρια τότε της παραφροσύνης.
Εκείνο το βράδυ των «κρίσιμων αποφάσεων» κατέβαινα τη λεωφόρο Συγγρού για μια ανάσα μέσα στο καλοκαιρινό καμίνι, όταν για μια στιγμή, περνώντας από το παλιό λούνα παρκ «Ροντέο», για όσους το θυμούνται, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό μου:
Ένα λούνα παρκ… Γιατί όχι; Ένας άλλος χώρος, που με μια έξυπνη σκηνογραφική φαντασία θα μπορούσε να εξουδετερώσει τη σκηνική ασφυξία του «Αμιράλ», δίνοντας συγχρόνως και στον Θανάση τη δυνατότητα να κινηθεί πιο άνετα, πιο «βεγγέικα».
Ο Τρελός του Λούνα Παρκ είχε βρεθεί… έκθετος στο αριστερό πεζοδρόμιο της λεωφόρου Συγγρού στις δώδεκα παρά ένα λεπτό. Και η εντολή δεν επιστράφηκε.
Απομονώθηκα για δέκα μέρες στον Πόρο ετοιμάζοντας το πρώτο μέρος του έργου και με τη διάθεση ενός διαφορετικού αέρα, έξω από γνώριμες συνταγές, χωρίς αυλαία, με εκτεταμένη δράση πέρα από το περιχαρακωμένο σκηνικό περιθώριο, κάτι που από τότε πολλοί το μιμήθηκαν -χωρίς να θέλω να ισχυριστώ ότι ανακάλυψα την πυρίτιδα-, αλλά και με μια παράλογη πολλές φορές σύμβαση χώρου και χρόνου, όπως και με κάποιες μεταφορές κινηματογραφικότητας στην αφήγηση της ιστορίας του Θανάση στα όρια του «τραγικού κλόουν», όπως τον χαρακτήρισε η Έλλη Λαμπέτη όταν είδε την παράσταση.
Όταν έφτασα στο τέλος του πρώτου μέρους, ήμουν απελπισμένος, σε σημείο που δεν είχα το κουράγιο να το διαβάσω.
Έβλεπα τη στοίβα με τις δακτυλογραφημένες σελίδες και δεν ήθελα ούτε να τις αγγίξω, σχεδόν τις μισούσα, επειδή ήμουν βέβαιος ότι είχα μαγειρέψει μια σκέτη βραστή πατάτα κατάλληλη μόνο για δίαιτα κλινικής.
Εντελώς τυχαία είχε κατέβει εκείνη τη μέρα στον Πόρο οικογενειακώς ο Κώστας ο Καραγιάννης για να τους φιλοξενήσουμε και για να κάνω μερικές διορθώσεις σε κάποιο δικό μου σενάριο που γύριζε εκείνη την εποχή.
Φανατικός οπαδός του καταναλωτικού κινηματογράφου, ο Καραγιάννης ήταν ό,τι χρειαζόμουν εκείνη την ώρα για να δοκιμάσω την πρώτη «κρυάδα», βέβαιος ότι θα μου έλεγε «σκίσ’ το και γράψε κάτι που να πιάνει τον κόσμο», με την αφοπλιστική του ειλικρίνεια, που πάντα την εκτιμούσα.
Εκείνη τη μέρα χρειάστηκαν όχι ένα, αλλά πολλά τσιγάρα, ίσως γιατί έπρεπε πολλές φορές να ξαναγυρίσει σε σελίδες που είχε διαβάσει και ύστερα πάλι να συνεχίσει. Στο τέλος έστριψε την αρειμάνια μουστάκα του και γράφω την απάντησή μου όπως ακριβώς μου την είπε:
«Λοιπόν, κοίτα να δεις, αν αυτό το έργο δεν γίνει σταθμός στο ελληνικό θέατρο, εγώ θα καθίσω να με πηδήξεις…».
Δεν αρκούσε όμως η καλή κριτική του Καραγιάννη. Έπρεπε να δούμε τι θα έλεγαν και εκείνοι που θα το έπαιζαν. Ύστερα από δύο μέρες, όταν μαζευτήκαμε στο σπίτι του Λιβαδά για να το διαβάσουμε, συνέβησαν τα ακόλουθα:
Ο Λιβαδάς συννέφιασε. Μόνο που άκουγε ότι θα έπρεπε να του γκρεμίσουμε τη σκηνή για να φτιάξουμε ένα λούνα παρκ, τον ενόχλησε αμέσως το έλκος του, γνωστό σε όλους καταφύγιο όταν ήθελε να κερδίσει χρόνο και έδαφος.
Ο Θανάσης με κοίταξε με εκείνο το ανθρώπινο βλέμμα του, που λίγοι νομίζω ότι γνωρίζουν τη σημασία του, και μου είπε:
«Εντάξει, μόνο που θέλω δύο χρόνια πρόβα για να μπορέσω να το παίξω σωστά».
Και η Σμαρούλα Γιούλη, που συνήθως είχε και την τελευταία λέξη (νομίζω και την πρώτη) στις θεατρικές εξορμήσεις του Λιβαδά και θα πρέπει να της αναγνωρίσω ένα θεατρικό μεράκι και μια απαράμιλλη ευσυνειδησία για τη δουλειά της που σπάνια τη συναντάς, φρόντισε αμέσως να καθησυχάσει τις ανησυχίες του παραγωγού συζύγου της:
«Κοίτα να δεις, Βαγγέλη μου», του είπε. «Είναι το κάτι άλλο. Θα το καταλάβεις σιγά σιγά».
Και η αλήθεια είναι ότι ο Λιβαδάς το κατάλαβε σιγά σιγά, ενώ η οικονομική του ανόρθωση χάρη στον «Τρελό του λούνα παρκ» του ήρθε γρήγορα γρήγορα, φτιάχνοντάς του και τον τίτλο του «βαρόνου»!
Βαγγέλη Λιβαδά, θα σε θυμάμαι πάντα και θα τιμώ τη μνήμη σου, γιατί μαζί σου πέρασα τις ωραιότερες μέρες θεάτρου στη ζωή μου.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ