Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Και το χειρότερο, μεταβάλλονταν οι αναμνήσεις του σε «φονικό όπλο» και επετίθετο επί δικαίων και αδίκων έτσι και έβρισκε κάποιον μπόσικο ακροατή. Άρχιζε τότε μια ακατάσχετη λογοδιάρροια, περιγράφοντας ακαταλαβίστικα στον νεώτερό του πράματα.
Το παρελθόν -βλέπεις- το θεωρούσε απόλυτη ιδιοκτησία του και δεν επέτρεπε σε κανέναν να έχει άποψη επ’ αυτού. Και αν ποτέ κάποιος θρασύς αποτολμούσε να ξεστομίσει μια κουβέντα για κάτι παλιό, ο παππούς τον διέκοπτε βιαίως με τις λέξεις: «Εγώ να σου πω…» και άρχιζε την αγόρευση. Και εντάξει. Μερικές παρεμβάσεις του είχανε πλάκα και νοσταλγία. Όταν π.χ. άκουγε να λένε πως θα πάνε στο σουπερμάρκετ να ψωνίσουν, πεταγότανε και άρχιζε να τους μιλάει για το «εδωδιμοπωλείο του Σταμάτη στη Σταδίου, δίπλα στου Στρογγυλού». Άρχιζε τις περιγραφές και δεν σταματούσε. Μέχρι και στον οικογενειακό τους γιατρό, που πήγαν να τον εξετάσει, αντί να πει για τις ενοχλήσεις του, έφερε την κουβέντα στην Κλινική Σμπαρούνη. Έτσι, όταν -μέρες που είναι- άκουσε να συζητούν για τις χριστουγεννιάτικες προετοιμασίες, έστησε αυτί και περίμενε να του δοθεί η ευκαιρία να παρέμβει. Άκουγε να μιλούνε για ξεπόρτισμα και να περάσουν τις γιορτές σε κάποιο… resort, όπως έλεγε η νύφη του η Αλίκη, ή να γιορτάσουνε παραδοσιακά στο σπίτι, όπως πρότεινε η κουμπάρα τους η Λουκία, να στολίσουνε το ρετιρέ τους με λαμπιόνια που θα παίζουν το « jingle bell» και να κάνουν ένα λουκούλλειο γεύμα με εκείνη τη συνταγή που είδαν στην τηλεόραση. Η συμπεθέρα, η κυρία Μαργαρίτα, είχε τους ενδοιασμούς της πάνω στο μενού της εκπομπής που είχε θέμα «Χριστούγεννα στο σπίτι», θεωρώντας υπερβολικό το τσιγάρισμα φτερών ερωδιού με σβήσιμο σουμάδας και γαρνίρισμα κομπόστα φραγκοστάφυλου, που πρότεινε ο παρουσιαστής… Ο πάντα άσχετος Παυλάκης μπήκε στη συζήτηση και, με την ασχετοσύνη που τον έδερνε, διερωτήθηκε γιατί δεν μαγειρεύουν συναγρίδα μαγιονέζα. Πρόσθεσε μάλιστα πως την αποθύμησε, γιατί έχουνε να φάνε ψάρι από την κηδεία του θείου Αρίστιππου. Τον κοίταξαν αγριεμένες οι γυναίκες, του πέταξαν ένα απαξιωτικό τς, τς, τς, αλλά εκείνος, που ούτε κατάλαβε τίποτα, ξερογλείφτηκε στη θύμηση του ψαριού και συμπλήρωσε: «Πολύ ωραία ήτανε…». Πέσανε επάνω του, τον είπανε γρουσούζη και του υπενθύμισε νευριασμένα η γυναίκα του, η Φιφή, πως δεν τρώνε ψαρικά τα Χριστούγεννα. Τότε επενέβη ο παππούς, που τόση ώρα άκουγε τις συζητήσεις τους και έβραζε. Ξερόβηξε και είπε: «Κολοκύθια στο πατερό… Νομίζετε πως τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία για να πάρετε τα βουνά και τα λαγκάδια, να στολίσετε τις βεράντες με φωτεινούς τάρανδους και έλκηθρα και να περιδρομιάσετε με κανένα εμετικό παρασκεύασμα που αυτός που σας το προτείνει από το χαζοκούτι, αν το μαγείρευε σπίτι του, θα έτρωγε από τη γυναίκα του τον τέντζερη στο κεφάλι; Εγώ να σας πω τι σήμαινε άλλοτε Χριστούγεννα… Δεν ήταν μια απλή γιορτή. Ήταν μια συνεχής εορταστική διαδικασία που άρχιζε από το πρώτο δεκαήμερο του Δεκέμβρη. Τότε φτάνανε ξεψυχισμένες στην πρωτεύουσα οι γαλοπούλες, που τις φέρνανε ποδαράτες από τα χωριά της Θεσσαλίας, και αράζοντάς τες σε κάποιο οικόπεδο, τις πούλαγαν ζωντανές στους μερακλήδες. Πολλά σπίτια τότε, όπως παίρνανε το Πάσχα ζωντανό αρνί, έτσι αγόραζαν και ζωντανό γαλόπουλο, του κάνανε υπερσιτισμό για να παχύνει και το σφάζανε την προπαραμονή. Και ενώ το παιχνιδιάρικο αρνάκι το ταΐζανε, το αγαπούσανε και γινόταν θρήνος και οδυρμός μόλις έκανε την εμφάνισή του το χασαπομάχαιρο, αντιθέτως με τον διάνο, που τον λέγανε και κούρκο, δεν αναπτύσσανε… κοινωνικές σχέσεις. Περιφερόταν η γαλοπούλα στην αυλή, έκανε ”γλου-γλου” και ήταν τόσο ηλίθια, που μπορεί να έριχνε παπάδες βροχή, αυτή καθόταν και βρεχόταν. Μισό μέτρο παραεκεί υπήρχε στεγασμένος χώρος να πάει να κουρνιάσει. Τίποτα. Ακούνητη, με κατεβασμένο το κεφάλι, έπεφτε κατακλυσμός επάνω της, τρέχανε τα νερά από τα φτερά της σαν υδρορροή, αλλά δεν της έκοβε να πάει να αράξει στα στεγνά. Έτσι δεν προκαλούσε την παραμικρή συγκίνηση ή άφιξη του ”δήμιου” με τα καλά ακονισμένα σύνεργά του. Εκτός όμως από τα γαλιά, ένα άλλο σημάδι πως τα Χριστούγεννα βρίσκονταν ”επί θύραις” ήταν η ”αστυνομική διάταξις” που απαγόρευε την κοπή, μεταφορά και πώληση ”δένδρων ή κλάδων ελάτης” με την απειλή να παραπεμφθούν στο αυτόφωρο οι παραβάτες. Την ίδια ακριβώς στιγμή, οι δήμαρχοι έδιναν άδειες και ενοικίαζαν χώρους όπου θα… πουλιούνταν τα έλατα. Στοιβάζονταν σε πάρκα, πεζοδρόμια, πλατείες και σε διάφορα άλλα ανοίγματα, σωροί τα φρεσκοκομμένα δενδρύλλια που έσπευδαν να αγοράσουν οι πιστοί του στολισμένου μπροστά στο παράθυρο δένδρου. Και αν κάποιος αστυφύλακας στην περιπολία του επενέβαινε σε πωλητή, ήταν για να ελέγξει εάν διαθέτει άδεια του δήμου να πουλά τον από την αστυνομία… ”απαγορευμένο καρπό!” Τότες, δεν υπήρχαν όπως τώρα, τα ηλεκτρικά λαμπιόνια που κάνουν μια σειρά φωτεινές πιρουέτες. Καθώς όμως απαιτούσε το έθιμο, έβαζαν στο δένδρο κεριά που στήριζαν με ένα ειδικό τσιμπίδι χωρίς και να τα ανάβουν, για να μη γίνουνε παρανάλωμα του πυρός. Θυμάμαι είπε ο παππούς, μια φορά που μικρός έβαλα τα κλάματα επειδή ήθελα να ανάψουν τα κεράκια και οι δικοί μου αρνιούνταν, φοβούμενοι το μπουρλότο. Κλάμα εγώ, ανένδοτοι εκείνοι, προσπάθησαν να με εξαγοράσουν με… πασατέμπο και αράπικα φιστίκια, τα “φουλ σουντάν” όπως τα έλεγε ο θείος Γιάννης ο αιγυπτιώτης, μα στο τέλος η γιαγιά λύγισε, έγινε ρήγμα και βρέθηκε η χρυσή τομή. Άναψαν με σπίρτο τα κεριά και τα άφησαν μισό λεπτά αναμμένα “για να χαρεί το παιδί…”, ενώ σε ετοιμότητα στέκονταν όλοι γύρω από το έλατο κρατώντας κουβέρτες, για να επέμβουν εάν λαμπάδιαζε. Όταν έσβησαν τα κεριά και τα πνεύματα ηρέμισαν, παρενέβη ο πατέρας λέγοντας “αυτά κάνετε και τον χαλάτε…” Το τρίτο και το πιο σημαντικό στην εορταστική ατμόσφαιρα του δωδεκαήμερου, ήσαν οι πάγκοι με τα παιχνίδια που έστηναν γύρω στις 20 του Δεκέμβρη στην οδό Αιόλου, μεταμορφώνοντάς τη σʼ έναν επίγειο παράδεισο.
Τις ένιωθαν και τις χαίρονταν οι άνθρωποι τότε τις γιορτές. Ειδικά τα Χριστούγεννα, μια καθαρά οικογενειακή και σπιτική εορτή, με τη θαλπωρή της σόμπας που αυτές τις μέρες άναβε, με το στόλισμα του σπιτιού που μοσχομύριζε απʼ τα γλυκά τα απλωμένα στον μπουφέ κι ακόμα με την προσμονή του πιτσιρικά για τον μποναμά και της κοπελιάς με τι κομπίνες θα έκανε, για να βρεθεί λιγάκι στα μουλωχτά με τον καλό της. Της κοπελιάς που θα άκουγε την ίδια ευχή, που θα πούμε και εμείς εφέτος στην «τρόικα»:
«Άντε, και του χρόνου σπίτι σας»…