ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΩΝ 26
Κατά τρίτο λόγο, η εξάρτηση της Ευρώπης από ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, πάνω στο οποίο δεν μπορεί να ασκήσει έλεγχο, κατά αυτόνομο τρόπο, γεγονός που την καθιστά όμηρο των περιβόητων αγορών.
Η απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, που συνετελέσθη σταδιακά, στο πλαίσιο ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών και, σε συνέχεια, της παγκοσμιοποίησης, κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, επιδείνωσε περαιτέρω τον επικίνδυνο χαρακτήρα του, την εξάρτηση της Ευρώπης και την έκθεσή της στην κερδοσκοπική ασυδοσία των διεθνών αγορών.
Σ’ αυτό συνέβαλε, προφανώς, καθοριστικά η αποδοχή από την Ευρώπη, στο πλαίσιο των βασικών αρχών της κοινής αγοράς, της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού, που μετεξελίχθηκε, από τη δεκαετία του ’90, σε ταύτιση με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης.
Η πολιτική της παγκοσμιοποίησης φέρνει σε αντίθεση τις λογικές και τις ανάγκες που προσδιορίζουν μια περιφερειακή αγορά, όπως είναι η Ευρωπαϊκή, με τις λογικές και τις ανάγκες που απαιτεί η πολιτική της δημιουργίας μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς. Η αντίθεση αυτή εκπορεύεται κυρίως από το άνισο επίπεδο αναπτύξεως και ζωής των διαφόρων χωρών και περιοχών του κόσμου.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, π.χ., ακολούθησε συστηματικά, κατά τη διαδικασία διευρύνσεώς της, πολιτικές εναρμονίσεως και προενταξιακής προετοιμασίας, με στόχο να διασφαλίσει τους ελάχιστους κοινούς παρονομαστές που είναι απαραίτητοι για τη λειτουργία μιας κοινής αγοράς. Οι διαδικασίες αυτές χαλάρωσαν μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενώσεως. Υπερίσχυσε τότε ως γεωπολιτική προτεραιότητα η διεύρυνση αντί η εμβάθυνση.
Στόχος ήταν να ενταχθούν γρήγορα στους λεγόμενους Ευρω-Ατλαντικούς θεσμούς (ΝΑΤΟ και Ευρωπαϊκή Ένωση) οι χώρες που είτε ανεξαρτητοποιήθηκαν από την πρώην Σοβιετική Ένωση είτε αποδεσμεύθηκαν από τη Ρωσική επιρροή μετά τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Η απότομη μεγάλη διεύρυνση, στην οποία, ευτυχώς, περιελήφθη και η Κύπρος, είχε ως αποτέλεσμα μια μεγαλύτερη εσωτερική διαφοροποίηση σε σχέση με τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες αλλά και τις πολιτικές ισορροπίες. Η Ευρώπη έγινε λιγότερο συνεκτική, περισσότερο Ατλαντική και πρόσφορη σε μεγαλύτερη Γερμανική οικονομική επιρροή. Οι συνέπειες όμως των εξελίξεων αυτών ήταν πολύ μικρότερες σε σχέση με αυτές που έφερε, στη συνέχεια, η πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία ανέκοψε ουσιαστικά και ανέστειλε την εσωτερική δυναμική συγκλίσεως και συνοχής που αναπτύσσεται σε μια κοινή αγορά και ενισχύεται ως κοινός Ευρωπαϊκός πολιτικός στόχος.
Πώς είναι δυνατόν, από τη μια, να θέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια και να προσπαθεί, με σκληρές και πολύχρονες διαπραγματεύσεις, να εναρμονίσει τις πολιτικές των υποψηφίων για ένταξη χωρών με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και την Ευρωπαϊκή κοινή αγορά και, από την άλλη, να προάγει πολιτική ενιαίας, παγκόσμιας αγοράς, που συγχέει τον εσωτερικό ενδοευρωπαϊκό με τον διεθνή ανταγωνισμό;
Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Είναι δυνατόν, κατά δεύτερο λόγο, να προωθηθούν εσωτερικά η αλληλεγγύη και οι κοινές αναπτυξιακές και συνεργατικές πολιτικές υπό συνθήκες παγκοσμιοποιημένης αγοράς, ανοικτών συνόρων προς κάθε κατεύθυνση και αμαλγάματος μεταξύ ενδοευρωπαϊκού και διεθνούς ανταγωνισμού;
Πολύ περισσότερο, είναι δυνατόν να προωθηθούν οι παραπάνω πολιτικές υπό τις συνθήκες της συστημικής εκτροπής του σημερινού καπιταλιστικού συστήματος, που θέτει σε πρώτη μοίρα όχι την παραγωγή, αλλά την απεριόριστη και βραχυπρόθεσμη χρηματιστική κερδοσκοπία; Η απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος έστρωσε, άλλωστε, το χαλί προς την κατεύθυνση αυτή. Ακόμη και η μεγάλη διεθνής κρίση του 2008, που έφερε ολόκληρο τον κόσμο μπροστά στο φάσμα μια ανυπολόγιστης οικονομικής καταστροφής, δεν απεδείχθη αρκετή για να γίνει αφετηρία μιας επανορθώσεως και επαναφοράς των πραγμάτων, από τις πολιτικές ηγεσίες, σε μια στοιχειώδη λογική.
Οι αγορές, υπό τις συνθήκες αυτές, αναδεικνύονται υπέρτερες της πολιτικής εξουσίας των κρατών και η αποδοχή από τα τελευταία ως αρχής της παγκοσμιοποιημένης νεοφιλελεύθερης αγοράς τα καθιστά ομήρους και τα εμποδίζει να λάβουν δραστικά μέτρα, με αφετηρία το δημόσιο συμφέρον. Αντιθέτως, παρουσιάζεται ως δημόσιο συμφέρον ο κατευνασμός, η σταθερότητα και η εμπιστοσύνη των αγορών.
Αυτό θα ήταν λογικό και αποδεκτό υπό το καθεστώς ενός οικονομικού συστήματος που θα λειτουργούσε με αναφορά την παραγωγή και τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά όταν υπερισχύουν σήμερα οι «επενδυτές» της εικονικής οικονομίας και της ασύδοτης χρηματιστικής κερδοσκοπίας.
Η παγκοσμιοποίηση των πρακτικών αυτών αποφέρει τεράστια κέρδη σ’ αυτούς που κατέχουν θέσεις ισχύος σ’ αυτό το σύστημα. Ταυτοχρόνως, όμως, προσδίδει σ’ αυτό τεράστια διεθνή ισχύ και εντελώς ανεξέλεγκτο και άκρως επικίνδυνο χαρακτήρα. Η επέλαση των αγορών και η επιβολή τους επί της πολιτικής εξουσίας και των ίδιων των κρατών υπονομεύουν την εθνική κυριαρχία των κρατών, τη λαϊκή κυριαρχία και τη δημοκρατική διακυβέρνηση των κοινωνιών. Τα κράτη εγκαλούνται για την ανεύθυνη δημοσιονομική πολιτική τους, που τα οδηγεί σε υπερχρέωση. Αυτό όμως δεν είναι λόγος για την υποταγή των κρατών σε ολιγαρχικές δυνάμεις, που βρίσκονται πίσω από την κερδοσκοπική ασυδοσία των αγορών και σφετερίζονται ρόλους πολιτικής εξουσίας.
ΔΙΕΘΝΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΟ
ΚΑΙ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΔΟΛΑΡΙΟΥ
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΦΥΛΑΞΕΙ ΤΗΝ
ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗ ΔΙΕΘΝΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ
Η απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται σε οργανική σύμπλεξη με το δολάριο, το οποίο απορρυθμίσθηκε επίσης από τη δεκαετία του ’70, σε σχέση με τον συμφωνημένο, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, διεθνή αποθεματικό του ρόλο. Οι ΗΠΑ το απεξάρτησαν από οποιαδήποτε αναφορά στον χρυσό και το κατέστησαν εργαλείο μιας μονομερούς διεθνούς νομισματικής πολιτικής.
Η ανάδυση του Ευρώ, ως κοινού νομίσματος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη εμπορική δύναμη του κόσμου, έφερε στην παγκόσμια σκηνή έναν πολύ υπολογίσιμο ανταγωνιστή. Η διάσταση αυτή δεν απουσιάζει από τη σημερινή κρίση του Ευρώ και την κρίση χρέους στην Ευρώπη. Οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν τον κυρίαρχο ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος και τον συνδυάζουν με γεωπολιτικές θεωρήσεις της παγκόσμιας στρατηγικής τους.
Από την άποψη αυτή, το Ευρώ θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές διεθνείς ανακατατάξεις ισχύος και να προωθήσει, μέσα από τους οικονομικούς διεθνείς συσχετισμούς δυνάμεως, μια ορισμένη γεωπολιτική αυτονομία της Ευρώπης, με καταφανή μάλιστα σ’ αυτήν τη Γερμανική ηγεμονική θέση.
Με άλλα λόγια, τίθεται, μ’ έναν άλλο, οικονομικό τρόπο, το θέμα της γεωπολιτικής αυτονομίας της Ευρώπης, η οποία συσχετίζεται τόσο με τις ισορροπίες στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και τις σχέσεις με τη Ρωσία όσο και με τις διεθνείς οικονομικές ισορροπίες, τον ρόλο του δολαρίου και τις σχέσεις με τη δυναμικά αναδυόμενη Κίνα.
Τίθεται επίσης υπό τη δοκιμασία της κρίσεως η βιωσιμότητα και η συνέχιση της αποδοχής της ακολουθούμενης από την Ευρώπη σημερινής πολιτικής της ενιαίας παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Η τελευταία επιδεινώνει την άνιση ανάπτυξη και αντιμάχεται τη σύγκλιση στο εσωτερικό της Ευρώπης και τις κοινές αναπτυξιακές πολιτικές. Εκθέτει επίσης την Ευρώπη σε άκριτο εμπορικό ανταγωνισμό, που υποσκάπτει τη βιωσιμότητα του κοινωνικού της συστήματος και του επιπέδου ζωής και οδηγεί από την Ευρώπη της ισότιμης συμμετοχής στην ηγεμονευόμενη από τους ισχυρότερους Ευρώπη.
Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ
ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΩΝ 26
Η γενίκευση της κρίσεως χρέους στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα ο άμεσος κίνδυνος που δημιουργήθηκε από τη στοχοποίηση της Ιταλίας και της Ισπανίας από τις αγορές, ώθησε στην πρωτοβουλία του Γαλλο-Γερμανικού άξονα για δημοσιονομική ενοποίηση της Ευρώπης, με τη μορφή μιας νέας Διακυβερνητικής Συνθήκης των 26.
Η Γαλλία υπεχώρησε αισθητά στις Γερμανικές αξιώσεις, αναλογιζόμενη την έλλειψη πραγματιστικής εναλλακτικής επιλογής και ελπίζοντας ότι θα καμφθεί τελικά, στη συνέχεια, η Γερμανική αδιαλλαξία στο θέμα του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των Ευρωομολόγων.
Προς το παρόν, πάντως, η Γερμανίδα καγκελάριος δεν αφήνει κανένα περιθώριο προς την κατεύθυνση των Ευρωομολόγων. Προέβη μόνο, κατά άτυπο τρόπο, σε μια σχετική ελαστικοποίηση της θέσεώς της σε ό,τι αφορά την αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Πού οδηγεί όμως η δημοσιονομική μόνο ενοποίηση, την οποία αναμένεται να προωθήσει η νέα Διακυβερνητική Συνθήκη των 26; Μπορεί να αντιμετωπισθεί η δομική κρίση που έχει μπροστά της η Ευρώπη μόνο με μια δρακόντεια δημοσιονομική πειθαρχία και λιτότητα;
«Η Μέρκελ», σχολίασε μετά τη Σύνοδο ο Πέτερ Μπόφινγκερ, ένας από τους «σοφούς» που συμβουλεύουν τη Γερμανική Κυβέρνηση, «κάνει λάθος διάγνωση. Πιστεύει ότι έχουμε πρόβλημα χρεών. Δεν βλέπει ότι πρόκειται για πρόβλημα των αγορών».
«Το Ευρώ θα σωθεί», πρόσθεσε ο Γερμανός οικονομολόγος, «μόνο εάν αποτραπεί οριστικά ο κίνδυνος χρεωκοπίας για την Ισπανία και την Ιταλία». Οι παρατηρήσεις αυτές είναι εύστοχες και παραπέμπουν στον προεξάρχοντα ρόλο που διαδραματίζουν σήμερα οι αγορές, στην παθογένεια του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, που επιτρέπει έναν τέτοιο ρόλο, και στην καθήλωση της Ευρώπης στην πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η τελευταία δεν της επιτρέπει να αναλάβει, κατά αυτόνομο τρόπο, πολιτικές πρωτοβουλίες για μια νέα ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών εντός, τουλάχιστον, των συνόρων της.
Η Ευρώπη δεν χρειάζεται μόνο δημοσιονομική ενοποίηση, που εκφράζεται με ηγεμόνευση από τους ισχυρούς, εκτροπή της Ευρώπης από την αρχή της ισότιμης συμμετοχής και αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία και λιτότητα. Το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι μόνο δημοσιονομικό.
Το τελευταίο δεν παράγεται μόνο από χαλαρή δημοσιονομική πολιτική και έλλειψη αποτελεσματικής γενικά πολιτικής. Αντικαθρεφτίζει επίσης τις συνέπειες των δομικών προβλημάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, όπως είναι: Η ακαμψία του Ευρώ για διαφορετικές οικονομίες.
Η έλλειψη αλληλεγγύης, που επισύρει κερδοσκοπικές επιθέσεις. Η απουσία κοινών αναπτυξιακών Ευρωπαϊκών πολιτικών. Το τεράστιο, τέλος, εμπορικό έλλειμμα που δημιουργεί στις περιφερειακές, λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες η πολιτική των ανοικτών συνόρων προς όλες τις τρίτες χώρες, με την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Χωρίς την παράλληλη αντιμετώπιση των παραπάνω προβλημάτων, η δημοσιονομική μόνο ενοποίηση είναι προς το συμφέρον των ισχυροτέρων χωρών. Οδηγεί τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες σε βαθιά ύφεση, μείωση του εθνικού τους εισοδήματος, υποβάθμιση του επιπέδου ζωής τους και σε ενδοευρωπαϊκή αποικιοποίηση.
Η Ευρώπη έχει ανάγκη από ανάπτυξη και αλληλεγγύη. Έχει ανάγκη από έλεγχο στο έδαφός της του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών. Έχει ανάγκη από λογική προστασία των εξωτερικών συνόρων από την άκριτη παγκοσμιοποίηση, που την υπονομεύει.
ΤΟ ΟΧΙ ΤΗΣ Μ. ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
ΣΤΗ ΝΕΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΘΗΚΗ
Μόνη η Μ. Βρετανία διεχώρισε τη θέση της και αρνήθηκε να συμπλεύσει με την προτεινόμενη δημοσιονομική ενοποίηση, προβάλλοντας βέτο στην αναγκαία τροποποίηση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Το Βρετανικό όχι προσφέρεται για διπλή ανάγνωση. Η πρώτη αφορά την προσπάθεια του Βρετανού πρωθυπουργού να διαπραγματευθεί, ως αντάλλαγμα για τη συναίνεσή του στην αλλαγή των Συνθηκών, την προνομιακή εξαίρεση του χρηματιστικού κέντρου του City στο Λονδίνο από οποιεσδήποτε Ευρωπαϊκές χρηματιστικές ρυθμίσεις και ελέγχους. Αυτό ήταν αδιανόητο για τον Γαλλο-Γερμανικό άξονα. Ο Γάλλος Πρόεδρος παρετήρησε ευστόχως ότι η κρίση, την οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει η Ευρώπη, πηγάζει ακριβώς από την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Δεν είναι δυνατόν, επομένως, να προβάλλονται από τη Μεγάλη Βρετανία τέτοιοι όροι, που δεν ετέθησαν στο παρελθόν ούτε από τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η αδιάλλακτη επιμονή σ’ αυτό το θέμα εξηγείται από τους φόβους της Μ. Βρετανίας ότι η δημοσιονομική ενοποίηση θα ευνοήσει τη Γερμανία και τη Γαλλία ως ανταγωνιστικά χρηματιστικά κέντρα της Ευρώπης, εφόσον η Μ. Βρετανία δεν συμμετέχει στο Ευρώ. Η θέση όμως αυτή απομόνωσε τη Μ. Βρετανία ακόμη και από τους πιο στενούς Ευρωπαίους συμμάχους της. Οι τελευταίοι, εκόντες άκοντες, συνετάχθησαν με την αρχή της συμφωνίας για νέα Διακυβερνητική Συνθήκη των 26.
Η δεύτερη ανάγνωση του Βρετανικού όχι παραπέμπει σε ένα άλλο επίπεδο στρατηγικών ισορροπιών στην Ευρώπη. Η Μ. Βρετανία παρακολουθεί με ανησυχία την ηγεμονική άνοδο της Γερμανίας, της οποίας η θέση θα ενισχυθεί περαιτέρω με τη δημοσιονομική ενοποίηση και το Ευρώ. Έχει ως σταθερή πολιτική την ενεργό παρουσία στην Ευρώπη ώστε να συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση των εξελίξεων και των συσχετισμών. Επέλεξε συνειδητά να μη συμμετάσχει στο Ευρώ. Το τελευταίο όμως, αντιμέτωπο σήμερα με την κρίση, αναδεικνύεται σε κινητήρα εξελίξεων προς μεγαλύτερη Ευρωπαϊκή συγχώνευση και ενοποίηση, με προεξάρχοντα τον Γαλλο-Γερμανικό άξονα.
Η Μ. Βρετανία επέλεξε, βεβαίως, για άλλη μια φορά, με το πρόσωπο του πρωθυπουργού της, την ανοικτή θάλασσα και τις μεγάλες υπερπόντιες προοπτικές.
Εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της σημερινής παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, μπορεί να έχει την απαραίτητη οικονομική παρουσία στην Ευρώπη, διατηρώντας ταυτόχρονα στο ακέραιο την κυριαρχία της και προσβλέποντας στις ΗΠΑ και στις νέες μεγάλες αγορές του 21ου αιώνα, της Κίνας κυρίως και της Ινδίας. Η προσέγγιση αυτή δεν αφήνει τους πάντες ικανοποιημένους.
Η διπλωματική απομόνωση στην οποία βρέθηκε η γηραιά Αλβιών προκαλεί έντονες αντιδράσεις και κριτικές από την Αντιπολίτευση και το συγκυβερνών κόμμα. Καταγγέλλουν ότι η διπλωματική απομόνωση στην οποία βρέθηκε, σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα, η Μ. Βρετανία συμβολίζει μια μεγάλη αποτυχία, ύστερα από σαράντα περίπου χρόνια συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προσπαθειών για την ποδηγέτηση της Ευρώπης σύμφωνα με τις Βρετανικές ιδέες και στόχους.
Η έντονη Βρετανική αντίδραση είναι ενδεικτική των εσωτερικών αντιφάσεων και ανταγωνισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των αναδυομένων νέων γεωπολιτικών ανταγωνισμών στην Ευρώπη, με επίκεντρο τη θεαματική αναγέννηση της Γερμανικής ισχύος, έστω από οικονομική μορφή.
Η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προεβλήθη ως το απαραίτητο πλαίσιο και η προοπτική μιας νέας ειρηνικής Ευρώπης, που θα ενώσει δημοκρατικά και με πλήρη ισοτιμία τους λαούς της για ένα κοινό μέλλον. Η ιδέα αυτή δεν μπορεί να διαχωρισθεί από την αλληλεγγύη και την κοινή ανάπτυξη, που καθιστούν ισότιμη τη συμμετοχή.
Η δημοσιονομική ενοποίηση όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά υπονομεύει, με τους όρους της, την ισοτιμία και μεταλλάσσει τον χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Το σκάφος της Ευρώπης πλέει σε ταραγμένα νερά. Χρειάζεται περίσσευμα υψηλής πολιτικής για ορθή πορεία και το πολιτικό έλλειμμα, όπως στην περίπτωση της χώρας μας, είναι, δυστυχώς, μεγαλύτερο από τα οικονομικά ελλείμματα και τα χρέη.