Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Ήταν γεμάτος με αποκόμματα καταχωρίσεων που με μεγάλη επιμέλεια είχε κόψει από έντυπα που κυκλοφορούσαν πριν από χρόνια και ζαμάνια.

Ο φίλος αυτός, πες το από χόμπι, πες το από ψώνιο, είχε τη μανία να μαζεύει παλιές εφημερίδες και περιοδικά, όχι επειδή τον ενδιέφεραν τα περασμένα, όσο γιατί τον γοήτευαν οι πομπώδεις τίτλοι με τα τεράστια «ξύλινα στοιχεία» που χρησιμοποιούσαν οι εφημερίδες για να περιγράψουν ασήμαντα γεγονότα στην πρώτη τους σελίδα Τον γοήτευαν, επίσης, τα εξώφυλλα των περιοδικών ποικίλης ύλης, με τις ξανθές καλλονές που κοιτούσαν ατενώς τον αναγνώστη χαρίζοντάς του ένα πολλά υποσχόμενο χαμόγελο. Τα εξώφυλλα αυτά, προϊόντα της εξελιγμένης τότε λιθογραφίας, δεν ήταν εικόνες μιας και μοναδικής εφήμερης χρήσης. Θα γίνονταν το πρότυπο στη μοδιστρούλα να μεταμορφωθεί σε «αντ’ αυτής». Θα χρησίμευαν ακόμα για να διακοσμήσει το φτωχικό δωμάτιο του εργένη που την έβλεπε σαν το θηλυκό της ζωής του και, συνηθέστερα, θα συντρόφευε κάποιον κατάδικο στα όνειρά του ξεφεύγοντας από το κελί της φυλακής. Περισσότερο απ’ όλα, όμως, τον γοήτευαν οι διαφημίσεις με προϊόντα καταναλωτικών αγαθών που χάθηκαν μέσα στον χρόνο, αν και παρουσιάζονταν ως αναντικατάστατα και απαραίτητα μες στη ζωή. Έκανε χάζι με τα ωραία και μεγάλα λόγια που μεταχειρίζονταν για να προβάλλουν εμπορεύματα και υπηρεσίες. Σιγά σιγά μάζεψε αρκετά φύλλα, που εκείνος τα αποκαλούσε «συλλεκτικά» και η γυναίκα του «σκουπιδαριό», και μουρμούραγε πως κάθεται και τα ξεσκονίζει για να μη τους φάνε οι κατσαρίδες. Μάλιστα, όταν της δινόταν η ευκαιρία, πέταγε μερικά για να ξαλαφρώσει ο τόπος. Κι αν κάποια στιγμή ζητούσε εκείνος ένα συγκεκριμένο τεύχος, εκείνη απαντούσε πως ουδέποτε το είχε και τον έβγαζε τρελό. Στο τέλος, για να απαλλαγεί από την γκρίνια της, πήρε με θλίψη τη μεγάλη απόφαση ν’ αποχωριστεί τους θησαυρούς του. Πρώτα όμως έκοψε με το ψαλίδι μερικές εντυπωσιακές, κατά την κρίση του, δημοσιεύσεις, τις έβαλε σε φάκελο και τους καταχώνιασε σε μια γωνιά της βιβλιοθήκης. Καθώς όμως ενοχλούσαν και εκεί την κυρία και καθώς φοβόταν πως κάποια στιγμή δεν θα τους έβρισκε στη θέση τους, αποφάσισε να τους αποχωριστεί και έτσι τους έφερε και τους χάρισε σε μένα. Πρέπει εκείνη τη στιγμή να ένιωθε όπως ο γονιός που δίνει το παιδί του για υιοθεσία…

Από τότε ο χρόνος κύλησε, ο φάκελος ξεχάστηκε, όπως ξεχάστηκε και ο φίλος, που πέρασε εν τω μεταξύ σε έναν καλύτερο κόσμο, όπου δεν υπάρχουν έκτακτες εισφορές, μέχρι που έφτασε στα χέρια μου η επιστολή του γνωστού παλιόγερου που με κατηγορούσε ότι, ενώ «περί πολλών μεριμνώ και τυρβάζω», δεν έγραψα ποτέ για τα αντικείμενα εκείνα που συνόδευαν τότε τη ζωή μας. Η αλήθεια είναι πως το γράμμα εκείνο με προβλημάτισε και επειδή καμιά φορά -σπανίως φυσικά- μπορεί να έχουν και οι άλλοι δίκιο, σκέφτηκα να καταπιαστώ με κάτι παρόμοιο. Και τότε θυμήθηκα τον φάκελο του φίλου. Με περίμενε καρτερικά, και, όταν τον τράβηξα από το ράφι, αισθάνθηκα στον αέρα έναν ψίθυρο: «Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται». Αυτό το άκουσμα δεν το είπα φυσικά σε κανέναν, γιατί δεν θέλει και πολύ να με τραβολογάνε σε ψυχιάτρους. Άνοιξα τον φάκελο, και τα αποκόμματα ξεχύθηκαν πάνω στο γραφείο και άρχισαν ζωγραφιές για κρέμες νυκτός, κάλτσες μεταξωτές και κορσέδες με μπανέλες, παρέα με καταπότια που χαρίζουν την αιώνια υγεία να χορεύουνε με ένα ξέφρενο χοροπήδημα που έμοιαζε με τσα-τσα μαζί με καντρίλιες.

Ανάμεσά τους ξεχώρισα μια πολύ μικρή καταχώριση, αλλά φοβερά σημαντική για την τριχοφυΐα της ανθρωπότητος. Διαφήμιζε το «Παγκοσμίου φήμης ΣΩΣΙΤΡΙΧΟΝ». Ετυμολογικά, η ονομασία προήρχετο διά συνενώσεως των λέξεων «σωτήρ+τρίχες» και, όπως βεβαίωνε τον κάθε ενδιαφερόμενο, «καταστρέφει την πιτυρίδα και σταματά την πτώσιν των τριχών». Ήταν παρασκεύασμα του Δ. Μποτσαράκου, η δε διεύθυνσή του, για να μην ταλαιπωρείται το κοινόν ψάχνοντας, ήταν Πανεπιστημίου 32. Παρά τη μεγίστη του ωφέλεια, κόστιζε μόνον 50 δραχμές, τζάμπα πράμα δηλαδή. Λόγω της μοναδικότητάς του ήταν, κατά δήλωση του κατασκευαστή, βραβευμένο διά «χρυσών βραβείων εις τρεις συνεχείς Εκθέσεις: Βορδώ, Μασσαλίας και Ναυτικής Εκθέσεως Βορδώ». Στη Ναυτική Έκθεση συμμετείχε προφανώς λόγω αρμοδιότητος και βραβεύτηκε επειδή, ως γνωστόν, «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται»…

Και ενώ το «Σωσίτριχον» εξασφάλιζε την αιωνιότητα των μαλλιών επί της κεφαλής του κατόχου τους, ένα άλλο προϊόν φρόντιζε ώστε να μη φεύγουν οι άνθρωποι προτροπάδην λόγω οσμών. Το όνομα του κοσμοσωτήριου παρασκευάσματος ήταν «Ιδρωλίνη», και τόσο από την εμπορική του ονομασία όσο και από τις οδηγίες χρήσεως, και ο πιο ηλίθιος καταλάβαινε πως ήταν πούδρα με την οποία πασπάλιζες τα σημεία τα αναβλύζοντα ιδρώτα και προστάτευες το σύμπαν από τη δυσοσμία. Διότι ναι μεν μπορεί να βγάζεις «το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου», αλλά προσοχή: Του προσώπου σου και μόνον, και όχι της μασχάλης ή των ποδιών σου, έστω κι αν κερδίζεις τον επιούσιο με «δουλειές του ποδαριού»… Πρόσθετο και μεγαλύτερο ατού της «Ιδρωλίνης» ήταν πως, πλην της μύτης, προφύλασσε από τη φθορά τα ρούχα και τα παπούτσια των αγοραστών. Και όλα αυτά, με 19 δραχμές μόνον. Έδινες δηλαδή έναν ασημένιο Ποσειδώνα, που απεικονίζετο στο τότε εικοσάδραχμο, και έπαιρνες την πούδρα και ρέστα ολόκληρη δραχμή… Μια άλλη δημοσίευση προσέφερε κοινωνική προσφορά, καλλιεργώντας την περιστολή και την οικονομία. Διότι, όπως όλοι γνωρίζουν, Ελλάδα δεν είναι μονάχα αυτό που μελοποίησε ο Γιώργος Κατσαρός, το «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ’ αγόρι μου…». Ελλάδα είναι και λιτότητα. Προετρέποντο λοιπόν οι αναγνώστες εκείνης της εποχής: «Να αποφεύγετε τα πολυδάπανα ταξίδια εις τας διαφόρους ιαματικάς πηγάς, προτιμώντες να λαμβάνετε ταύτα εις το εν Αθήναις Υδροθεραπευτήριον Φοίνιξ Ίωνος 5». Μαθαίνουμε λοιπόν πως στην καρδιά της Αθήνας, στην Ομόνοια, υπήρχαν… θερμά θαλάσσια λουτρά που αντικαθιστούσαν, με τεχνητά μέσα, όλες τις ιαματικές πηγές. Της Αιδηψού, των Μεθάνων, του Λουτρακίου και της Υπάτης. Και για να μη δημιουργείται άγχος σχετικά με τις ώρες λειτουργίας, όσοι επιθυμούσαν να πλατσουρίσουν ήταν καλοδεχούμενοι από τις 7 το πρωί ως τις 8 το βράδυ. Πήγαινες όποια ώρα γούσταρες, δεν σπαταλούσες παραδάκι σε ταξίδια και είχες επιπλέον κέρδος τον γιατρό που σ’ εξέταζε τζάμπα…

Τέλος, υπήρχε μια διαφορετική δημοσίευση που πρέπει να γέμισε χαρά τους αναγνώστες του περιοδικού. Εντός πλαισίου έγραφε: «Όσοι διαβάζετε στο Μπουκέτο τον “Γυιό του Καπετάν Βρικόλακα”, όσοι γοητευθήκατε κ.λπ., κ.λπ., μην ξεχνάτε ότι εξεδόθη σε ξεχωριστό βιβλίο. Το βιβλίο του “Καπετάν Βρικόλακα” ευρίσκεται στα γραφεία μας και πωλείται δραχμές 30».

Οι βιβλιόφιλοι ας σπεύσουν.


Σχολιάστε εδώ