ΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΑΝΑΤΑΡΑΞΕΙΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΗ

Ο πρώτος παράγων είναι οι λαϊκές εξεγέρσεις στον αραβικό κόσμο, μ’ επίκεντρο σήμερα τη Συρία, αλλά, κατά δεύτερο λόγο, την Υεμένη και τη συνεχιζόμενη αστάθεια στην Αίγυπτο.

Ο δεύτερος είναι η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται μεταξύ των γειτονικών χωρών, της Τουρκίας, του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας, για την κάλυψη του κενού. Παραλλήλως προς τον εξωτερικό ανταγωνισμό, είναι δεδομένος στο Ιράκ και ο εσωτερικός ανταγωνισμός μεταξύ των Σιιτών, που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού, και των Σουνιτών, όπως επίσης μεταξύ των δύο τελευταίων και των Κούρδων στο Βόρειο Ιράκ, που ζουν ήδη σε καθεστώς αυτονομίας.

Ο τρίτος παράγων είναι η νέα διεθνής ένταση που δημιουργήθηκε μετά την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Το κρίσιμο σημείο στην έκθεση είναι η εκτίμηση ότι η χώρα αυτή είναι πια πολύ κοντά στο κατώφλι της τεχνογνωσίας που καθιστά δυνατή την κατασκευή πυρηνικών όπλων, σε πολύ σύντομο χρόνο, όταν το αποφασίσει.

Η ΣΥΡΙΑ ΠΕΔΙΟ ΜΑΧΗΣ
ΕΥΡΥΤΕΡΩΝ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΩΝ

Η λαϊκή εξέγερση στη Συρία μετεξελίσσεται σε εμφύλια σύγκρουση αλλά και σε διεθνή κρίση για λόγους που δεν συνδέονται μόνο με την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά και με πολύ ευρύτερες αναμετρήσεις και ανταγωνισμούς.

Η Συρία είναι ο σύμμαχος του Ιράν, η επιρροή του οποίου προεκτείνεται, με στήριγμα τη Συρία, στον Λίβανο και στη Γάζα.

Η συμμαχική σχέση της Συρίας με το Ιράν επηρεάζει επίσης την κατάσταση στο Ιράκ, όπου διαμορφώνεται το σκηνικό ενός σκληρού εσωτερικού και εξωτερικού ανταγωνισμού μετά την αποχώρηση των Αμερικανών.

Η Τουρκία είναι ένας νέος παράγοντας που ανταγωνίζεται στη Συρία την επιρροή του Ιράν και αντιμετωπίζει τη χώρα ως προνομιακό εφαλτήριο για την προβολή στον αραβικό κόσμο της Νεο-Οθωμανικής πολιτικής.

Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως άφησε για μια κρίσιμη περίοδο ακάλυπτη στρατηγικά τη Συρία. Η Άγκυρα εκμεταλλεύθηκε τη συγκυρία για ν’ ασκήσει ωμό εκβιασμό στη Δαμασκό, απειλώντας με στρατιωτική εισβολή, εάν η τελευταία συνέχιζε την πολιτική υποστηρίξεως στους Κούρδους της Τουρκίας και στον Οτσαλάν. Η Δαμασκός υπέκυψε στον εκβιασμό και άλλαξε ριζικά την πολιτική της, διολισθαίνοντας, κάτω από τις συνθήκες αυτές, σε θέση σχεδόν δορυφόρου.

Η λαϊκή εξέγερση άλλαξε σημαντικά τα δεδομένα. Η Άγκυρα, θέλοντας να προβάλει στον αραβικό κόσμο και διεθνώς ένα νέο πρόσωπο, που ανταποκρίνεται, υποτίθεται, στο μοντέλο που εκπροσωπεί η Τουρκία και το οποίο συνδυάζει το Ισλάμ, τη δημοκρατία και την ανάπτυξη, έσπευσε να συμπαραταχθεί με τους εξεγερμένους, προεξοφλώντας την πτώση του καθεστώτος.

Υπολογίζοντας επίσης ανομολόγητα στη σουνιτική πλειοψηφία της Συρίας, η οποία αισθάνεται παραγκωνισμένη από το καθεστώς Άσσαντ, το οποίο βγήκε από τους κόλπους της κοινότητας των Αλαουιτών, που αντιπροσωπεύουν περίπου το 9% του πληθυσμού. Η πολιτική αυτή της Άγκυρας βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη σφόδρα αντι-ιρανική και αντι-σιιτική πολιτική της Σαουδικής Αραβίας αλλά και με την κλιμάκωση των πιέσεων των Δυτικών κατά του Ιράν εξαιτίας του θέματος των πυρηνικών φιλοδοξιών του.

Η Άγκυρα καταβάλλει, άλλωστε, κάθε προσπάθεια για να υποκρύψει τους δικούς της ιδιαίτερους ηγεμονικούς στόχους στην περιοχή υπό τον μανδύα των γενικότερων αντιθέσεων προς το Ιράν, παρουσιάζοντας τη δική της επιρροή ως προτιμότερο υποκατάστατο της επιρροής του Ιράν.

Η πολιτική αυτή δεν εμποδίζει ταυτοχρόνως την Άγκυρα να κάνει ανοίγματα προς το Ιράν, να μη συμμετέχει στις διεθνείς κυρώσεις εναντίον του και, αντιθέτως, ν’ αναπτύσσει μια ιδιαίτερα κερδοφόρα συνεργασία στον οικονομικό τομέα.

Η επιτήδεια αυτή τουρκική πολιτική έχει, βεβαίως, τα όριά της.

Η αποδοχή από την Τουρκία να εγκατασταθεί στο έδαφός της, κοντά στα σύνορα με το Ιράν, ένα από τα ραντάρ του ΝΑΤΟ που θα στηρίξουν τη σχεδιαζόμενη αντιπυραυλική ομπρέλα στην Ευρώπη έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στο Ιράν.

Οι αντιδράσεις κλιμακώνονται αντιστοίχως με την άνοδο της διεθνούς εντάσεως για το Ιράν και του διαφαινόμενου κινδύνου στρατιωτικού πλήγματος κατά της χώρας αυτής. Προσφάτως, Ιρανός αξιωματούχος προειδοποίησε την Άγκυρα ότι, σε περίπτωση ξένης επεμβάσεως, το ραντάρ του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Τουρκία είναι το πρώτο που θα εξουδετερωθεί, πριν από οποιονδήποτε άλλον στόχο.

ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΜΕ ΑΛΛΗ
ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΚΟΥΡΔΙΚΟΥ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ
ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΡΙΑΣ

Η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας και του καθεστώτος Άσαντ οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην αναγέννηση, με άλλη μορφή, του κουρδικού προβλήματος μεταξύ των δύο χωρών.

Ο Πρόεδρος Άσαντ, ως αντίδραση στην υποστήριξη από την Άγκυρα των εξεγερμένων, αποφάσισε να παίξει το κουρδικό χαρτί, αλλάζοντας ριζικά πολιτική έναντι των δικών του Κούρδων, που ανέρχονται σε 1,9 εκατ.

Επέτρεψε στον εξόριστο ηγέτη τους να επιστρέψει στο Συριακό Κουρδιστάν και να ηγηθεί κινήματος για την εγκαθίδρυση αυτόνομου Κουρδιστάν, κατά το πρότυπο εκείνου του Ιράκ. Στο πλαίσιο αυτό, έδωσε το πράσινο φως για το άνοιγμα κουρδικών σχολείων και τη διοργάνωση αυτόνομων τοπικών εκλογών.

Ο Σύριος Πρόεδρος ενέταξε τα μέτρα αυτά στην πολιτική των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που εξαγγέλλει και για τις οποίες έχει συστήσει Εθνική Επιτροπή Δημοκρατικών Μεταρρυθμίσεων. Στην τελευταία, συμμετέχει και ο σύμμαχος ηγέτης των Κούρδων, ενώ οι συντασσόμενοι με τους εξεγερμένους ομόφυλοί του καταδιώκονται με τον ίδιο σκληρό τρόπο, όπως και πριν.

Η δημιουργία αυτόνομου Κουρδιστάν στη Συρία, μετά το Ιράκ, εκθέτει την Άγκυρα και την προβαλλόμενη «δημοκρατική» πολιτική της, η οποία είναι γνωστό πώς αντιμετωπίζει τους Κούρδους της Τουρκίας. Είναι γι’ αυτό ένας παραπάνω λόγος για την Άγκυρα να εντείνει την πολεμική της κατά του καθεστώτος της Συρίας, να παρέχει μυστικά στρατιωτική και οργανωτική βοήθεια στους εξεγερμένους, να φιλοξενεί το Συριακό Εθνικό Συμβούλιο, ένα από τα πολιτικά όργανα των εξεγερμένων, στην Κων/πολη, και να πρωτοστατεί σε σχέδια για ξένη στρατιωτική επέμβαση, υπό την κάλυψη διεθνών οργανισμών, κατά το προηγούμενο της Λιβύης.

Η Άγκυρα δεν παραλείπει, βεβαίως, τις προσπάθειες να διασυνδέσει την πολιτική της στη Συρία και στην περιοχή με τις ευρωπαϊκές της φιλοδοξίες, στο πλαίσιο του γνωστού ρόλου «γέφυρας» μεταξύ Ανατολής και Δύσεως και μεταξύ Δυτικών και μουσουλμανικού κόσμου, που αρέσκεται να προβάλλει.

Πολύ ενδεικτική από την άποψη αυτή είναι η προσπάθειά της, προσφάτως, να συμμετάσχει σε σύνοδο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως για τη Συρία, εμφανιζόμενη περίπου ως χώρα που ενεργεί από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση και πρωτοστατεί για τη «δημοκρατία» στη Συρία. Η Κύπρος προέβαλε βέτο στη συμμετοχή της και οι προσπάθειές της έπεσαν στο κενό.

Η Άγκυρα έπρεπε να βρίσκει συστηματικά μπροστά της την εισβολή και την κατοχή στην Κύπρο και όχι να της επιτρέπεται, με την προβολή του Κυπριακού ως δήθεν διακοινοτικού θέματος, να παριστάνει το τρίτο μέρος και ν’ αυτοπροβάλλεται ως υπερασπιστής των λαών και των δημοκρατικών αγώνων.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΡΩΣΙΚΗ
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Το συριακό καθεστώς επενδύει πολλά για την επιβίωσή του στην επιστροφή της ρωσικής επιρροής στην Ανατολική Μεσόγειο, την οποία συμβολίζει η παρουσία μεγάλης ναυτικής μοίρας, με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο Κουσνετσώφ. Η Ρωσία, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις ευρύτερες γεωπολιτικές επιπτώσεις από την εγκαθίδρυση ενός μη φιλικού καθεστώτος στη Συρία, όπως επίσης τα δικά της ιδιαίτερα στρατηγικά συμφέροντα, αντιτίθεται σε κάθε ιδέα επαναλήψεως στη Συρία του προηγουμένου της Λιβύης. Προσφάτως, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Λαβρόφ απέρριψε ειδικότερα την ιδέα ενός εμπάργκο όπλων, καταγγέλλοντας ότι αυτό εξελίχθη στη Λιβύη σε μονομερές εμπάργκο κατά των κυβερνητικών δυνάμεων και σε απροκάλυπτη ενίσχυση, αντιθέτως, με όπλα των εξεγερμένων. Η επισήμανση αυτή αφήνει, προφανώς, ανοικτή την πόρτα για παραδόσεις όπλων στο συριακό καθεστώς, ιδιαίτερα αντιαεροπορικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς, που θα καθιστούσαν πολύ δυσχερή οποιαδήποτε ιδέα επιβολής ελέγχου πτήσεων πάνω από τη Συρία.

Η κατάσταση όμως εξελίσσεται πολύ αρνητικά για το συριακό καθεστώς. Η επιβίωσή του εμφανίζεται ιδιαίτερα δύσκολη, παρά τη σημαντική υποστήριξη που έχει ακόμη από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού και από τον στρατό, που παραμένει ακόμη ενωμένος υπέρ του καθεστώτος, με μικρή διαρροή λιποτακτών. Το μεγαλύτερο πλήγμα που έχει δεχθεί στο διπλωματικό επίπεδο το καθεστώς Άσσαντ προέρχεται από τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε ο Αραβικός Σύνδεσμος, πρωτοστατούσης της Σαουδικής Αραβίας.

Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό της μεγαλύτερης αντιπαραθέσεως που διαγράφεται πίσω από τη σύγκρουση για την αλλαγή καθεστώτος στη Συρία: η αντιπαράθεση για το Ιράν και μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών.

Η ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΙΡΑΚ
ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΔΡΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ
ΚΕΝΟΥ ΠΟΥ ΑΦΗΝΟΥΝ

Ένας από τους συμβούλους του Προέδρου Τζόνσον, που υποστήριζε την απαγκίστρωση των Αμερικανών από το Βιετνάμ, έδωσε την εξής αφοπλιστική απάντηση στο ερώτημα του Προέδρου πώς θ’ αντιμετωπισθεί το πλήγμα στο γόητρο των ΗΠΑ από μια αποχώρηση των ΗΠΑ χωρίς νίκη. Θα δηλώσετε, προηγουμένως, Κύριε Πρόεδρε, ότι νικήσαμε και μετά θ’ αποχωρήσετε.

Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται με την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Η περιπέτεια φτάνει στο τέλος της, με δηλώσεις για ολοκλήρωση της αποστολής των αμερικανικών στρατευμάτων. Η χώρα όμως που αφήνουν πίσω τους είναι μια κομματιασμένη, διαιρεμένη χώρα, που την εποφθαλμιούν επιπλέον για επιρροή ανταγωνιστικές γειτονικές δυνάμεις.

Η Τουρκία βλέπει στο Ιράκ ταυτόχρονα τον κίνδυνο των Κούρδων και ένα ελντοράντο για οικονομική παρουσία και επιρροή. Η Σαουδική Αραβία φοβάται ότι η σιιτική πλειοψηφία του Ιράκ θα προσδέσει τη χώρα στην επιρροή του Ιράν και αυτοπροβάλλεται ως ο υπέρμαχος των Σουνιτών, συνεργαζόμενη σ’ αυτό με την Άγκυρα.

Το Ιράν θεωρεί φυσιολογικές τις σχέσεις με τους ομόδοξους Σιίτες του Ιράκ και υπενθυμίζει ότι μερικά από τα ιερότερα προσκυνήματα του Σιιτισμού βρίσκονται στο Ιράκ. Είναι γεγονός, πάντως, ότι η φυλετική καταγωγή των Σιιτών του Ιράκ είναι αραβική και η θρησκευτική ομοδοξία δεν εμπόδισε τους Σιίτες του Ιράκ να συμπαραταχθούν με τους Σουνίτες συμπατριώτες τους στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ επί Σαντάμ Χουσεΐν.


Σχολιάστε εδώ