Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Τον καιρό εκείνον λοιπόν, πολλοί νέοι, αλλά και αρκετοί… αρκετά ολιγότερο νέοι, με καλλιτεχνικές ανησυχίες, νοίκιαζαν ένα γραφειάκι στην περί την πλατεία Κάνιγγος περιοχή, που τότε ήταν μια εξαιρετικά συμπαθητική πλατεία, και επεδίδοντο όπως οι χρυσοθήρες της άγριας δύσης στην αναζήτηση χρηματοδότη για την παραγωγή κινηματογραφικού έργου, από το οποίον πλην της δόξας μετά της σχετικής γκόμενας, προσδοκούσαν να αποκομίσουν του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά. Ήταν η χρυσή εποχή που οι κινηματογραφιτζήδες αυξάνονταν και πληθύνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Εκτός όμως από τους «υποψήφιους» ή τους υπό εκκόλαψη δημιουργούς, υπήρχαν και πολλοί καθιερωμένοι σοβαροί επαγγελματίες που διατηρούσαν γραφεία για «prestige», όπου σύχναζαν και κάθονταν με τις ώρες συζητώντας και κάνοντας κριτικές και… θαψίματα, ηθοποιοί, σκηνοθέτες και λοιποί καλλιτέχνες. Ήταν κάτι σαν κέντρα διερχομένων. Σε ένα από αυτά, στου γνωστού ηθοποιού και ζωγράφου Μιχάλη Νικολινάκου, έπαιξαν ένα πρωί άγριο ξύλο, δηλαδή ξύλο μέχρι τελικής πτώσεως, ο γνωστός και μη εξαιρετέος Ανέστης Βλάχος με τον εξίσου μη εξαιρετέο ηθοποιό Νίκο Λυκομήτρο. Η δε πρωτοφανής αυτή γρονθοπατινάδα έπεσε χωρίς να υπάρχει ο παραμικρός λόγος, χωρίς να προϋπάρξει λογομαχία, ούτε καν «κάρφωμα» με μισόλογα και υπονοούμενα που ενδεχομένως έθιξαν την τιμή και την υπόληψή τους. Φυσικός αυτουργός και δράστης ήταν ο σκηνοθέτης Γιώργος Ζερβουλάκος, που ειδικευότανε στις φάρσες και στο να διασπείρει ζιζάνια για πλάκα. Ο Μιχάλης εκείνη τη στιγμή έλειπε, όταν μπήκε στο γραφείο αεράτος, καμαρωτός και φουσκωτός σαν γάλος ο Λυκομήτρος. Ο Ζερβουλάκος του πέταξε: «Μην κορδώνεσαι, γιατί ο Βλάχος δεν σηκώνει ανταγωνιστές στο νταηλίκι και θα σε πλακώσει στις γρήγορες». Τσίμπησε ο Λυκομήτρος και αποκρίθηκε περιφρονητικά χυδαιολογώντας. Ακολούθησε στιχομυθία μεταξύ τους, με τον Γιώργο όλο να τον κουρδίζει, οπότε κατά σύμπτωση μπαίνει βαρύς και βλοσυρός, όπως συνήθιζε, ο Ανέστης Βλάχος. Ο Ζερβουλάκος δεν χάνει την ευκαιρία: «Το παιδί από δω λέει πως σε νικάει». Τώρα τσίμπησε ο Ανέστης, που πολύ ήρεμα υπομειδιώντας, απευθύνθηκε στον Λυκομήτρο: «Δεν σε ξέρω φίλε, αλλά μετά που θα σε δείρω, μη ξεχάσεις να μου πεις το ονοματάκι σου…». Και άρχισε τέτοιο μπουνίδι που μαύρισαν αμφοτέρων τα μάτια και ευτυχώς μπήκε ο Μιχάλης και έβαλε τα πράμματα στη θέση τους με τη βοήθεια του καφετζή, γιατί κινδύνευε η ακεραιότητα του… κτιρίου.
Στο προηγούμενο φύλλο μιλήσαμε για τον «φιστικάνθρωπο» που διατηρούσε κατάστημα ξηρών καρπών αλλά ήταν και ολίγον οπερατέρ. Αργότερα στη θεωρία «Και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι» προστέθηκε ο Μάκης, τυπογράφος νομίζω το επάγγελμα, που δυστυχώς ξεχνώ το επίθετο του. Ο ποιών τις διατριβές του στην Πλατεία Εξαρχείων δημοφιλέστατος Μάκης δεν ήταν κανένα ψώνιο, αλλά ένα πολύ καλλιεργημένο άτομο που λάτρευε τον κινηματογράφο. Την εποχή εκείνη τα διαθέσιμα τεχνικά μέσα στην πιάτσα, εκτός από τα οργανωμένα στούντιο, ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Ο εξοπλισμός που διέθεταν συνήθως οι ελεύθεροι επαγγελματίες οπερατέρ, ήταν η κάμερα με τον… τρίποδά της, η μαύρη «φωτοστεγής» σακούλα με την οποία φόρτωναν το φιλμ στο σασί και καμιά αυτοσχέδια κλακέτα. Έτσι, ο εγκατεστημένος στη Αμερική αδελφός του Μάκη του έστειλε δώρο έναν φακό «Zoom», το άπιαστο τότε όνειρο για τους σκηνοθέτες, τον οποίον νοίκιαζε και έβγαζε καλό χαρτζιλίκι. Με τον φακό έγινε διάσημος και περιζήτητος από τους διευθυντές φωτογραφίας. Για λόγους ασφαλείας τον κουβάλαγε ο ίδιος στα γυρίσματα μέσα στο ξύλινο βαλιτσάκι του. Φίλος καλός, χρόνια μετά, όταν έπεσε η χούντα, ξύπνησαν μέσα του τα «μαρξιστικά» και άρχισε να τυπώνει μπροσούρες για τον Μαρξ, που του κόστιζαν ουκ ολίγα και τις μοίραζε δωρεάν. Ο Μάκης τα μεσημέρια έτρωγε στο εστιατόριο «Αθηναϊκόν» στην Πλατεία Εξαρχείων, όπου συνδαιτυμόνες του ήσαν και μερικοί νεαροί δικηγόροι, οι οποίοι σκαρφίστηκαν να του σκαρώσουν μια φάρσα. Συνέταξαν λοιπόν αγωγή εκ μέρους υποτίθεται των κληρονόμων του Μαρξ και τον κατηγορούσαν για «κλοπή πνευματικών δικαιωμάτων» για αθέμιτο πλουτισμό κ.λπ., ζητώντας μιαν υπέρογκη χρηματική αποζημίωση που θα «γονάτιζε» οικονομικά και τον… Σόρος και του την κοινοποίησαν «νομίμως» με δικαστικό επιμελητή. Τρελάθηκε μόλις την παρέλαβε και έτρεξε αλαφιασμένος στο εστιατόριο να βρει τους δικηγόρους, να πάρει τη νομική τους συμβουλή και ν’ αναλάβουν την «επ’ ακροατηρίω» υπεράσπισή του. Αν και η φάρσα κράτησε αρκετά, το τέλος της δεν έγινε γνωστό.
Στον αριθμό 96 της οδού Αχαρνών, πάνω από το ζαχαροπλαστείο του Κόκαλη είχε την έδρα της η «Ανωτάτη Σχολή Κινηματογράφου» του Νίκου Ιωαννίδη, η οποία… σταδιοδρόμησε αρκετά χρόνια και την οποία έκλεισε η χούντα, επειδή ο Ιωαννίδης υπέπεσε στο παράπτωμα να είναι φίλος και πολιτευτής του αείμνηστου Γεωργίου Παπανδρέου. Αν και μερικοί κακόγλωσσοι ισχυρίζονταν για το διδακτικό της προσωπικό πως «Ήταν ζήτημα ταχύτητος. Όσοι πρόλαβαν έγιναν καθηγηταί. Οι υπόλοιποι γράφτηκαν μαθηταί», εντούτοις από τις τάξεις της απεφοίτησαν πολλοί σκηνοθέτες που διέπρεψαν, όπως οι Φέρης, Βρεττάκος, Τσαγκάρης και άλλοι πολλοί. Ένα φωτεινό μυαλό με έντονο χιούμορ που δίδασκε σενάριο, ήταν ο δημοσιογράφος Χρήστος Θεοδωρόπουλος. Στις πρώτες ημέρες λειτουργίας της, σπουδαστής καθυστέρησε να προσέλθει και μπήκε με έκδηλη συστολή στην αίθουσα την ώρα διδασκαλίας του Θεοδωρόπουλου που του «χύμηξε»:
«Γιατί άργησες κύριε απαυτέ;» Ο νεαρός δικαιολογήθηκε χαμηλόφωνα: «Καθυστέρησα με το μπάνιο κύριε καθηγητά!» Γούρλωσε τα μάτια πίσω από τα γυαλάκια του και οργισμένος με τη θρασύτητα είπε: «Μπορούσες να κάνεις μπάνιο νωρίτερα…» Τότε, με τη μεγαλύτερη αφέλεια και αθωότητα, ο σπουδαστής εξομολογήθηκε: «Μα δεν έκανα μπάνιο εγώ. Μια γειτόνισσά μου έκανε!» Από τότε και για πολλά χρόνια γίνανε οι καλύτεροι φίλοι… Ο Χρήστος πέθανε πολύ νέος. Η κόρη του η Αννιώ, όπως κάποτε έμαθα, εργαζόταν σκηνοθέτης στην ΕΡΤ.
Τον ημιώροφο ανάμεσα στο ζαχαροπλαστείο και τη σχολή παραχώρησε ο Ιωαννίδης στον μακαρίτη Τάκη Γεωργόπουλο για να εγκαταστήσει τη δικής του κατασκευής «τιτλέζα» και να εξασκούνται οι σπουδαστές. Στήθηκε… αισθησιακό ντεκόρ και άρχισε να ξημεροβραδιάζεται μια αιθέρια ύπαρξη που ήθελε «περ μάρε-περ τέρρα» να γίνει ηθοποιός… Εκείνη την εποχή, ο Τάκης έκλεισε μια μεγάλη δουλειά με διαφημιστικές ταινίες για το κατάστημα Γουτάκη στη Σταδίου. Επιστρατεύθηκε ο Τάσος να γράψει το σενάριο, αγγαρεύτηκαν γνωστοί να παραχωρήσουν τα σπίτια τους για πλατώ και κλήθηκε για βοηθός ένας νεαρός γνωστός του Τάσου να φάει ψωμάκι. Ο νεαρούλης, γοητευτικός και γαλίφης, κατάφερε να οδηγήσει την… παρεπιδημούσα «αιθέρια ύπαρξη» σε τόπους χλοερούς. Το έμαθε ο Τάκης και έγινε θηρίο. Βούτηξε τον Τάσο και ακολούθησε ο εξής διάλογος:
«Είπες σ’ αυτόν τον τσόγλανο μακριά απ’ τη ξανθιά γιατί είναι δικιά μου;»
«Το είπα. Και μου απάντησε ”Γλυκός φίλος είναι ο Τάκης. Μα πιο γλυκιά είναι η αμαρτία”».