Η «δημοκρατία των αγορών» εξορίζει την πολιτική
Και φυσικό είναι να μην ξέρουν, αφού το τέρας μεγάλωσε, απέκτησε δυναμική και προσωπικότητα, μοιάζει να μην τους έχει πια ανάγκη, μπορεί να τα καταφέρει μόνο του. Κατάλαβε με την τεχνητή του νοημοσύνη ότι οι δημιουργοί του, όταν το έφτιαχναν, δεν είχαν κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό τους, δεν είχαν πλάνο, σχέδιο πώς θα το χειριστούν αν κάτι πάει λάθος. Λάθος γι’ αυτούς, βέβαια.
Γιατί για τις αγορές τίποτα δεν πήγε λάθος, όλα μια χαρά πήγαν. Αναπτύχθηκαν υπέρμετρα, έφτασαν στο σημείο να ελέγχουν την εσωτερική ισορροπία των χωρών από τις οποίες γεννήθηκαν, ρυθμίζουν την καθημερινότητα όχι μόνο των κυβερνήσεων, αλλά και των απλών ανθρώπων.
Μα αυτοί δεν φταίνε, θα πει κανείς, αλλά θα έχει λάθος. Φταίνε, διότι αφέθηκαν σε μια αμφίβολης προέλευσης και διάρκειας ευδαιμονία, αφήνοντας χωρίς έλεγχο τους πολιτικούς τους, αυτούς που ψήφιζαν. Κι όταν τους τιμωρούσαν στις εκλογές, πάλι τα ίδια έκαναν, μια και επέλεγαν απλώς το άλλο μεγάλο κόμμα, που κι αυτό με τη σειρά του κυβερνούσε ανάλογα με εκείνο που τιμωρήθηκε, για να υποστεί τιμωρία κι αυτό και να ‘ρθει μετά το άλλο.
Θα είχε ενδιαφέρον να δει κανείς και να καταγράψει, για λόγους ιστορικούς και επιστημονικούς, τι θα συνέβαινε αν οι πολίτες των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάσιζαν να τιμωρήσουν ταυτόχρονα και τα δύο μεγάλα κόμματα (πάντα, ή σχεδόν πάντα, δύο είναι τα μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία σε όλες τις χώρες) κι έδιναν την εξουσία στα κόμματα της Αριστεράς.
Πώς θα κυβερνούσαν αυτά; Θα μπορούσαν να μετατρέψουν την αντιπολιτευτική τους δομή (διότι για αντιπολίτευση είναι δομημένα και προπονημένα, όχι για κυβέρνηση) και να ασκήσουν διακυβέρνηση ή θα κατέρρεαν υπό το βάρος οργανωμένων δομών της εξουσίας που δεν αναγνωρίζουν άλλο αφεντικό, πολιτικό προϊστάμενο, από τα δυο μεγάλα κόμματα; Δύσκολα θα το μάθουμε.
Προς το παρόν (και άγνωστο για πόσο) παρακολουθούμε την πλήρη υποταγή των πολιτικών της Ευρώπης στις αγορές και τους νόμους που αυτές εγκαθίδρυσαν. Παρακολουθούμε, δηλαδή, μια νέα κατάσταση, την οποία εύλογα εκμεταλλεύεται ο πιο ισχυρός σε χρήμα, οργάνωση και πείσμα, η Γερμανία.
Δεν είναι μόνο ότι παίρνει άτυπη ρεβάνς για την ήττα της εξηντατόσα χρόνια πριν, είναι ότι μπορεί να συνομιλεί με τη «δημοκρατία των αγορών» και να αναγνωρίζεται από αυτές ως ισότιμος συνομιλητής. Είναι πλούσια, παράγει, δανείζει, επιβάλλει όρους, πιέζει, εκβιάζει.
Έχει, δηλαδή, όλα τα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζουν ως αξίες οι αγορές σε μια νέα εποχή, που οι κανονικές αξίες της δημοκρατίας έχουν υποχωρήσει προς όφελος του κέρδους και της κερδοσκοπίας.
Και πώς φτάσαμε εδώ; Δεν είναι του παρόντος. Το βέβαιο είναι ότι πρέπει να μετακινηθούμε από εδώ, και την προσπάθεια πρέπει να την κάνουν τα κινήματα, οι άνθρωποι, οι ομάδες.
Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν, τα κόμματα κινούνται σε τέλμα αναξιοπιστίας και οι πολιτικοί θεωρούνται συνένοχοι σε όσα συμβαίνουν. Παλιότερα είχαμε σημειώσει ότι από εδώ πρέπει να μας βγάλουν αυτοί που μας έβαλαν. Αν και είναι θεωρητικά σωστό, δεν μοιάζει εφικτό, ούτε πιθανό. Δεν μπορούν να το κάνουν.
Αποτελούν και αυτοί πια όψεις της κρίσης και κομμάτια της δημοκρατίας των αγορών, η οποία τους καταργεί. Γι’ αυτό και οι εξουσίες παραδίδονται αυτοβούλως ή κατ’ εντολήν (τόσο το χειρότερο) από τους εκλεγμένους (και ανίκανους ή συνένοχους) πολιτικούς σε τεχνοκράτες, εκπροσώπους των αγορών.
Αυτό είναι ο μεγαλύτερος ξεπεσμός της πολιτικής και των εκπροσώπων της. Είναι σε θέση να το αντιμετωπίσουν;