Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΕ ΝΕΑ ΠΑΓΙΔΑ;
Πράγματι, η γεώτρηση αναμένεται να ολοκληρωθεί περί τα μέσα Δεκεμβρίου. Τότε θα διαπιστωθεί με ασφάλεια η ακριβής ποσότητα φυσικού αερίου που περιέχει το κοίτασμα «Αφροδίτη». Οι εκτιμήσεις που έδωσε, προσφάτως για πρώτη φορά, η εταιρεία, 3 έως 9 τρισ. κυβικά πόδια, από τα οποία εξορύξιμα είναι το 60%, αναθεώρησαν προς τα κάτω το μέγεθος του κοιτάσματος, που υπολογιζόταν αρχικά ότι ήταν πάνω από 10 τρισ. κυβικά πόδια.
Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται, πάντως, στις ενδείξεις των σεισμογραφικών ερευνών και δεν συνδέονται με τ’ αποτελέσματα της γεωτρήσεως. Ακόμη και αν επιβεβαιωθεί η αναθεωημένη εκτίμηση προς τα κάτω, το μέγεθος του κοιτάσματος δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.
Ο Κύπριος Πρόεδρος επιβεβαίωσε, με την ίδια ευκαιρία, ότι θ’ αρχίσει σύντομα η διαδικασία του δευτέρου γύρου αδειοδοτήσεων για γεωτρήσεις σε άλλα οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ από άλλες μεγάλες ξένες εταιρείες.
Η προβαλλόμενη αισιόδοξη αυτή εικόνα σκιάζεται, δυστυχώς, από ανησυχίες και αγωνιώδη ερωτήματα για την ακολουθούμενη πολιτική και τους χειρισμούς στο Κυπριακό και το φυσικό αέριο. Δεν είναι τόσο οι απειλές και ο ίσκιος των τουρκικών φρεγατών που προκαλούν φόβο και ανησυχία. Είναι τα στρατηγικά και τακτικά λάθη της δικής μας πλευράς, που θα αναπτυχθούν παρακάτω. Τα τελευταία μπορούν να οδηγήσουν την Κύπρο σε μια νέα αυτοκαταστροφική παγίδα και να «κάψουν» κυριολεκτικά το ουρανόπεμπτο στρατηγικό χαρτί του φυσικού αερίου, που συνδυάσθηκε, κατά ευτυχή συγκυρία, με τη γεωπολιτική ανατροπή στις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ.
ΟΙ ΥΣΤΕΡΟΒΟΥΛΕΣ
ΠΑΡΑΙΝΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ
ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ ΓΙΑ ΣΥΝΔΕΣΗ
ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ
ΜΕ ΤΙΣ ΔΙΕΞΑΓΟΜΕΝΕΣ
ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
Η διεθνής υποστήριξη που δόθηκε στην Κύπρο από τη βρετανική διπλωματία για το δικαίωμά της να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στη δική της ΑΟΖ, συνοδεύθηκε με αναφορά στα «δικαιώματα» των Τουρκοκυπρίων. Η αμερικανική θέση ήταν πιο συγκρατημένη, λόγω της εμπλοκής της Noble Energy, που είναι αμερικανική εταιρεία αμερικανο-εβραϊκών συμφερόντων. Λόγω επίσης των ειδικών στρατηγικών σχέσεων μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ, του οποίου αμφισβητήθηκε επίσης η ΑΟΖ από την Άγκυρα.
Η βρετανική πολιτική και σε μικρότερο βαθμό η αμερικανική εκφράσθηκαν στο διπλωματικό παρασκήνιο με «παραινέσεις» προς τον Κύπριο Πρόεδρο να φανεί «γενναιόδωρος» προς τους Τουρκοκυπρίους, ώστε ν’ αφαιρεθεί από την Άγκυρα κάθε πρόσχημα αντιδράσεως. Ν’ αξιοποιήσει επίσης το φυσικό αέριο ως στρατηγικό χαρτί για τη «λύση» του Κυπριακού, με όχημα τις διεξαγόμενες διακοινοτικές συνομιλίες.
Στο ίδιο πνεύμα, ο ειδικός αντιπρόσωπος για το Κυπριακό του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι Μουν, Ντάουνερ, δήλωσε στη Λευκωσία ότι ο ΟΗΕ είναι στη διάθεση των δύο μερών, εάν το επιθυμούν, για την εξεύρεση συμβιβαστικής φόρμουλας σχετικά με τη γεώτρηση και την εκμετάλλευση του φυσικού αερίου.
Η προσφορά του απερρίφθη ευγενικά. Είναι όμως ενδεικτική της προσπάθειας του βρετανικού κυρίως παράγοντα και της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, που υπόκειται σε καθοριστική αγγλο-αμερικανική επιρροή, να καταστήσουν το φυσικό αέριο από θέμα εθνικής κυριαρχίας της Κυπριακής Δημοκρατίας σε θέμα διακοινοτικής διαφοράς και να το εμπλέξουν στις διακοινοτικές συνομιλίες.
ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΟΤΙ ΟΙ
ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ ΘΑ ΕΧΟΥΝ
ΜΕΡΙΔΙΟ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΛΥΣΗ
ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Ο Κύπριος Πρόεδρος, προσφωνώντας φέτος τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αναφέρθηκε στο θέμα του φυσικού αερίου της Κύπρου και είπε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Θέλω να διαβεβαιώσω τους Τουρκοκυπρίους συμπατριώτες μας ότι, ανεξαρτήτως συνθηκών, θα έχουν να ωφεληθούν από τους καρπούς της πιθανής ανεύρεσης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων».
Προφανώς, η διευκρίνιση «ανεξαρτήτως συνθηκών» αναφέρεται στην περίπτωση που δεν θα έχει λυθεί το Κυπριακό. Είναι αυτονόητο ότι, εφόσον λυθεί το Κυπριακό, όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι του νησιού θα επωφεληθούν από τα ενδεχόμενα έσοδα του φυσικού αερίου. Αυτό αποτελεί και ένα επιπλέον κίνητρο για τους Τουρκοκυπρίους να υποστηρίζουν και να επιδιώκουν λύση.
Με ποια όμως λογική ο Πρόεδρος της χώρας «εγγυάται», από του βήματος της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ, ότι, σε κάθε περίπτωση, «οι Τουρκοκύπριοι συμπατριώτες μας» θα επωφεληθούν από το φυσικό αέριο; Η αναφορά σε «Τουρκοκύπριους συμπατριώτες» υποβάλλει την ιδέα των Τουρκοκυπρίων ως νομίμων πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σ’ αυτούς παρέχονται, άλλωστε, διαβατήρια, ταυτότητες και άλλα ωφελήματα, στο πλαίσιο μιας προσεγγιστικής πολιτικής. Με τη λογική αυτή, η υπολαμβανόμενη ιδιότητά τους ως πολιτών της Κυπριακής Δημοκρατίας αντιδιαστέλλεται από την κρατούσα πραγματική κατάσταση της τουρκικής κατοχής και του ψευδοκράτους.
Το ιδεολόγημα όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων, με τον οποίο συζητά και διαπραγματεύεται η ελληνική πλευρά και ο Κύπριος Πρόεδρος, δεν είναι άλλος από τον παρουσιαζόμενο ως «Πρόεδρο» του ψευδοκράτους Ντερβίς Έρογλου. Ο τελευταίος συμπλέει, άλλωστε, πλήρως με την τουρκική κατοχή. Σε ποιους λοιπόν Τουρκοκυπρίους αναφέρεται η προεδρική προσφορά, ακόμη και χωρίς λύση του Κυπριακού;
Τίθεται επίσης ένα άλλο ερώτημα. Είναι δυνατόν να κατέχεται η βόρεια Κύπρος, στο όνομα του 18% των Τουρκοκυπρίων, και ταυτοχρόνως να θέτουμε εμείς οι ίδιοι θέμα μεριδίου των Τουρκοκυπρίων σε φυσικούς πόρους της ΑΟΖ στον ελεύθερο νότο, ακόμη και χωρίς λύση του Κυπριακού;
Είναι γνωστό ότι η Άγκυρα προβάλλει ως ένα από τα επιχειρήματά της για την αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ τα «δικαιώματα» των Τουρκοκυπρίων πάνω σ’ ολόκληρη την Κύπρο. Αυτά, κατά την Άγκυρα, απορρέουν από τη «συνεταιρική» δήθεν συνιδιοκτησία της Κύπρου, που καθιερώθηκε από τις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου του 1960.
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, της κατοχής, την οποία η Άγκυρα παρουσιάζει ως την «πολιτικά ισότιμη» επικράτεια των Τουρκοκυπρίων, προβάλλει, επιπλέον, διεκδικήσεις και δικαιώματα πάνω σ’ ολόκληρη την Κύπρο, περιλαμβανομένης της ΑΟΖ. Πλήρως ευθυγραμμισμένος με τη θέση αυτή, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου δηλώνει κάθε τόσο ότι «έχουμε δικαιώματα από τον νότο ως τον βορρά»!
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ
ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ
ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΚΑΙ ΘΕΤΟΥΝ
ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ
ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ
ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ
Πρώτ’ απ’ όλα, είναι η επιλογή του Κυπρίου Προέδρου να εμπιστευθεί το κρίσιμο υπουργείο Εμπορίου, Τουρισμού και Ενέργειας, που είναι αρμόδιο για το φυσικό αέριο, στην πρόεδρο των «Ενωμένων Δημοκρατών» Πραξούλλα Αντωνιάδου. Η τελευταία ηγείται ενός πολύ μικρού κόμματος, το οποίο ιδρύθηκε από τον πρώην Πρόεδρο Βασιλείου και κατά τις τελευταίες εκλογές έλαβε ποσοστό 0,50% περίπου.
Δεν είναι όμως τόσο το πολιτικό μέγεθος του κόμματός της που θέτει πρόβλημα, όσο οι απόψεις που αντιπροσωπεύει γενικά για το Κυπριακό και ειδικότερα για τα θέματα ενέργειας.
Υπεστήριξε στο παρελθόν το Σχέδιο Ανάν και πήρε δραστήριο μέρος σε κινήσεις προσεγγιστικής πολιτικής προς την τουρκική πλευρά, που προκάλεσαν αντιδράσεις στην ελληνική πλευρά, όπως, π.χ., η συμμετοχή σε αντιπροσωπεία προς τον Τούρκο πρωθυπουργό Ερντογάν.
Ειδικότερα όμως η σημερινή υπουργός Ενέργειας της Κύπρου ενεπλάκη σε προγράμματα του γνωστού νορβηγικού Ινστιτούτου PRIO. Το τελευταίο αναπτύσσει δραστηριότητες ειρηνικής επιλύσεως διαφορών και αξιοποιείται από το διπλωματικό παρασκήνιο για την προώθηση διαφόρων σχεδίων και πολιτικών σε συγκεκριμένα διεθνή θέματα.
Σ’ ένα από τα προγράμματά του για την Κύπρο, μια ομάδα τεσσάρων ερευνητών, μεταξύ των οποίων η Πραξούλλα Αντωνιάδου και μια Τουρκάλλα ερευνήτρια, προτείνει σε μελέτη της, σε ανύποπτο χρόνο, όταν ακόμη δεν είχε τεθεί επισήμως το θέμα του φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ, περιφερειακή ενεργειακή συνεργασία μεταξύ Κύπρου και Τουρκίας.
Προτείνεται, συγκεκριμένα, η διασύνδεση της Κύπρου με το δίκτυο αγωγών της Τουρκίας. Ειδικότερα, η προέκταση του στρατηγικού αγωγού, που καταλήγει στο τουρκικό λιμάνι Τσεϊχάν, μέχρι την Κύπρο και την Αίγυπτο. Η περιφερειακή αυτή ενεργειακή συνεργασία εξυπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα της Άγκυρας και δημιουργεί, υποτίθεται, συνθήκες για την «επίλυση» του Κυπριακού.
Η ιδέα αυτή της εξυπηρετήσεως από την Κύπρο στρατηγικών συμφερόντων της Τουρκίας ως τρόπου για την υπέρβαση της αντιφάσεως και της συγκρούσεως μεταξύ των δύο πλευρών είχε διατυπωθεί στο παρελθόν από τον πρώην Πρόεδρο της Κύπρου και πολιτικό μέντορα της σημερινής υπουργού Ενέργειας Γιώργο Βασιλείου.
Η ιδέα αυτή επαναφέρεται στο παρασκήνιο, από τον βρετανικό κυρίως παράγοντα. Ο τελευταίος επιδιώκει να εξασφαλίσει και αμερικανική υποστήριξη, γνωρίζοντας το αμερικανικό ενδιαφέρον για την προώθηση εφ’ ενός του αγωγού Ναμπούκο και αφ’ ετέρου της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, με «λύση» του Κυπριακού.
Υποβάλλεται, συγκεκριμένα, η ιδέα ότι το κυπριακό φυσικό αέριο μπορεί και πρέπει να εξάγεται με αγωγό που θα κατευθύνεται προς την Τουρκία, θα συναντά εκεί τον αγωγό Ναμπούκο και θα εξάγεται στην Ευρώπη.
Αντιλαμβάνεται κανείς τι θα σήμαινε για την Κύπρο ένα τέτοιο ενδεχόμενο και πόση ζημιά προκαλεί ακόμη και η απλή συζήτηση ενός τέτοιου ενδεχομένου, όταν είναι δεδομένη η τουρκική αδιαλλαξία και η άτεγκτη διεκδίκηση από την τουρκική πλευρά δύο «ισοτίμων» κρατών ως «λύσεως» του Κυπριακού.
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ
ΠΕΤΡΕΛΑΪΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ SHELL
Οι ανησυχίες όμως απορρέουν και από άλλες ενδείξεις, όπως είναι η σύγκρουση της υπουργού με τον διευθυντή Ενέργειας του υπουργείου Σόλωνα Κασίνη. Ο τελευταίος διεδραμάτισε πολύ σημαντικό ρόλο για την ανάδειξη του θέματος του φυσικού αερίου της Κύπρου και την τεχνοκρατική υποστήριξη της κυπριακής πολιτικής για την ΑΟΖ.
Ο διορισμός τεχνοκρατικής ομάδας για την υποβοήθηση του έργου της κυβερνήσεως φαίνεται, κατ’ αρχήν, ως ανταποκρινόμενος σε μια πρακτική ανάγκη. Είναι όμως γνωστό ότι σε θέματα τόσο μεγάλης στρατηγικής σημασίας, οι τεχνοκρατικές συμβουλές δεν είναι πάντα αθώες.
Διετυπώθησαν ισχυρισμοί στον κυπριακό Τύπο ότι ορισμένα από τα μέλη της ομάδας είχαν σχέση με τη μεγάλη αγγλοολλανδική εταιρεία Shell. Ομολογουμένως, οι εμπειρογνώμονες στον τομέα αυτό έχουν στη σταδιοδρομία τους κάποιες σχέσεις με μεγάλες εταιρείες, που κυριαρχούν στην αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου.
Είναι όμως πολύ περισσότερο απαραίτητος για τον λόγο αυτό ο πολιτικός έλεγχος και η τεχνοκρατική ενίσχυση και όχι αποδυνάμωση της ιεραρχίας του αρμοδίου υπουργείου. Σε σχέση με τα παραπάνω, πρέπει να υπογραμμισθεί η ιδιαίτερη σημασία που έχει η υπογραφή προσφάτως συμφωνίας μεταξύ της Τουρκίας και της εταιρείας Shell για τη διεξαγωγή ερευνών και ενδεχομένως την εκμετάλλευση κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στην τουρκική ΑΟΖ.
Έχει αναφερθεί ως άμεσο πεδίο ερευνών ο κόλπος της Αττάλειας και της Αλεξανδρέττας. Η Άγκυρα όμως έχει εκτυπώσει χάρτες, με τους οποίους περιλαμβάνει στην «τουρκική» ΑΟΖ μέρος της κυπριακής ΑΟΖ, δυτικά της Πάφου, που συμπίπτει με την προέκταση της ΑΟΖ της Ελλάδος νότια του Καστελλορίζου.
Προβάλλει επίσης διεκδικήσεις σε οικόπεδα της κυπριακής ΑΟΖ μεταξύ Κύπρου και Λιβάνου.
Υπάρχει το ερώτημα εάν η εταιρεία Shell θα θελήσει να εμπλακεί σε παραβιάσεις της ΑΟΖ της Κύπρου και της Ελλάδος. Το τελευταίο δεν είναι άσχετο με τις επιδιώξεις της αγγλικής διπλωματίας για την προώθηση μιας ορισμένης «λύσεως» στο Κυπριακό, που θα άλλαζε τους σημερινούς όρους του παιχνιδιού και στο φυσικό αέριο και στην ΑΟΖ.
ΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΑΕΡΙΟ ΕΧΕΙ
ΔΙΑΣΥΝΔΕΘΕΙ ΑΤΥΠΑ ΜΕ ΤΙΣ
ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΟΥΝ ΑΥΤΕΣ;
Φαίνεται παράξενο και απίστευτο. Είναι όμως αληθινό. Η Κύπρος, από λάθη, ιδεοληψίες και κακούς χειρισμούς, διατρέχει έναν νέο μεγάλο κίνδυνο, όταν η θέση της έχει απείρως αναβαθμισθεί γεωστρατηγικά.
Η ακολουθούμενη πολιτική εγκλωβίζει την Κύπρο στην προοπτική και τον κίνδυνο μιας νέας διπλωματικής παγίδας τύπου Σχεδίου Ανάν, υπό χειρότερους μάλιστα όρους. Σ’ ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η Κύπρος θα βρισκόταν σ’ έναν ασφυκτικό κλοιό για την αποδοχή απαράδεκτης «λύσεως» ή μπροστά στον κίνδυνο μιας ντε φάκτο αναβαθμίσεως του ψευδοκράτους. Η Κύπρος θα έπρεπε ήδη από καιρό να επανεξετάσει τη διπλωματική της στρατηγική, ιδίως μετά την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που έδωσε ένα νέο πλαίσιο για την Κύπρο και την επίλυση του προβλήματός της.
Η στρατηγική αυτή αναπροσαρμογή δεν έγινε. Συνεχίσθηκε η ίδια πολιτική των διακοινοτικών συνομιλιών, επαναπροσδιορισμένη ιδεολογικά από το σημερινό κυβερνών κόμμα. Ο σημερινός Πρόεδρος διεχώρισε τη θέση του από το μέτωπο του ΟΧΙ στο Σχέδιο Ανάν, υπό τον αείμνηστο Πρόεδρο Τάσσο Παπαδόπουλο, και κατήλθε ανεξάρτητος υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2008. Προέβαλε ως σύνθημα την εξεύρεση λύσεως στο Κυπριακό και ως ιδιαίτερο πλεονέκτημα τις προνομιακές σχέσεις που είχε με τους Τουρκοκυπρίους, ιδιαίτερα το παρουσιαζόμενο ως «αδελφό» κόμμα του Μεχμέτ Ταλάτ.
Άφηνε μάλιστα να εννοηθεί ότι είχε περίπου καταλήξει με το τελευταίο σε προκαταρκτική συμφωνία για το περίγραμμα της λύσεως. Παρουσιάσθηκε επομένως ως ο υποψήφιος που θα φέρει τη λύση του Κυπριακού με βάση τη διφορούμενη ιδέα της διζωνικής ομοσπονδίας και την προσέγγιση με τους Τουρκοκυπρίους.
Ως επιστέγασμα της ιδεολογικής αυτής πλατφόρμας, προεβλήθη το επίσης διφορούμενο σύνθημα της «επανενώσεως» της Κύπρου. Υπενθυμίζεται ότι το τελευταίο ερρίφθη, για πρώτη φορά, από τη βρεττανή πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ, κατά την επίσκεψή της στην Κύπρο.
Το σύνθημα είναι διφορούμενο, γιατί η «επανένωση» μπορεί να αφορά επανένωση δύο μερών, στο πλαίσιο μιας καλώς νοούμενης ομοσπονδίας. Μπορεί όμως ν’ αφορά επίσης επανένωση δύο «κρατών», όπως ακριβώς αξιώνει η τουρκική πλευρά. Προφανώς, στη δεύτερη περίπτωση το σύνθημα παραπέμπει σε νομιμοποίηση και αναγνώριση του ψευδοκράτους και σε συνομοσπονδία δύο «κρατών».
ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΟΙ ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ
ΝΑ ΕΙΝΑΙ, ΔΥΣΤΥΧΩΣ,
ΑΥΤΟΝΟΜΟΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ
Μπορεί τελικά να φέρει τη «λύση» ένας ηγέτης της ελληνικής πλευράς σε συνεργασία με τους Τουρκοκυπρίους; Για να δώσει κανείς καταφατική απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα, πρέπει να προϋποθέσει ότι οι Τουρκοκύπριοι θέλουν και μπορούν να αποφασίσουν ανεξάρτητα από την Άγκυρα. Ότι επίσης αυτό που θέλουν συμβιβάζεται με την ιδέα μιας στοιχειωδώς δίκαιης λύσεως, που μπορεί να γίνει αποδεκτή και από την ελληνική πλευρά.
Οι υποθέσεις όμως αυτές είναι έωλες. Απέχουν πολύ από την πραγματικότητα και προσεγγίζουν την ψευδαπάτη. Η μεγάλη πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων ταυτίζεται με την τουρκική κατοχή και το ψευδοκράτος, παρά τους φόβους και τις διαψεύσεις που τους διαπερνούν ως κοινότητα και εκδηλώνονται ανοικτά ως διαμαρτυρία. Αυτό που ιδιαίτερα τους ενοχλεί και τους ανησυχεί είναι το φθίνον μέλλον τους ως ιδιαίτερης αυτόχθονης κοινότητας.
Ο μαζικός εποικισμός τούς έχει ήδη υποβιβάσει σε μειοψηφία. Μεγάλο μέρος επίσης της κοινότητάς τους διέρρευσε στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στο Λονδίνο, ως αποτέλεσμα της απότομης επιδεινώσεως των συνθηκών ζωής, μετά την τουρκική εισβολή.
Ακόμη όμως και αν η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων τασσόταν υπέρ μιας λύσεως αποδεκτής από την ελληνική πλευρά αλλά απαράδεκτης από την Άγκυρα, είναι προφανές ότι θα υπερίσχυε η θέση της Άγκυρας. Γνωρίζουμε από το παρελθόν με πόσο αμείλικτο τρόπο κατέστειλε κάθε αντίδραση στην πολιτική της. Με τις συνθήκες που δημιούργησε σήμερα, με τον μαζικό εποικισμό, έχει επιπλέον το δημογραφικό πλεονέκτημα, που προστίθεται στις υπόγειες τρομοκρατικές μεθόδους και στη στρατιωτική παρουσία. Χρειάζεται να υπενθυμίσουμε επίσης τις θέσεις που εκφράζει στο βιβλίο του «Στρατηγικό Βάθος» ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου και τις οποίες εξέφρασαν προηγουμένως και όλοι οι άλλοι Τούρκοι ηγέτες; Ότι δηλαδή ακόμη και αν δεν υπήρχε ούτε ένας Τουρκοκύπριος στην Κύπρο, η Τουρκία θα ενδιαφερόταν πάλι για την Κύπρο, για τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα;
Χρειάζεται, τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι ο τουρκικός στρατός που κατέχει την Κύπρο δεν παίρνει, βεβαίως, διαταγές από οποιονδήποτε Τουρκοκύπριο ηγέτη, αλλά από την Άγκυρα;
ΠΑΝΩ ΣΕ ΠΟΙΑ ΒΑΣΗ ΧΑΡΑΧΘΗΚΕ Η ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ Η ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΩΣ
ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΩΣ ΘΕΜΑΤΟΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗΣ;
Με τα δεδομένα αυτά ήταν επόμενο η στρατηγική για «λύση» του Κυπριακού με τους Τουρκοκυπρίους να γίνει, εξ αντικειμένου, συμπληρωματική της τουρκικής στρατηγικής. Η τελευταία επιδιώκει σταθερά να προτάσσει τους Τουρκοκυπρίους για να συγκαλύπτει διεθνώς τον δικό της ρόλο και να παρουσιάζει το Κυπριακό όχι ως θέμα τουρκικής εισβολής και κατοχής, αλλά ως διακοινοτική διαφορά. Η προσπάθεια αυτή της Άγκυρας και των συμμάχων της δεν είναι νέα. Ήδη από το 1974, η Άγκυρα αρνήθηκε να έχει οποιαδήποτε επαφή και διαπραγμάτευση με την Κυπριακή Δημοκρατία, την οποία δεν αναγνωρίζει και επιδιώκει να καταλύσει.
Η ελληνική πλευρά αποδέχθηκε τη διεξαγωγή διακοινοτικών συνομιλιών ως μόνης διεξόδου για διαπραγματεύσεις με την άλλη πλευρά. Κατέβαλε όμως κάθε προσπάθεια να αποφύγει την προβολή του Κυπριακού ως διακοινοτική διαφορά, αντί εισβολής και κατοχής.
Η μακρόχρονη συντήρηση της διαδικασίας αυτής, μέσα από αλλεπάλληλους γύρους, κατέληξε σταδιακά σε διολισθήσεις και υποχωρήσεις της ελληνικής πλευράς, τόσο σε διαδικαστικό όσο και σε ουσιαστικό επίπεδο. Αποκορύφωμα ήταν το περιβόητο Σχέδιο Ανάν, που ήρθε ως επιτομή εσωτερικών υποχωρήσεων και εξωτερικών πιέσεων.
Επίκεντρο του Σχεδίου Ανάν, όπως και σήμερα, είναι η διφορούμενη ιδέα της λεγόμενης διζωνικής ομοσπονδίας. Η τελευταία έχει αναχθεί από το κυβερνών κόμμα σε λάβαρο αγώνα, γιατί υποτίθεται ότι διασφαλίζει, σε προοπτική, την «επανένωση» της Κύπρου και αποτρέπει τη «διχοτόμηση».
Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι πολύ διαφορετική και δεν ταυτίζεται με την παλιοημερολογίτικη αυτή αντίληψη. Η Άγκυρα δεν έχει πλέον ως στόχο τη διχοτόμηση. Απλούστατα, γιατί αυτή την έχει ήδη με το τετελεσμένο γεγονός της κατοχής, το οποίο προσπαθεί να νομιμοποιήσει διεθνώς. Οι στόχοι της τώρα είναι πολύ πιο φιλόδοξοι. Επιδιώκει τον γεωπολιτικό έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, μέσα από μια λύση δύο «πολιτικά ισοτίμων κρατών». Αυτή είναι η «επανένωση» που εννοεί η Τουρκία.
Αυτό επιβεβαιώνει, από τον τάφο τώρα, ο αείμνηστος μεγάλος Τουρκολόγος και διανοούμενος Νεοκλής Σαρρής, που γνώριζε όσο κανένας άλλο την Τουρκία και τα τουρκικά πολιτικά πράγματα: «Ένας απλός διαμελισμός», λέει ο Ν. Σαρρής, «δεν ικανοποιεί τα τουρκικά συμφέροντα. Σήμερα, η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας αποβλέπει στη διζωνική ομοσπονδία. Μέσω του ομόσπονδου τουρκοκυπριακού κράτους, η Τουρκία ελπίζει να θέσει υπό τον έλεγχό της το σύνολο της Κύπρου». (Πρόλογος στο βιβλίο του «Η Άλλη Πλευρά».)
Η διακοινοτικοποίηση του Κυπριακού έφθασε στο αποκορύφωμά της με την ακολουθούμενη σημερινή πολιτική. Για ν’ αποφευχθούν, υποτίθεται, τα πιεστικά χρονοδιαγράμματα και η ολέθρια επιδιαιτησία, που σημάδεψαν τη διαδικασία του Σχεδίου Ανάν, συμφωνήθηκε η σημερινή διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών να είναι «κυπριακής ιδιοκτησίας».
Ο καθένας αντιλαμβάνεται τι σημαίνει αυτό για ένα διεθνές θέμα εισβολής και κατοχής, όπως είναι το Κυπριακό. Η Άγκυρα παριστάνει το τρίτο μέρος, που συνεργάζεται δήθεν «εποικοδομητικά» με τον ΟΗΕ για την επιτυχία των διακοινοτικών συνομιλιών. Είναι όμως η ίδια που υπαγορεύει τα πάντα στην τουρκοκυπριακή πλευρά.
Η ΑΝΑΜΟΝΗ ΑΠΟΔΕΚΤΗΣ
«ΛΥΣΕΩΣ» ΑΠΟ ΤΙΣ
ΔΙΑΚΟΙΝΟΤΙΚΕΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ,
ΥΠΟ ΤΙΣ ΣΗΜΕΡΙΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ
Κατά την επίσκεψή του στην κατεχόμενη Κύπρο για να τιμήσει την 37η επέτειο της τουρκικής εισβολής, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν κατέστησε απολύτως σαφείς τους τουρκικούς στόχους στην Κύπρο. Αυτοί συνοψίζονται σε συνομοσπονδία δύο ισοτίμων κρατών, με τουρκική στρατιωτική παρουσία και εγγυήσεις.
Η κυπριακή κυβέρνηση όφειλε να λάβει σοβαρά υπόψιν τις τουρκικές δηλώσεις, να επιρρίψει την ευθύνη στην τουρκική πλευρά και ν’ απαγκιστρωθεί ευσχήμως από τη σημερινή διαδικασία, που δεν προοιωνίζεται τίποτε το καλό για την ελληνική πλευρά. Την ίδια ευκαιρία είχε προηγουμένως με τις συνομοσπονδιακές προτάσεις που είχε καταθέσει στην τράπεζα των συνομιλιών ο «σύντροφος» Μεχμέτ Ταλάτ όσο και αργότερα ο σημερινός Τουρκοκύπριος ηγέτης Ντερβίς Έρογλου. Ο εγκλωβισμός σε «εντατικοποιημένες» συνομιλίες, ως το θέμα ήταν ο διαθέσιμος χρόνος και όχι η ακολουθούμενη πολιτική και η πολιτική βούληση, όπως επίσης στις λεγόμενες «τριμερείς» συναντήσεις, με χρονικό ορόσημο την έναρξη της Κυπριακής Ευρωπαϊκής Προεδρίας, περικλείει τεράστιους κινδύνους και παγιδεύει την ελληνική πλευρά. Εκ των πραγμάτων, η έντονη εμπλοκή του Γ. Γραμματέα του ΟΗΕ, με τους γνωστούς αγγλο-αμερικανούς υποβολείς της Γενικής Γραμματείας του ΟΗΕ, και η χρονική σύνδεση των συνομιλιών με την Κυπριακή Προεδρία οδηγούν σε άτυπη επιδιαιτησία και επιβολή χρονοδιαγραμμάτων. Οι μεγάλες υποχωρήσεις, στις οποίες έχει προβεί ο σημερινός Πρόεδρος, δημουργούν επικίνδυνο διεθνές διπλωματικό κεκτημένο, άσχετα αν οι συνομιλίες διεξάγονται πάνω στην αρχή της συνολικής συμφωνίας και υποτίθεται ότι τίποτε δεν είναι συμφωνημένο, εάν δεν συμφωνηθούν όλα. Η τουρκική πλευρά, ενώπιον των νέων γεωπολιτικών δεδομένων στην Ανατολική Μεσόγειο, μπορεί να προβεί σε ελιγμούς για να προωθήσει, μαζί με τους συμμάχους της, μια «λύση» τύπου Σχεδίου Ανάν. Μια τέτοια «λύση» θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία και θα εξυπηρετούσε τα στρατηγικά σχέδια της Άγκυρας στην Κύπρο και στην περιοχή, που είναι σήμερα στο διεθνές επίκεντρο με τα πλούσια κοιτάσματα φυσικού αερίου. Είναι γνωστό επίσης ότι η Άγκυρα χρησιμοποιεί τις διακοινοτικές συνομιλίες για τη σαλαμοποίηση και την κατατριβή του Κυπριακού ως διεθνούς θέματος και την αναβάθμιση του ψευδοκράτους σε «ισότιμο» μέρος μιας επιδιωκόμενης συνομοσπονδίας, που θα παρουσιάζεται ψευδωνύμως ως ομοσπονδία. Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, την Κυπριακή Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι αδιανόητη η συνέχιση των συνομιλιών μέχρι σχεδόν την έναρξη της Κυπριακής Προεδρίας. Δεν είναι δυνατόν μια χώρα που προετοιμάζεται ν’ ασκήσει την Ευρωπαϊκή Προεδρία να θέτει υπό συζήτηση και διαπραγμάτευση την κρατική της υπόσταση ως Κυπριακής Δημοκρατίας, με την οποία συμμετέχει ως μέλος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Προφανής στόχος των εχθρών της Κύπρου είναι η προβολή της προπαγάνδας ότι η Κυπριακή Δημοκρατία εκπροσωπεί μόνο τη μισή Κύπρο και ότι πρέπει να εκπροσωπηθεί «ισοτίμως» και η άλλη «ζώνη» της συζητούμενης ως συμφωνημένης αρχής των συνομιλιών «διζωνικής» ομοσπονδίας. Αυτό ήταν το νόημα των υβριστικών δηλώσεων Γκιούλ περί «μισής» Κύπρου και «άθλιας» Ευρωπαϊκής Ενώσεως, τις οποίες έκανε κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Λονδίνο. Η θέση της Κύπρου είναι σήμερα ενισχυμένη από τις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί στο θέμα των κοιτασμάτων του φυσικού αερίου και της ρήξεως μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Η Κύπρος δεν έχει κανέναν λόγο να επισπεύδει για δήθεν «λύση» μέσα από τις διακοινοτικές συνομιλίες, όταν δεν διαφαίνονται οι πολιτικές προϋποθέσεις για μια αποδεκτή λύση. Πολύ περισσότερο, δεν πρέπει να σπεύδει να χρησιμοποιεί προς αυτή τη λάθος κατεύθυνση το πολύτιμο και στρατηγικό χαρτί του φυσικού αερίου. Πρέπει, αντιθέτως, να διαφυλάξει και να αξιοποιήσει το χαρτί αυτό, με τόλμη και αποφασιστικότητα, για την ενίσχυση της Κύπρου και την οικοδόμηση συμμαχιών που θα θωρακίσουν την Κύπρο και θα δημιουργήσουν νέες προοπτικές για μια δίκαιη, αποδεκτή λύση.