ΑΝΟΙΧΤΕ ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ…
Αφού και με στοιχειώδη αντίληψη το βλέπαμε ότι και μόνο ο σπινθήρας ενός παλιού αναπτήρα θυέλλης ήταν αρκετός για να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Μέχρι που σκεφτήκαμε ακόμα και τον κ. Πετσάλνικο σαν λύση απελπισίας, να τον μεταφέρουμε από τα σχολικά καθήκοντα ενός «θαλαμοφύλακα» της Βουλής, στην πολυθρόνα του πρωθυπουργού, όταν είδαμε την πλήρη ανικανότητα του «εν αδυναμία» ασκούντος την κυβερνητική ευθύνη.
Όταν ευτυχώς ακούστηκε το άγνωστο για τους περισσότερους όνομα του οικονομολόγου και τεχνοκράτη κ. Λουκά Παπαδήμου, που αστραπιαία όμως έγινε γνωστή η εκτίμηση που χαίρει για τις ικανότητές του, αλλά και τις υπηρεσίες που έχει προσφέρει σε ανώτερης στάθμης οικονομικά προβλήματα και σε πέραν των συνόρων σοβαρές περιπτώσεις.
Προσωπικά ήμουν και από τους ευνοημένους στην πληροφόρηση, επειδή έτυχε να ήταν συμμαθητής του γαμπρού μου στο Αμερικανικό Κολέγιο και επειδή ξέρω πόσο φειδωλός είναι (για τον γαμπρό μου λέω) στα επαινετικά σχόλια, διότι δημοσιογράφος κι αυτός, όταν τον άκουσα να μας λέει:
«Είναι σοβαρός άνθρωπος, τον θυμάμαι και από το σχολείο…».
Όπως το επιβεβαίωσε σε τηλεοπτική του συνέντευξη και ο επίσης συμμαθητής τους, γνωστός πρωταγωνιστής του θεάτρου Κώστας Αρζόγλου. Ακόμα και το ότι και στο παρελθόν ένας αντίστοιχος τεχνοκράτης καθηγητής, ο Ξενοφών Ζωλότας (σημειώνοντας ειδικά γι’ αυτόν και τη γνωστή του φανατική γλωσσολατρεία στις ελληνικές ρίζες), είχε κληθεί να προσφέρει για ανάλογα καθήκοντα, άσχετα με τα τότε υπονομευτικά παρασκήνια, αυτό άρχισε να αναπτερώνει τις ελπίδες μας.
Όταν είσαι καταξιωμένος και με αναγνωρισμένες και επιβεβαιωμένες τις ικανότητές σου, ειδικά μάλιστα για τον κ. Παπαδήμο, που πρόσφατα αρνήθηκε μια σπουδαία θέση της ειδικότητάς του στο εξωτερικό, τότε δεν μπαίνεις τόσο εύκολα σ’ αυτήν την αρένα για να αντιμετωπίσεις τον αφηνιασμένο οικονομικό ταύρο της Διεθνούς Οικονομικής Σφαγής, που αυτήν την κρίσιμη ώρα μαίνεται μπροστά στο κόκκινο πανί που ερεθιστικά του το κουνούν οι υποκινητές της έξαρσης.
Όχι βέβαια ότι ο κ. Παπαδήμος γνωρίζει κάποιες μυστικές χρυσοφόρες κάνουλες που θα καταφύγει σ’ αυτές και ανασηκώνοντας τα μανίκια, θα αρχίσει να φωνάζει στους ομολόγους δανειστές μας «να περάσουν σαν κότες για να φάνε τάλιρα, οι αγιογδύτες»…
Μάλιστα, κύριε… Έτσι! Σ’ αυτήν την αγοραία γλώσσα που μπορεί να μην τη συνηθίζει ο κ. Παπαδήμος, όμως τέτοια τους χρειάζεται για το χυδαίο τρόπο που μας φέρθηκαν, που λίγο ακόμα θα μας γύρευαν να τους δώσουμε και την Ακρόπολη για αμανάτι.
Και δεν αποκλείεται μέχρι και το γείτονα τον Καβαλιέρε να τον φωνάξουμε για να τον βοηθήσουμε, που αντίθετα με εκείνον που μιλώντας για την Ελλάδα έκανε την απρέπεια να πει ότι δεν θα αφήσει την Ιταλία να γίνει Ελλάδα. Και το είπε ποιος; Ο κοντός που έκανε το προεδρικό του γραφείο ροζ κρεβατοκάμαρα…
Ούτε βέβαια σαν καινούργιος μάγος Χουντίνι θα βγάλει το μαγικό ραβδάκι του και χωρίς να χρειαστεί να ξαναμεθύσουμε τον ήλιο (άσε, δεν χρειάζεται άλλο, μια φορά τον μεθύσαμε και προκόψαμε) θα τον κάνει να αποβάλει τη μελαγχολική του όψη αυτών των πρόσφατων καιρών μας και θα μας πει αισιόδοξα «αφού σας το έλεγα ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία» και που προφανώς με πρώτη ευκαιρία, αυτή θα αρπάξει από τα μαλλιά για να κάνει το μικρό «θαυματάκι» του και να μας ξαναβάλει έστω και στο μονοπάτι μιας στοιχειώδους ανεκτής κυκλοφορίας και μακριά από τις λεωφόρους της σπατάλης και της ασυδοσίας που μας είχαν καλομάθει τα 30 τελευταία χρόνια της αναξιοπιστίας που μέχρι τώρα μας είχαν συνηθίσει οι κακόπιστοι διαχειριστές της ζωής μας και που αυτά τώρα πληρώνουμε.
Όχι βέβαια με θαύματα, να μην ξαναλέμε τα ίδια. Τα θαύματα μας τελείωσαν, χωρίς να υπάρχει και καμία βεβαιότητα ότι υπήρξαν ποτέ. Υπάρχει όμως κάτι πολύ πιο σπουδαίο: Η γοητεία των αριθμών -το βεβαιώνουν οι μεγαλύτεροι σοφοί- και, από ό,τι δείχνουν τα πράγματα, στους αριθμούς βρίσκεται και η δύναμη του κ. Παπαδήμου.
Και να μην το ξεχνάμε, όσο χρήσιμοι είναι οι αριθμοί, τόσο γίνονται σκληροί όταν τους παραβλέπουμε.
ΕΚΔΙΚΟΥΝΤΑΙ!
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ
ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
Επιτρέψτε μου να διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις για το αν η κορυφαία παρουσία του Οδυσσέα Ελύτη στον πνευματικό μας χώρο, για το αν δηλαδή αυτός ο μέγιστος των Ελλήνων, ο επιβραβευμένος με τη μεγαλύτερη παγκόσμια αναγνώριση του βραβείου Νόμπελ, που μας έκανε όλους υπερήφανους, έτσι όπως έγινε και με την ίδια βράβευση του Γιώργου Σεφέρη, έχει την ανάγκη μιας τόσο μεγάλης διαφημιστικής προβολής, όπως γίνεται τελευταίως και μάλιστα με έναν τρόπο που ελαφρώς θυμίζει απομνημονεύματα χολιγουντιανών ειδώλων. Και το λέω αυτό το τελευταίο επειδή έτυχε πρόσφατα να διαβάσω ανάλογα αφιερώματα για το βίο και την προσωπική «πολιτεία», γενικώς, δύο αντίστοιχων «ειδώλων» που έγραψαν ιστορία, του Κλαρκ Γκέιμπλ και του Τζέιμς Ντιν, και μοιραία δημιουργήθηκαν οι ανάλογοι συσχετισμοί.
Όχι βέβαια ότι θα μπορούσε κανένας να αμφισβητήσει την τεράστια πνευματική προσφορά του, ούτε το σπουδαίο έργο του που τον τοποθέτησε και μάλιστα από τα πρώτα ποιητικά του βήματα σε μια τόσο υψηλή ποιητική ιεραρχία, παράλληλα και με την πολιτική πορεία, δίπλα σε μεγάλες φυσιογνωμίες παγκόσμιου κύρους. Και από πόσο νέος, όταν το όνομα «Ελύτης» γεννήθηκε για να μην επηρεάζεται του νεαρού ποιητή από το βιομηχανικό των Αλεπουδέληδων, που είχαν ήδη κατακτήσει τη θέση τους στην αναπτυσσόμενη Ελλάδα της δεκαετίας του ’30.
Θα θυμηθώ χαρακτηριστικά το νεαρό φίλο μου και αξιόλογο ποιητή, τον Φαίδρο Μπαρλά, που έφυγε δυστυχώς πολύ νωρίς, που στην περίοδο της Κατοχής έγραψε στη «Διάπλαση των Παίδων» σατιρικά: «Να διαβάσεις τον Σεφέρη, λεξικό ποιος θα σου φέρει – να διαβάσεις τον Ελύτη, τρέξε να βρεις γριφολύτη», όταν δηλαδή ο Ελύτης, στην 3η δεκαετία του, ήταν ήδη ποιητική «φίρμα» σατιριζόμενη!
Βέβαια το πανάκριβο λεύκωμα των 400 σελίδων από τη ζωή του, το τεράστιο οδοιπορικό του ποιητή, τις σχέσεις του με φυσιογνωμίες του περασμένου αιώνα που έπαιξαν ρόλο στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι με τις όποιες ευεργετικές ή και αντιφατικές περιπτώσεις, ακόμα και τα προσωπικά ενδιαφέροντα του ποιητή -και όχι μόνο- στις δικές μας εξελίξεις παρουσιάζουν ενδιαφέρον, φτάνει να αποτελούν τις προσωπικές του καταθέσεις και όχι να αποτελούν το μέσον προβολής μιας αισθηματικής συντροφικότητας με το αντίστοιχο οικονομικό αποτέλεσμα.
****
ΚΑΙ Ο ΜΑΝΟΣ ΛΟΪΖΟΣ ΕΙΧΕ «ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑ»…
Ήταν συγκινητικό το αφιέρωμα στην ΕΡΤ «Στην υγειά μας» του Σπύρου Παπαδόπουλου για τον αξέχαστο Μάνο Λοΐζο, που τόσο νωρίς έφυγε από κοντά μας και που όταν μέχρι τα 45 του μας έδωσε τόσα αριστουργηματικά τραγούδια, δεν χρειάζεται να πούμε και πόσα ακόμα καλύτερα θα μας έδινε…
Κανένας όμως δεν ήξερε να μιλήσει για την πρώτη παρουσία του Μάνου, ούτε ο φίλος μου και παρευρισκόμενος στην εκπομπή Λευτέρης Παπαδόπουλος, που αποκλείεται να μην την ξέρει, εκτός αν θέλει να έχει το «μονοπώλιο» της ανακάλυψης του Μάνου, μόνο που η πραγματικότητα είναι αυτή που θα περιγράψω, χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση.
Έτος 1965 και γυρίζουμε με τον Ορέστη Λάσκο την ταινία «Μπετόβεν και μπουζούκι» με σενάριο ελεύθερης διασκευής μου από τη μουσική κωμωδία της τριάδας Ασημακόπουλου – Σπυρόπουλου – Παπαδούκα, με τον Νίκο Σταυρίδη, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Γιάννη Γκιωνάκη, τον Σωτήρη Μουστάκα, τον Σταύρο Παράβα, τον Τάκη Μηλιάδη και τα τραγούδια της ταινίας να μας τα γράφει ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν στην κρίσιμη στιγμή ο Μάνος με ειδοποίησε, πνιγμένος όπως ήταν με 100 υποχρεώσεις, ότι δεν είχε ετοιμάσει τίποτα. Με τον Μάνο ήταν τέτοια η φιλία μας, που δεν υπήρχε περίπτωση να κόψουμε τις «καλημέρες» μας, αλλά το πρόβλημα υπήρχε και όταν στο γύρισμα της ταινίας το έλεγα στον Λάσκο αναζητώντας λύση επειγόντως, άκουσε τη συζήτηση ο διευθυντής μας φωτογραφίας, ο Λάκης ο Καλύβας, και μας λέει:
– Είναι ένα «παιδί» στη γειτονιά μου που γράφει τραγούδια σαν αυτά που χρειαζόμαστε για την ταινία. Έχει ταλέντο, γιατί δεν τον ακούτε;
Όπως και έγινε. Την άλλη μέρα ήρθε στα γραφεία της εταιρείας ένας νεαρός με μια μεγάλη συμπαθέστατη φάτσα και με μια κιθάρα στο χέρι και ζήτησε εμένα, ειδοποιημένος από τον Καλύβα και ψιλοτρακαρισμένος μου έπαιξε και μου τραγούδησε 4-5 τραγούδια, με στίχους, αν θυμάμαι καλά, της πρώτης γυναίκας του, ενώ η Μυρσίνη θα πρέπει τότε να ήταν μωρό.
Δεν χρειάζεται να πω ότι ο άγνωστος νεαρός, που δεν ήταν άλλος από τον Μάνο Λοΐζο, με την κιθάρα στο χέρι ήταν αυτό που ζητούσαμε, όπως και η δική μου η έκπληξη που ακολούθησε, ήταν όταν του είπα ότι θα μας έγραφε και όλη τη μουσική της ταινίας, δηλαδή εκτός από τα τραγούδια, τα χορευτικά και τα συνοδευτικά της εικόνας, που μου απάντησε:
«Μα, εγώ δεν ξέρω να γράφω μουσική, ό,τι ακούσατε ήταν γραμμένο με την κιθάρα μου»…
Του απάντησα ότι θα του έδινα έναν έμπειρο ενορχηστρωτή, κάποιον Κόκκορη ή έναν Σεϊτανίδη που τους χρησιμοποιούσε και ο Χατζιδάκις όπως και τα περισσότερα τα είχε πει η Κλειώ Λενάρδου. Έτσι σε μια ταινία, ένας Μάνος έφυγε και ένας Μάνος ήρθε και νιώθω πολύ όμορφα που του άνοιξα τότε εγώ την πόρτα.
Κάποια χρόνια αργότερα του πρότεινα να ανεβάσουμε στο θέατρο «Καλουτά» ένα έργο με τραγούδια δικά του δεμένα σε έργο, θα έπαιζε και η δεύτερη γυναίκα του, η Δώρα Σιτζάνη, και μου ζήτησε να συνεργαζόταν μαζί μας και ο Λευτέρης, πράγμα που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε επειδή το μοιραίο ταξίδι στη Μόσχα ματαίωσε και τα «δελφινάκια» και τα «ψαροκάικα» και τα ταξίδια τα μακρινά ως την Τζαμάικα…
Όσο για τη δικαιολογία του κ. Σπύρου Παπαδόπουλου «και πού θέλετε να τα ξέρω εγώ όλα αυτά», η απάντηση είναι «όταν κανένας πρέπει να μάθει, το ψάχνει και το βρίσκει…».
Γ. Λ.