Μπροστά σε αδυσώπητες συγκυρίες και αναγκαιότητες
Όπου με όρους επαχθέστατων δανειακών συμβολαίων, ακόμη και η εθνική κυριαρχία εν πολλοίς ακρωτηριάζεται. Αλλά την ίδια ώρα και σ’ αυτό το ίδιο επίπεδο, η άσκηση εξωτερικής πολιτικής σε μείζονα ζητήματα βρίσκεται σε κατάσταση προϊούσης καταστολής! Ως αποτέλεσμα κατανοητής μεν, αλλ’ επικίνδυνης αδυναμίας. Παράγωγο μιας ανελισσόμενης αποδομήσεως. Με τις εθνικές δυνατότητες να καθηλώνονται. Και τις αναγκαίες δυναμικές να φυλλορροούν. Η πικρή αλήθεια.
Κι αυτά δεν θα ενείχαν κινδύνους, εάν η χώρα δεν είχε τόσα και τέτοια προβλήματα. Και αν -πέραν αυτών- δεν βρισκόταν σ’ αυτήν τη γεωπολιτική θέση. Που αυτήν τη στιγμή εφάπτεται στη δίνη έως και ιστορικών αλλαγών και ανακατατάξεων. Αλλά και κρίσιμης αναδιατάξεως περιφερειακών ισοζυγίων. Με αλλαγές ενεργειακών ισορροπιών και ανάλογες διαφοροποιήσεις στρατηγικών συμφερόντων.
Κι ακριβώς: Σ’ αυτές τις κρίσιμες συγκυρίες, που απαιτούν καίριες παρεμβάσεις και κυρίως ισχύ που θα επέτρεπε την άσκηση αποτελεσματικών πολιτικών, η Ελλάδα βιώνει κατάσταση καταλυτικών κατολισθήσεων. Αφού βρίσκεται δυνάμει σε κατιούσαν ατύπου χρεοκοπίας. Η οποία και απλώς αποφεύγεται με παροχή ευρωδόσεων. Που παρέχονται με όρους συνεχούς εκβιασμού για την αποδοχή προϋποθέσεων, οι οποίες και την ωθούν κάθε φορά περισσότερο στη θέση του υποτελούς εταίρου.
Αλλά το θέμα (ή καλύτερα η τραγωδία) δεν εξαντλείται σ’ αυτά. Γιατί σιωπηρά μεν, η μεν Αθήνα με κυριολεκτικώς φοβικά σύνδρομα περιστέλλει (ή τουλάχιστον αναστέλλει) άσκηση κρισίμων για την ίδια και τις εθνικές της προοπτικές δικαιωμάτων. Όπως είναι η ανακήρυξη ΑΟΖ και η διαπραγμάτευση των ορίων με όμορες χώρες.
Και όπως είναι η άσκηση αποφασιστικώς αποτρεπτικής πολιτικής, που ν’ αποσοβεί γεωπολιτικά τετελεσμένα σε κρίσιμες θαλάσσιες ζώνες. Όπως σ’ αυτήν του Καστελλορίζου. Όπου η Άγκυρα διακινεί συνεχώς πολεμικά της. Με προφανή (κατ’ ακρίβειαν έκδηλο) στόχο, τη δημιουργία καταστάσεως η οποία:
Αφενός θ’ ακυρώνει μελλοντικές ενέργειες της Ελλάδος. Και αφετέρου θα διασπά την ενότητα του θαλάσσιου χώρου Ελλάδος-Κύπρου. Κάτι που εάν συμβεί (και δυστυχώς αυτό τελικά θα γίνει) θα έχει ανυπολόγιστες συνέπειες σε ό,τι αφορά, πέραν των άλλων, την ιστορική προοπτική για τους δύο κρατικούς πυλώνες του Ελληνισμού.
Γιατί με βεβαιότητα η παρούσα οικονομική κακοδαιμονία και κατάρρευση της Ελλάδος, αργά ή γρήγορα, θ’ αναστραφεί. Ακόμη και αν υπάρξει πλήρης (και απευκταία βεβαίως) χρεοκοπία, κάπου η κατιούσα θα τερματισθεί. Και η ανιούσα θα επανέλθει για τη χώρα ως προοπτική.
Εάν όμως παρ’ ευχήν επισυμβούν όσα γεωπολιτικώς φοβούμεθα ότι μπορεί να εκδηλωθούν (και που -εάν δεν εθελοτυφλούμεν- ήδη δρομολογούνται), δεν θα υπάρξουν δυνατότητες αναστροφής. Ή τουλάχιστον το κόστος της θα είναι πέραν του επώδυνου. Κι αυτό πρέπει να προβληματίσει τους θεσμικούς διαχειριστές των υποθέσεων του Ελληνισμού.
Όσο λοιπόν και αν η προσοχή μας περισπάται από τις αδυσώπητες πραγματικότητες που αγκυλώνουν την ελληνική καθημερινότητα και αποσυνθέτουν δυνατότητες και αντιστάσεις, εντούτοις: Οφείλουμε, ειδικά σ’ αυτήν την άλλη διάσταση που συνάπτεται προς τα εθνικά ζητήματα, να ενεργήσουμε με συσπειρωτικές δυνατότητες και να οπλίσουμε δυναμικές.
Που όχι απλώς να διαβιβάζουν μηνύματα πειστικής αποφασιστικότητος, αλλά και να προάγουν στρατηγική θωράκιση όπου επιβάλλουν οι περιστάσεις. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την Αθήνα. Συναφορά και τη Λευκωσία. Γιατί και αυτή (κυρίως αυτή) βρίσκεται ήδη στη σιαγόνα των αδηφάγων τουρκικών νεοοθωμανικών συνδρόμων. Αθήνα και Λευκωσία οφείλουν να επανενεργοποιήσουν το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, επί άλλου πλέον επιπέδου.
Ως συν άλλοις εταίροι στην ΕΕ. Όταν μάλιστα σημειώνονται τέτοιες και κρίσιμες αλλαγές στα περιφερειακά ισοζύγια ισχύος και συμφερόντων. Που, σε κάποιο βαθμό, δημιουργούν συγκυριακά για τον Ελληνισμό θετικότερο στρατηγικό περιβάλλον.