Μια φορά και έναν καιρό

Ένιωσε προς στιγμήν να χάνεται και να βυθίζεται στην προπολεμική εποχή, τότε που οι οικογένειες ήταν πολυπρόσωπες, που συγκατοικούσαν παππούδες, γονείς και εγγόνια, και που «γάμος, τοκετός, κηδεία» ήταν γεγονότα που εξελίσσονταν κάτω από την ίδια στέγη.

Οι γενεές έρχονταν και φεύγανε, γάμοι γίνονταν, νύφες ή γαμπροί έμπαιναν σπίτι «σώγαμπροι», παιδιά γεννιούνταν, οι γέροι «συχωριόντουσαν», η σύνθεση ανανεωνόταν, αλλά η ελληνική οικογένεια παρέμενε σφιχτά δεμένη, αναλλοίωτη. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος με τα επακόλουθά του και διαλύθηκαν τα πάντα. Και τώρα ο παππούς στέκεται απολιθωμένος μπροστά στα φουντωτά λουλούδια, σαν να τα περιεργάζεται, αλλά η ματιά του ανάμεσα από τα λεπτεπίλεπτα φυλλαράκια τους βλέπει εικόνες από εκείνα τα χρόνια…

…Με το μπάσιμο τότε του Οκτώβρη, οι άνθρωποι ετοιμάζονταν για τον μακρύ, ατέλειωτο χειμώνα. Στο πρώτο δεκαήμερο, τα σπίτια δεν μύριζαν πια μούστο από τις μουσταλευριές ούτε αρμπαρόριζα από το γλυκό κυδώνι και τα παστοκύδωνα που φτιάχνανε οι νοικοκυράδες. Σκόρπαγαν μονάχα μιαν έντονη μυρωδιά ναφθαλίνης από τα μάλλινα που έβγαζαν για να αεριστούν. Άπλωναν τα κοστούμια, τα παλτά, τις κουβέρτες, τα διάφορα στα μπαλκόνια και στις αυλές να ξεμυρίσουν κι έβγαιναν παγανιά ο «αρπαχτάς» και ο «μπουκαδόρος», που περιφέρονταν στις γειτονιές στο αδιάφορο τάχα και όλο κάτι ψάρευαν από τα απλωμένα. Βέβαια, όπως βρωμοκοπούσανε ναφθαλίνες καθώς πήγαιναν να «ακουμπήσουν» το… θήραμα, αν τύχαινε στον δρόμο τους πολιτσμάνος με οξεία όσφρηση, δεν γλίτωναν το μπαγλάρωμα ούτε τα χαστούκια.

Καθώς ο Άγιος Δημήτρης σήμαινε την έναρξη μιας περιόδου με αλλεπάλληλες εορτές μέχρι τα Χριστούγεννα, το σπίτι χρειαζόταν ετοιμασίες, ειδικά εάν υπήρχε και ονομαστική εορτή. Την πρώτη δουλειά, την πιο βρώμικη, την αναλάμβανε ο άντρας. Έλυνε τα μπουριά της σόμπας, τα έβγαζε στην αυλή, τα χτύπαγε καταγής να καθαρίσουν από τις καπνιές κι ύστερα τα ξανασυναρμολογούσε βάζοντας στις ενώσεις τους γυαλιστερά επίχρυσα δακτυλίδια. Αφαιρούσε τις στάχτες από τη σόμπα, τη «σαλαμάνδρα», που έκαιγε ανθρακίτη και την άναβαν μόνον στις γιορτές ή όταν είχαν επισκέπτες, και φυσικά γέμιζε μουντζούρες μέχρι κι η μούρη του. Εδώ τελείωναν οι ανεκτίμητες προσφορές του. Στη συνέχεια ανασκουμπωνότανε η πολύπειρη γιαγιά, που κρατούσε με τα δόντια τα πρωτεία, και με τη βοήθεια της κόρης ή της νύφης της, που έβραζε μέσα της με την παλιόγρια που δεν την άφηνε να κουμαντάρει το σπιτικό της, άρχιζε η ανασυγκρότηση από την καλοκαιρινή διάλυση. Από κοντά και το «δουλικό», που εισέπραττε τα νεύρα των αφεντικών του. Και ήταν μεγάλη η ανηφόρα. Έπρεπε να στρώσουν τα χαλιά στο σαλόνι και τα κιλίμια στα υπόλοιπα δωμάτια για να μην ξεπαγιάζουν οι πατούσες τους. Να κρεμάσουν κατόπιν στα παράθυρα τις βαριές κουρτίνες με τα κρόσσια, που και επίσημη εμφάνιση έδιναν και συγχρόνως «φιλτράριζαν» τον αέρα, που… ξύριζε μπαίνοντας από τις χαραμάδες.

Είναι τσουχτερό το κρύο, το σπίτι παγωμένο και η θέρμανση ανύπαρκτη. Τι να σου κάνει ένα μαγκάλι όταν έξω σφυρίζει «ο βοριάς που τα αρνάκια παγώνει»; Έχουν επίσης να καθαρίσουν με νέφτι το πάτωμα και να αλείψουν το παρκέ με παρκετίνη. Πρώτα γονατιστές να τρίβουν κι ύστερα με πατάκια σε ακαθόριστο χορό, τύπου σέικ ανάμεικτο με… τσάμικο, για να γυαλίσει. Να γίνει καθρέφτης. Και μετά να τρέμει το φυλλοκάρδι τους μη γλιστρήσουν και πέσουν και σπάσουνε κανένα ποδάρι. Οι περισσότεροι πρόγονοί τους εγκατέλειψαν τον μάταιο τούτο κόσμο από… παρκετίνη. Και η μυρωδιά από το νέφτι σκοτώνει ελέφαντα. Εκτός από το στρώσιμο στο πάτωμα, ήταν κι εκείνα τα μικρά χαλάκια -οι σιζαντέδες- που τα κρέμαγαν στους τοίχους σαν κάδρα στο ύψος των καναπέδων για να δίνουν την αίσθηση της θαλπωρής. Κατόπιν έπρεπε να γυαλιστούνε τα ασημικά, που είχαν καλυφθεί από ένα στρώμα μαυρίλας. Την αγγαρεία την αναλάμβανε εξ ολοκλήρου το δουλικό, που μαύριζαν τα χέρια του από το μπράσο. Και έτριβε, έτριβε, έτριβε, αλλά ήταν τεμπέλα και ακαμάτρα, που είχε «τον νου της στα πουλιά και στ’ αηδόνια» και μια σωστή δουλειά δεν έκανε… Κι όταν τελείωνε με τα ασημικά, ακολουθούσαν τα μπακίρια. Αυτά ήταν το ξεθέωμα. Ειδικά οι τεντζερέδες που χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα και η φωτιά της φουφούς ή της γκαζιέρας μαύριζε τα πλαϊνά και τον πάτο τους κι έπρεπε να σπάσεις τα κέρατά σου για να τους κάνεις να λάμπουν στα ράφια. Οι δουλειές όμως δεν τέλειωναν εδώ. Αγόραζαν ωραία χρωματιστά χαρτιά, τα έκοβαν λουρίδες κι ύστερα με το ψαλιδάκι του μανικιούρ έφτιαχναν σαν δαντέλα καρδούλες, λουλουδάκια κι άλλα σχέδια και «έντυναν» τις ξύλινες πιατοθήκες στον τοίχο για να φαντάζουν όμορφα. Τέτοιες χάρτινες λωρίδες υπήρχαν και έτοιμες. Ήταν γκοφρέ, με τυπωμένες γιρλάντες και πολύχρωμα σχέδια. Τις πουλούσαν τα μπακάλικα και τα ψιλικά, αλλά οι σωστές νοικοκυρές προτιμούσαν να τις φιλοτεχνούν οι ίδιες. Έτσι περνούσαν τις ώρες τους ευχάριστα, διασκέδαζαν την πλήξη τους και δεν… τεμπέλιαζαν.

Είχαν τελειώσει πια οι βασικές προετοιμασίες και το σπίτι είχε πάρει τη χειμερινή του όψη όταν η εορτή του Αϊ-Δημήτρη ήταν πια «επί θύραις». Καθώς ο πατέρας εόρταζε, άρχιζε τώρα το δεύτερο μέρος, για να ταλαιπωρείται ο φουκαράς ο παππούς, που έναν μήνα τώρα τον ξαποστέλνουν στο καφενείο για να μην τον έχουν «μέσα στα πόδια τους…» με τις γκρίνιες του. Τώρα έρχεται η σειρά της κουζίνας, με το ζύμωμα κατ’ αρχάς του γλυκού του κεράσματος. Πηγαίνει η μικρή στον φούρνο να πάρει τις μαύρες λαμαρίνες, τις λεγόμενες «νταβάδες», και στη συνέχεια πηγαινέλα το γλυκό για ψήσιμο. Το σπίτι τώρα ευώδιαζε από το φρέσκο βούτυρο και τις άλλες μυρωδιές της μαγειρικής.

Έπρεπε επίσης να ελέγξουν αν το τσέρι που έφτιαξαν είναι εντάξει, να σιδερώσουν την άσπρη ποδιά και το «μπονέ» της δούλας, για να παρουσιαστεί ευπρόσωπη στους επισκέπτες όταν θα σερβίρει το ποτό με ελαφρά υπόκλιση, λέγοντας ευγενικά με τη χαρακτηριστική της προφορά: «Ουρίστε!»…

Όσα μαθήματα ορθοφωνίας κι αν της έκαναν, με μπόλικες… μπούφλες, αυτή παρέμενε στουρνάρι.

Και η γιορτινή μέρα ξημέρωσε. Τα φουντωτά χρυσάνθεμα σκόρπαγαν το διακριτικό τους άρωμα μέσα στο κινέζικο βάζο. Στην κρυστάλλινη πιατέλα, καταμεσής του μπουφέ, ένα βουνό από τις πατροπαράδοτες ταρταλέτες, φτιαγμένες με τη συνταγή της προγιαγιάς, που αποτελούσαν «σήμα κατατεθέν» της εορτής. Η αναμμένη σόμπα διέχεε τη ζεστασιά της, ενώ από το μικρό παράθυρό της φάνταζαν οι φλογίτσες να χορεύουν… καντρίλιες.

Στο συνηθισμένο βραδινό τσιμπούσι, το μενού περιελάμβανε, όπως πάντα, αρνάκι στον φούρνο με πατάτες και επιδόρπιο γαλακτομπούρεκο, φτιαγμένο από τον παππού…

…Τον παππού που η δακρυσμένη του ματιά δεν ξεκολλάει από τη γλάστρα με τα λουλούδια!


Σχολιάστε εδώ