Τότε… και τώρα;
«Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απʼ τον άλλον, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου φορές εκατοβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους, έξω, καθώς μες στην ψυχή μας», γράφει ο Ελύτης θυμίζοντας τις μέρες εκείνες στην «Πορεία προς το Μέτωπο», από το «Άξιον Εστί».
Ήταν Οκτώβρης του 1940.
Με το πρώτο στρατιωτικό ανακοινωθέν σκίρτησαν οι καρδιές όλων των Ελλήνων: «Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους»…
Σύσσωμος ο λαός μας απέκρουε την ιταμή και άνανδρη ιταλική επίθεση, σημειώνοντας την πρώτη συμμαχική νίκη κατά του Άξονα. Τότε που υποχρεώθηκαν οι Γερμανοί να αναβάλουν την επιχείρηση Μπαρμπαρόσα κατά της Σοβιετικής Ένωσης για να συνδράμουν τους ιταλούς συμμάχους τους, κάτω από το βάρος της συντριπτικής νίκης των ελληνικών όπλων.
Απευθυνόμενος προς τους Έλληνες ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας μετέδιδε τότε: «Πολεμήσατε άοπλοι εναντίον πάνοπλων και νικήσατε. Μικροί εναντίον μεγάλων και επικρατήσατε. Δεν ήταν δυνατό να γίνει αλλιώς, διότι είστε Έλληνες. Κερδίσαμε χρόνο για να αμυνθούμε. Ως Ρώσοι και ως άνθρωποι σας ευγνωμονούμε».
Και ο Άγγελος Βλάχος τελείωνε το πρωτοσέλιδο άρθρο του στην «Καθημερινή» εκείνου του πρωινού της 29ης Οκτωβρίου 1940 με τίτλο: «Το στιλέτο»: «Και αν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν έναν λαόν ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνει, ε, τότε θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και παράδοξος νίκη των. Αλλʼ αυτό δεν θα συμβή. Η Ελλάς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η ιδέα και το στιλέτον θα ηττηθή».
Και η αυτοθυσία και το θάρρος του λαού μας κατατρόπωσε τις φασιστικές μεραρχίες. Αυτό έκανε τον Τσώρτσιλ να αναφωνήσει: «Συνηθίζαμε να λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες. Τώρα θα λέμε ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Τεπελένι, Πόγραδετς, Αγ. Σαράντα, παραμένουν ανεξίτηλα σημεία αναφοράς στη συλλογική μνήμη του έθνους.
Αλλαγή σκηνικού. Εβδομήντα ένα χρόνια μετά. Η Ελλάδα του Μνημονίου και του «κουρέματος». Οι ζητωκραυγές και ο ενθουσιασμός εκείνων του Οκτώβρη του ʼ40 αντικαταστάθηκαν με τις φωνές των αγανακτισμένων. Ασυγκράτητη οργή. Παντού ατμόσφαιρα κατήφειας.
Θλιβερός απολογισμός και μελαγχολική σύγκριση του «τότε» και του «τώρα».
«Θαρσείν χρη τάχʼ αύριον έσσετʼ άμεινον» (Χρειάζεται θάρρος, αύριο όλα θα είναι καλύτερα), θα μας πουν οι ψυχραιμότεροι, προστρέχοντας στον Θουκυδίδη.
Ποιο θα είναι όμως εκείνο το «αύριο» που θα μας αποτρέψει από την κοινωνική κατάθλιψη και την απαξίωση, όταν θα είναι αμφίβολο αν θα έχουμε δικαίωμα ακόμα και στην ελπίδα;
Ποιος μπορεί να δώσει ασφαλή απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα;
Δεν μεμψιμοιρούμε. Δεν δειλιάζουμε. Απλώς, πονάμε. 1940, 2011. Τα εβδομήντα χρόνια που χωρίζουν τις δύο ημερομηνίες δεν μπορούν να μεταλλάξουν το DNA του Έλληνα. Σε δύο και τρεις γενιές, τα έθνη δεν αλλοιώνονται γενετικά, ούτε μεταλλάσσονται τα ιδανικά τους. Δεν τους το επιτρέπει η νομοτέλεια της φύσης τους.
Αυτό θα πρέπει να είναι και το μήνυμα του Οκτώβρη του 2011.