Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Βγήκανε παιδιά, φοιτητές, νοικοκυραίοι, ακρωτηριασμένοι ανάπηροι με δεκανίκια, ή με ένα μάτι, και αδιαφορώντας για το κυνηγητό των κατοχικών στρατευμάτων με επικεφαλής τους καραμπινιέρους που είχαν φρυάξει, κατέθεσαν στεφάνια, έστεψαν ανδριάντες, έκαναν πορείες και τραγούδησαν τον Εθνικό μας Ύμνο. Μόνη θλιβερή παραφωνία, ο κατοχικός πρωθυπουργός Τσολάκογλου, που κατέθεσε στον Άγνωστο Στρατιώτη δύο στεφάνια. Ένα προς τιμήν των πεσόντων Ελλήνων και ένα προς τιμήν των Ιταλών, στη λογική του «ίσα βάρκα – ίσα νερά»…
Εβδομήντα ένα χρόνια πέρασαν από τότε. Πολλά ελέχθησαν, πολλά εγράφησαν και πολλά παρουσιάστηκαν από τη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Γι’ αυτό ό,τι κι αν προσθέσει κανείς, θα είναι μια επανάληψις, μια «από τα ίδια». Όμως όσοι είχαμε την τύχη –παιδιά τότε– να ζήσουμε τις μοναδικές, τις ανεπανάληπτες εκείνες ημέρες, τις πιο μεγαλειώδεις της ελληνικής ιστορίας, που παλέψαμε ολομόναχοι τραγουδώντας με έναν γίγαντα «οκτώ εκατομμυρίων καλώς ακονισμένων λογχών» κατά τις διακηρύξεις του, και νικήσαμε, όλο και κάτι έμεινε ζωντανό στη μνήμη μας. Κι αυτό το «κάτι» από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των ημερών θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε…
Απότομα άλλαξε η ζωή των Αθηναίων εκείνη τη Δευτέρα. Πάνε οι φωτεινές επιγραφές με «νέον» στα πολυτελή καταστήματα. Παρελθόν τα ολόφωτα κοσμικά κέντρα. Σκοτεινές οι είσοδοι των θεάτρων και κινηματογράφων. Ένα απόλυτο σκοτάδι απλώνεται σε ολόκληρη την πρωτεύουσα που σε «αγριεύει». Καθώς οι δρόμοι στις γειτονιές είναι έρημοι, αν υπάρξει ένας μοναχικός διαβάτης, τα βήματά του ακούγονται ως τα πέρατα. Με καλυμμένα τα εξωτερικά φώτα, και σβησμένα τα εσωτερικά, τα λεωφορεία μεταφέρουν τους λιγοστούς επιβάτες. Όσοι δεν βρίσκονται στα έμπεδα για κατάταξη, είναι κοντά στην οικογένεια τις δύσκολες εκείνες ώρες,. Η νύχτα προχωράει αργά. Κανένας όμως δεν πάει να κοιμηθεί. Κανένας δεν ξεντύνεται περιμένοντας πως από λεπτό σε λεπτό θα ηχήσουν οι σειρήνες, και πρέπει να είναι πανέτοιμοι να τρέξουν οι επίστρατοι της αεράμυνας στα πόστα τους, και οι άμαχοι στα καταφύγια «όπως ο Νόμος ορίζει». Η πρώτη βραδιά όμως πέρασε ήρεμα, χωρίς απρόοπτα. Το ίδιο και οι επόμενες, μέχρι που πάψαμε να λογαριάζουμε τους «φρατέλους», και δεν πάει να βαρούσε μέσα στη νύχτα συναγερμός, κανένας δεν κουνιόταν από το κρεβάτι του. Το πολύ πολύ να άλλαζε πλευρό. Η απόλυτη περιφρόνηση…
Από διάφορες αστυνομικές διατάξεις προβλέπονταν διάφορες υποχρεώσεις των κατοίκων για την αντιμετώπιση προβλημάτων από ενδεχόμενους βομβαρδισμούς. Έτσι έπρεπε να έχουν αποθηκεύσει στα σπίτια νερό, για να μην υπάρξει έλλειψη σε περίπτωση καταστροφής του δικτύου. Έπρεπε επίσης να επικολλήσουν στα τζάμια ταινίες για την αποφυγή τραυματισμών από θραύσματα, και διάφορα άλλα μέτρα προνοίας. Η πολιτεία εξάλλου φρόντισε, μόλις άρχισε να «μυρίζει μπαρούτι», να διασκευασθούν τα υπόγεια των κτιρίων του κέντρου σε καταφύγια, ενώ όλα τα καινούργια κτίσματα όφειλαν να έχουν καταφύγια από κατασκευής. Οι κατοικούντες όμως στα γύρω προάστια, όπου τα σπίτια ήταν μονώροφα ή διώροφα με κήπους και αυλές, αισθάνθηκαν «γυμνοί» και ανυπεράσπιστοι στην περίπτωση βομβαρδισμών. Έσπευσαν λοιπόν να… οχυρωθούν ιδιωτικώς εκ των ενόντων. Πήραν κασμάδες και φτυάρια, και όπου υπήρχε ελεύθερος χώρος, σε χωράφια και σε οικόπεδα, έσκαψαν ορύγματα για να καταφεύγουν όταν βαρούσε συναγερμός. Για βελτίωση, τα κάλυψαν από πάνω με μαδέρια και μπόλικο χώμα κάνοντάς τα σαν τα «αμπριά» του μετώπου. Άδικος κόπος. Έμειναν αχρησιμοποίητα σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, καθώς με την πρώτη βροχή πλημμύρισαν, έγιναν τέλμα, σκουπιδότοπος, και μόνον τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μερικά από δαύτα αξιοποιήθηκαν από περιφερόμενες κυρίες, σαν χώροι για μάχες… «σώμα με σώμα». Ένας άλλος νεωτερισμός που ο πόλεμος επέφερε στη ζωή των ανθρώπων –εάν η μνήμη μου δεν με απατά– ήταν λόγω του καλπάζοντος πληθωρισμού να πληρώνονται προκαταβολικά και μάλιστα ανά 15θήμερο οι δημόσιοι υπάλληλοι. Την ίδια εποχή ενισχύθηκαν άλλοι κλάδοι με το μακροβιότατο «επίδομα καυσόξυλων» και επιβλήθηκε το συνεχές ωράριο. Τότε επίσης γνωρίσαμε το εξ Αργεντινής «κατεψυγμένο κρέας» που μοιράστηκε με δελτίο και γευθήκαμε για πρώτη φορά τις κονσέρβες «corned beef», προϊόν… διαρροής από την αγγλική επιμελητεία. Μάθαμε και το εγγλέζικο τσιγάρο με την έντονη και χαρακτηριστική μυρωδιά, που κατέκτησε τους έλληνες καπνιστές, καθώς ντουμάνιαζαν τα μπαρ και γενικώς τα στέκια της Αθήνας οι παρεπιδημούντες πιλότοι της RAF.
Και για να μπω σε ξένα χωράφια, προπολεμικά στην Αθήνα υπήρχε στο υπόγειο του Ρεξ ένας μοναδικός κινηματογράφος επικαίρων, το Σινεάκ, ονομασία που προήλθε από σύντμηση του γαλλικού «Cine actualite», δηλαδή κινηματογράφος επικαίρων, με ένα ωριαίο ποικίλο πρόγραμμα χωρίς διακοπή. Είχε μια πιστή πελατεία κυρίως από γονείς με τα παιδιά τους, που διασκέδαζαν με τις κωμωδιούλες και τα μίκυ μάους του Ντίσνεϊ. Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος και μεγάλωσε το ενδιαφέρον του κόσμου για την παρακολούθηση από οθόνης των πολεμικών γεγονότων, ήρθε σε συνεννόηση η μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα «Ακρόπολις» με το γνωστό σινεμά Άστυ στην Κοραή, και το Άστυ μεταμορφώθηκε σε… Σινεάκ. Φαίνεται ότι το εγχείρημα είχε επιτυχία, και είτε δεν αρκούσαν οι δύο αίθουσες για να καλύψουν τη ζήτηση, είτε κάποιος τρίτος σκέφθηκε να αρτυθεί και αυτός από την πίτα, και γεννήθηκε το Σινέ Νιους, με πρόγραμμα «ζουρνάλ» κατά την ορολογία της εποχής. Το νεογέννητο βρισκόταν στην οδό Σταδίου, κάτω από τα γραφεία της ΕΟΝ, δίπλα από τον άλλον ιστορικό κινηματογράφο, τον Έσπερο, που λεγόταν κάποτε Σπλέντιτ. Στην Κατοχή το Σινέ Νιους απέβαλε τα επίκαιρα, και ένα διάστημα εμπλούτισε μουσικά το πρόγραμμά του με τον Σταύρο Ρουχωτά και την ορχήστρα του. Στην Απελευθέρωση μετονομάσθηκε σε Άστορ, με το οποίο σταδιοδρόμησε ως τις μέρες μας.
Τον πρώτο καιρό, λόγω συσκότισης, μεγάλη ζήτηση είχαν οι φακοί τσέπης, τα λεγόμενα «κλεφτοφάναρα», εργαλεία ως τότε για τους διαρρήκτες και τις ταξιθέτριες, οι δε νίκες του στρατού μας έκαναν περιζήτητα σαν «πορτ-μπονέρ», κάτι λιλιπούτεια τσολιαδάκια και τσαρούχια που συνάνταγες να κρέμονται σε μαγαζιά και περίπτερα.
– Τόσα και τόσα υπάρχουν ακόμη να θυμηθεί κανείς που ο χρόνος ξεθωριάζει. Εκείνο όμως που μένει ολοζώντανο στη μνήμη είναι οι ατέλειωτες φάλαγγες ιταλών αιχμαλώτων που θα μας κατακτούσαν, και που τώρα βλέπαμε να ανηφορίζουν τη Λεωφόρο Συγγρού, θλιβεροί, τρισάθλιοι, αξιοθρήνητοι. Και ήμασταν εμείς, οι Έλληνες, οι νικητές τους.
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις…


Σχολιάστε εδώ