ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ
Να αντιληφθούμε ότι υπάρχει και ο δρόμος της δόξας και όχι μόνον ο δρόμος της καταισχύνης και της ταπεινώσεως. Είναι ανάγκη να ζωντανεύσει πάλι η εθνική μνήμη με τις ιστορικές ώρες, όπως τις περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης στην «Ελληνική εποποιία 1940-1941»:
«Στην Κηφισιά… στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940… ήρθε και σταμάτησε ένα αυτοκίνητο του Διπλωματικού σώματος. Ο σκοπός χωροφύλακας ξέκρινε μέσα τρεις άντρες. Ο ένας τους βγήκε, του μίλησε ελληνικά, εξήγησε πως ο πρεσβευτής της Ιταλίας ζητάει να ιδεί τον Πρόεδρο της Κυβερνήσεως. Απορημένος ο Μεταξάς για το ασυνήθιστο, κατέβηκε στον κήπο. Τότε αναγνώρισε τον Γκράτσι. Κατάλαβε. Η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της Ιστορίας. Δίχως άλλο προοίμιο ο Γκράτσι δήλωσε πως η κυβέρνησή του τον έχει επιφορτίσει να επιδώσει μιαν επείγουσα ανακοίνωση. Έδωσε το τελεσίγραφο. Ο Ιωάννης Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Ο Γκράτσι στο βιβλίο του λέει πως τα χέρια του Μεταξά, καθώς κρατούσαν το τελεσίγραφο, ελαφρότρεμαν συγκινημένα και τα μάτια του, πίσω από τα γυαλιά, είταν υγρά. Aυτό –εξηγεί ο Γκράτσι– συνέβαινε πάντα στον Μεταξά όταν είτανε συγκινημένος. Η στιγμή, πραγματικά, είταν δραματική κι επίσημη. Το βάρος της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, στο έθνος, στις παραδόσεις του, θα μπορούσε να λυγίσει πολύ στιβαρούς ώμους. Ας ειπωθεί προς τιμήν του Μεταξά ότι δεν λύγισε τους δικούς του. Είναι ολοφάνερο πως μέσα στη συνείδησή του μιλούσε εκείνη την ώρα κάτι πέρα από την πρακτική φρόνηση και τον πολιτικό ρεαλισμό. Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθειά φωνή της εθνικής ψυχής. Όταν αποδιάβασε το κείμενο, σήκωσε τα μάτια του, κοίταξε καλά τον πρεσβευτή και με φωνή συγκινημένη αλλά στέρεα, είπε: Ώστε λοιπόν, πόλεμος. Τότε ο Γκράτσι ένιωσε ντροπιασμένος. Ο ηλικιωμένος αυτός άνθρωπος που στεκόταν εκεί μπροστά του, και το έθνος του, είχανε προτιμήσει, στην υπέρτατη τούτη στιγμή, την οδό της θυσίας παρά την ατίμωση. Είναι τα λόγια ακριβώς του ίδιου του Γκράτσι, στα απομνημονεύματα του. Με ευλάβεια υποκλίθηκε μπροστά στον έλληνα πρωθυπουργό κι έφυγε με το κεφάλι σκυμμένο».
Και αλλού:
«Στην Ήπειρο. Το απόγευμα της Κυριακής 27 Οκτωβρίου. Στα Γιάννινα, στη Μεραρχία, ο Διοικητής της υποστράτηγος Κατσιμήτρος συνεργαζόταν με τον Επιτελάρχη του και με τον Διευθυντή του ΙΙΙ Γραφείου. Δύο μέρες πριν, είχε έρθει μήνυμα από τον συνταγματάρχη Δαβάκη. Να περιμένουμε πολεμική εκδήλωση, έλεγε ο Δαβάκης. Ο συνταγματάρχης Μαυρογιάννης, απόψε, όσα είπε στο γραφείο του Μεράρχου έδειχναν πως η νύχτα τούτη πρέπει να είναι η οριστική. Το ανεκοίνωσε ο ίδιος ο Κατσιμήτρος στο Γενικό Επιτελείο: “Η προσωπική μου γνώμη, είπε, είναι πως αύριο πρωί, ή μπορεί και τη νύχτα απόψε, θα έχουμε ιταλική επίθεση”. Και πρόσθεσε: “Η Μεραρχία θα εκτελέσει το καθήκον της προς την πατρίδα σύμφωνα με τις διαταγές και τις οδηγίες του Γενικού Επιτελείου. Μπορώ να βεβαιώσω υπευθύνως τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, και το τονίζω ιδιαιτέρως, ότι οι Ιταλοί δεν θα περάσουν το Καλπάκι. Χωρίς να έχω το ανάστημα του στρατηγού Πεταίν, που είπε για το Βερντέν ότι οι Γερμανοί δεν θα περάσουν και δεν πέρασαν, μπορώ να βεβαιώσω με κάθε πεποίθηση πως οι Ιταλοί δεν θα περάσουν το Καλπάκι”. Και δεν πέρασαν!».
Είναι πλέον ώρα να επαναλάβουμε τα λόγια των ηγετών του 1940. Όχι, δεν θα περάσουν οι νέοι Εφιάλτες και οι νέοι επιδρομείς της οικονομικής κατοχής της πατρίδος μας. Δεν θα επιτύχουν την ψυχική μας αποστράτευση αυτοί που οδήγησαν την πατρίδα μας στη σημερινή κρίση.