Τα σενάρια που προτείνουν στον Παπανδρέου οι «4» κολλητοί του

Το σύνολο σχεδόν της Κοινοβουλευτικής Ομάδας είναι στα κάγκελα και το μόνο που σκέπτεται πλέον είναι «πώς θα διαμορφωθούν οι εξελίξεις εντός και εκτός ΠΑΣΟΚ, χωρίς τον Γ. Παπανδρέου», που τον θεωρούν «πολιτικά τελειωμένο». Σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχουν σκέψεις και προχωρημένες πλέον συζητήσεις μεταξύ των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ ώστε «η δρομολόγηση των πολιτικών πρωτοβουλιών να ξεκινήσει από τη Δευτέρα κιόλας». Μάλιστα στο πλαίσιο αυτό γίνονται και σχεδιασμοί για παραιτήσεις 5-8 βουλευτών ταυτόχρονα, ώστε να ταρακουνηθεί το σύστημα και να τρέξουν οι εξελίξεις, ή για μαζική συλλογή υπογραφών προκειμένου να συγκληθεί αμέσως η Κοινοβουλευτική Ομάδα και «να μπει το νερό στο αυλάκι».

Όμως η διάθεση της πλειονότητας των βουλευτών και αρκετών υπουργών είναι «να κλείσει αμέσως το κεφάλαιο Γιώργος και να δούμε πώς μπορούμε να αποφύγουμε την πλήρη διάλυση». Μάλιστα, όπως έλεγε κορυφαίος υπουργός: «Ό,τι ακραίο είχε να ψηφίσει η παρούσα κοινοβουλευτική πλειοψηφία το έχει ψηφίσει και με το παραπάνω. Είναι αδύνατον πλέον η συγκεκριμένη κοινοβουλευτική ομάδα, υπό τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, να ψηφίσει κάτι παραπάνω», προσθέτοντας ότι «αυτή πλέον η πραγματικότητα είναι κοινός τόπος για όλους, όπως κοινός τόπος για όλους είναι το ότι τον Δεκέμβριο, με τον νέο έλεγχο της “τρόικας”, θα απαιτηθούν και νέα μέτρα, και τότε τι γίνεται;».

Σε αυτό το εκρηκτικό κλίμα, ο Γ. Παπανδρέου φαίνεται να προσπαθεί ακόμα να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, για να μείνει γαντζωμένος στην εξουσία. Το επιτελείο του Γ. Παπανδρέου και ο ίδιος εξετάζουν όλα τα πιθανά σενάρια «εξόδου» του, και μάλιστα σε σχετική απομόνωση, αφού αυτοί που είναι δίπλα στον πρωθυπουργό και εξετάζουν μαζί του τα σενάρια για την «επόμενη μέρα» είναι όλοι κι όλοι τέσσερις και συγκεκριμένα ο Δημήτρης Ρέππας, ο Χάρης Καστανίδης, ο Φίλιππος Πετσάλνικος και ο Παύλος Γερουλάνος.

Αυτές τις ώρες εξετάζονται τα εξής σενάρια-λύσεις:

Αποχώρηση του Γ. Παπανδρέου, που είναι και η επικρατούσα τάση, με ανάληψη πολιτικής πρωτοβουλίας για συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας. Στη θέση του πρωθυπουργού θα υπάρχει άλλο πρόσωπο –εκτός του Γ. Παπανδρέου– που θα είναι κοινής αποδοχής, ώστε να ικανοποιηθεί και η ΝΔ και να συναινέσει αλλά και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ήδη στελέχη όπως η Β. Παπανδρέου δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση, ενώ ανάλογα κινούνται και οι «βενιζελικοί» βουλευτές, όπως ο Δ. Λιντζέρης, η Τ. Αντωνίου, ο Ν. Σαλαγιάννης κ.ά.

Σύμφωνα με πληροφορίες, στελέχη που προκρίνουν αυτό το σενάριο διαμηνύουν στον πρωθυπουργό να θέσει το ζήτημα στον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και να μην επιχειρήσει να συνεννοηθεί απευθείας με τον κ. Σαμαρά, ώστε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να βρεθεί ενώπιον μιας σχεδόν «ντε φάκτο θεσμικής λύσης», ενώ θα τον διευκολύνει και η οικειοθελής αποχώρηση του Γ. Παπανδρέου από την πρωθυπουργία.

Όμως στελέχη όπως ο Π. Γερουλάνος, ο Δ. Ρέππας, ο Χ. Καστανίδης και ο Φ. Πετσάλνικος προκρίνουν σενάρια με τον Γ. Παπανδρέου απόλυτα ενεργό, με ρόλο και πρωτοβουλίες. Ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι ο Γ. Παπανδρέου δεν έχει εξαντλήσει το πολιτικό του κεφάλαιο, καθώς είναι υποχρεωμένος να παίρνει σκληρά μέτρα λόγω της οικονομικής κατάστασης και της πίεσης της «τρόικας» (όπως θα έπραττε και κάθε άλλος που θα ήταν υπό τις παρούσες συνθήκες στη θέση του), και κατά συνέπεια πρέπει να παραμείνει και να επιχειρήσει να συνεννοηθεί με τα άλλα κόμματα, στη βάση ενός εθνικού πλαισίου για συνολική διαχείριση της κατάστασης από δω και πέρα. Ή, αν ένα τέτοιο σενάριο δεν καταστεί δυνατό, να συνεχίσει το ΠΑΣΟΚ μόνο του και να αντέξει όσο μπορεί, προβάλλοντας έντονα πως είναι μια πανεθνική προσπάθεια με τεράστιο πολιτικό κόστος, που όμως είναι η μόνη που μπορεί να σώσει την Ελλάδα.

Πάντως, πέρα από αυτήν τη γενική συμφωνία υπάρχουν και διάφορες παραλλαγές. Για παράδειγμα, ο κ. Καστανίδης εκτιμά πως με τη διοργάνωση δημοψηφίσματος μπορούν να αποφευχθούν οι πρόωρες εκλογές και να εκτονωθεί η αγανάκτηση του κόσμου. Με μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να τεθεί με κάποιον τρόπο και το οξύ δημοσιονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα.

Βέβαια όπως λένε αρκετά στελέχη, το τι ακριβώς θα γίνει θα εξαρτηθεί και από την έκβαση της διαπραγμάτευσης για το ελληνικό χρέος. Όπως λένε χαρακτηριστικά αρκετοί βουλευτές, πέρα από τους σχεδιασμούς υπάρχουν και τα απρόοπτα, επισημαίνοντας, για παράδειγμα, ότι «κανείς δεν μπορεί να προδικάσει από τώρα τι θα γίνει με το νομοσχέδιο Ραγκούση για τα ταξί, αφού υπάρχουν όχι απλώς πολλές αντιδράσεις, αλλά ακραία πόλωση αρκετών βουλευτών απέναντι στον υπουργό». Μάλιστα ισχυρίζονται ότι η συμμετοχή του Γ. Ραγκούση στην περιβόητη «τρόικα» (μαζί με τον Α. Λοβέρδο και την Ά. Διαμαντοπούλου) έχει εντείνει ακόμη περισσότερο την πόλωση.

Ορισμένοι έχουν πολύ «προχωρημένες» θέσεις, όπως ο Δ. Ρέππας, ο οποίος –σύμφωνα με πληροφορίες– θεωρεί ότι, προκειμένου να διασφαλιστεί πολιτική σταθερότητα τα επόμενα κρίσιμα χρόνια, θα ήταν ευκταίο να συμφωνήσουν τα δύο μεγάλα κόμματα ότι θα συγκυβερνήσουν για ένα διάστημα που θα ξεπερνά τη διάρκεια μιας κυβερνητικής θητείας, π.χ. μέχρι το 2016 ή και το 2020, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα θα κερδίζει κάθε φορά τις εκλογές.

Τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη όμως προειδοποιούν ότι με το κλίμα που υπάρχει στην κοινωνία, ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου, όποιο ερώτημα και να θέσει η κυβέρνηση θα καταψηφιστεί και τότε θα αναγκαστεί να προσφύγει σε εκλογές υπό ακόμα δυσμενέστερες συνθήκες.

Τα πάντα εν τέλει θα εξαρτηθούν από το περιεχόμενο και τον χρόνο της απόφασης (ή μη) των Ευρωπαίων για το πρόβλημα του ελληνικού χρέους. Δύο είναι οι βασικές εισηγήσεις, αν υπάρξει μια «καλή» και εν πάση περιπτώσει διαχειρίσιμη απόφαση: Ή να την παρουσιάσει ο Γ. Παπανδρέου ως επιτυχία και εκμεταλλευόμενος ένα πρόσκαιρο επικοινωνιακό παράθυρο να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, τονίζοντας ότι κατάφερε να αποσπάσει μια συμφωνία που καθιστά το χρέος βιώσιμο και καλώντας τους πάντες «να αναλάβουν τις ευθύνες τους για τη συνέχεια και ο ελληνικός λαός τις δικές του». Ή να κρατήσει την απόφαση και να συνεχίσει όσο μπορεί, ευελπιστώντας ότι θα αντέξει μέχρι να αρχίσει να μεταφράζεται η συμφωνία σε βελτίωση της κατάστασης στο εσωτερικό. Το δεύτερο σενάριο δεν θεωρείται ρεαλιστικό, διότι όλες οι εκδοχές για τη ρύθμιση του χρέους που έχουν δει το φως της δημοσιότητας συνεπάγονται νέα μέτρα και ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση για το σύνολο του πληθυσμού. Όσο βέβαιο όμως είναι το ότι σύντομα θα χρειαστούν νέα μέτρα, άλλο τόσο είναι σίγουρο και το ότι δεν πρόκειται να περάσουν. Είναι αμφίβολο πλέον αν θα περάσει και το νομοσχέδιο Ραγκούση για τα ταξί, γιʼ αυτό και λέγεται ότι «πάγωσε»…

Το χειρότερο σενάριο, πέρα από μια κακή λύση (οπότε οι εξελίξεις θα είναι άμεσες), είναι η καθυστέρηση στη λήψη απόφασης εκ μέρους των Ευρωπαίων και η παράταση της αβεβαιότητας, που θα εντείνει και την παράλυση στη χώρα. Και σε αυτήν την περίπτωση ο κ. Παπανδρέου θα αναγκαστεί να προχωρήσει σε πρωτοβουλίες είτε για συνδιαχείριση με την αντιπολίτευση είτε για εκλογική έξοδο.

Εν κατακλείδι, ο καταλύτης των εξελίξεων είναι η κοινή αίσθηση ότι η πολιτική αυτή έχει φτάσει την κυβέρνηση, την ΚΟ, την αντιπολίτευση και την κοινωνία στα όριά τους και ο πρωθυπουργός δεν έχει πλέον ουσιαστική πολιτική νομιμοποίηση. Άπαντες, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς, του δείχνουν την έξοδο. Έχει μείνει με 153 βουλευτές, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν πιστεύουν πλέον σε αυτήν την πολιτική και δεν είναι διατεθειμένοι να τη στηρίξουν περαιτέρω. Ως εκ τούτου, επί της ουσίας δεν υπάρχει δεδηλωμένη πλέον.

Τα βλέμματα είναι στραμμένα και στον χώρο του λεγόμενου «κοινωνικού» ΠΑΣΟΚ, σε όλες του τις αποχρώσεις, αν και ο όρος «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ» μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου μοιάζει περισσότερο με μπλακ χιούμορ. Η έναρξη ζυμώσεων για τη συγκρότηση εναλλακτικού πόλου πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Είναι αυτονόητο ότι στελέχη όπως ο Χρ. Παπουτσής, ο Δ. Ρέππας, ο Κ. Σκανδαλίδης, ο Χ. Καστανίδης, ο Μ. Καρχιμάκης, η Μ. Ξενογιαννακοπούλου κ.ά. θα κινηθούν. Υπάρχουν και στελέχη, όπως ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Μπεγλίτης, που παρότι έχουν ενστάσεις για τους μέχρι τώρα χειρισμούς και κυρίως για τα αποτελέσματα της ακολουθούμενης πολιτικής, έχουν διατυπώσει την κριτική τους προσεκτικά και έχουν τηρήσει στάση αναμονής. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτησή του στο πρόσφατο Υπουργικό, ότι «πρέπει να σταματήσουμε να μιλάμε για επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και να αρχίσουμε να συζητάμε για επανακεφαλαιοποίηση της παράταξης».


Σχολιάστε εδώ