Σύγχρονη ξενοκρατία στην Ελλάδα

Στην πιο ευρεία του μορφή το ίδιο ίσχυε και κατά τις πρώτες δεκαετίες μετά την Επανάσταση του 1821, όταν τα κόμματα που ιδρύθηκαν τελούσαν υπό βρετανική, γαλλική και ρωσική επιρροή και επιτήρηση.
Στις σημερινές συνθήκες, και με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν κλασικά στοιχεία εκτροπής από το πολίτευμα, η επιτήρηση γίνεται από την ξένη δύναμη που κυριαρχεί και πάλι στην Ευρώπη –αυτήν τη φορά όχι στρατιωτικά, δεν χρειάστηκε– και από ορισμένους εταίρους που είτε υπηρετούν τη δύναμη αυτή είτε φιλοδοξούν να καταγραφούν ως ισότιμη δύναμη. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της Γαλλίας του Νικολά Σαρκοζί. Τονίζουμε επί των ημερών ποίου συμβαίνει, επειδή δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η Γαλλία θα ακολουθούσε την ίδια πολιτική, τις ίδιες επιλογές, αν κυβερνιόταν από έναν άλλο Πρόεδρο μεγαλύτερου πολιτικού διαμετρήματος, ανεξάρτητα από την κομματική του προέλευση. Στην περίπτωση της Γερμανίας συμβαίνει το αντίθετο. Είναι τόσο μεγάλη η ταχύτητα εξέλιξης και επικυριαρχίας της χώρας αυτής, που η επαρκής γενικά κυρία Άνγκελα Μέρκελ φαίνεται λίγη για τον ρόλο του ηγέτη, αλλά πολύ πιθανό να φαινόταν λίγος και ο προκάτοχος της Γκέρχαρντ Σρέντερ (το αντίστοιχο «ισοδύναμο» του Κων. Σημίτη στη Γερμανία) ή άλλος.
Η Ελλάδα πάντως, είτε εκ των συνθηκών είτε από ανεπάρκεια του πολιτικού της προσωπικού να διαμορφώσει, να εφαρμόσει και να επιβάλει δική του πολιτική, αποτελεί ένα θλιβερό παρακολούθημα ξένων δυνάμεων. Η εικόνα μας γίνεται ακόμα πιο θλιβερή όταν ο νικητής των εκλογών του 2009, με διαφορά 10,5 ποσοστιαίων μονάδων, προσπαθεί να υποδυθεί τον ηγέτη, θεωρώντας ότι έχει κληρονομήσει το χάρισμα από τον πατέρα ή τον παππού του, αλλά δυστυχώς στην πολιτική συμβαίνει το αντίθετο απ’ ό,τι στους μάντεις, τους δρυίδες, τους αστρολόγους: Το χάρισμα δεν είναι κληρονομικό, η τέχνη δεν μαθαίνεται και ισχύει αυτό που λέει ο λαός για το κάθε ταλέντο: Ή το ‘χεις, ή δεν το ‘χεις. Αν δεν το ‘χεις, όσο και να προσπαθήσεις δεν είναι κάτι που μαθαίνεται.
Στο «πακέτο» αυτό των χαρακτηριστικών του ηγέτη περιλαμβάνεται και η αυτονόητη διαδικασία της άρνησης, εκείνο δηλαδή που έχει περιγράψει μιλώντας στη Βουλή ο Γ. Α. Παπανδρέου: «Νομίζετε ότι εγώ δεν θέλω να τους βρίσω, να τους στείλω από εκεί που ήρθαν, και να πω αφήστε μας ήσυχους;» Φανταζόμαστε πως ναι. Του έχει περάσει απ’ το μυαλό, του δημιουργήθηκε η σχετική διάθεση, αλλά για μια σειρά από λόγους δεν το έκανε. Ο ηγέτης που δεν το κάνει, καταγράφεται ως καθ’ έξιν καταφατικός στις επιθυμίες των δανειστών (πολύ συχνά άλλωστε και ο πρωθυπουργός και μέλη της κυβέρνησης φροντίζουν να υπενθυμίσουν ότι οι δανειστές –γενικά– έχουν δίκιο και δεν μπορείς να διαπραγματεύεσαι με τους όρους σου αλλά με τους δικούς τους) και ενδοτικός στις πιέσεις. Έτσι, έχει από την αρχή χάσει το παιχνίδι των εντυπώσεων, της διαπραγμάτευσης, των θέσεων και αυτό που συχνά αποκαλείται για λόγους συνεννόησης «κόκκινη γραμμή».
Η γραμμή αυτή στην περίπτωση του Γ. Α. Παπανδρέου είναι από αδιόρατη έως αόρατη, στον βαθμό που δεν έχει γίνει αντιληπτό και κατανοητό στους ξένους ηγέτες ότι «υπάρχουν και πράγματα που δεν γίνονται». Η Ελλάδα μοιάζει να μπορεί ή να δέχεται να τα κάνει όλα, ακόμα κι αυτά που την προσβάλλουν ως ανεξάρτητη χώρα ή και υπονομεύουν την εθνική της υπόσταση. Όταν ηγετικά στελέχη της γερμανικής κυβέρνησης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης φτάνουν στο σημείο να λένε με άνεση ότι «για να ανταποκριθεί η Ελλάδα σε αυτά που ζητάμε πρέπει να χάσει έστω προσωρινά μέρος της εθνικής της κυριαρχίας», σημαίνει ότι έχουν αποκτήσει το δικαίωμα να το λένε, αλλά και ότι είναι βέβαιοι πως τα μέτρα που λαμβάνονται για τη χώρα μας περιέχουν και το στοιχείο της απώλειας μέρους της εθνικής μας κυριαρχίας.
Στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή οι Αμερικανοί και οι στενοί τους σύμμαχοι πίστεψαν ότι η Ελλάδα θα φύγει από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, επειδή ο Καραμανλής το έκανε. Και τον αντιμετώπισαν με ανάλογο σεβασμό και βαρύτητα. Στην περίπτωση του Ανδρέα Παπανδρέου η σκληρή και σημαντική ηγέτις Μάργκαρετ Θάτσερ πίστεψε ότι ο έλληνας πρωθυπουργός θα τα τίναζε στον αέρα και θα έφευγε η Ελλάδα από την ΕΟΚ για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (που όταν υιοθετήθηκαν έσωσαν όλες τις χώρες της Μεσογείου, όχι μόνο την Ελλάδα) – έβλεπε στα μάτια και στη συμπεριφορά του ότι ήταν έτοιμος να το κάνει. Εδώ όχι μόνο δεν εκφέρεται μια σκληρή θέση από ελληνικής πλευράς, αλλά δεν υπάρχει καν στη συλλογιστική των κυβερνώντων αυτή η στάση. Και αν δεν το πιστεύουν, καλύτερα που δεν απειλούν διότι δεν θα τους πιστέψουν και θα γίνουν δυο φορές ρεζίλι. Το θέμα είναι ότι αυτή η κυβέρνηση λειτουργεί πια όχι ως εκπρόσωπος του λαού, αλλά ως εκπρόσωπος τρίτων. Μόνο που δεν την έχουν εκλέξει οι τρίτοι…


Σχολιάστε εδώ