Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Εκείνος, γηραλέος λεβεντάνθρωπος απροσδιορίστων δεκαετιών, καλοντυμένος, ευθυτενής, με τις γκρίζες μουστάκες του έντονα κιτρινισμένες στο κέντρο από τη νικοτίνη των σέρτικων που κάπνιζε πριν του το απαγορεύσει ο άκαρδος πνευμονολόγος.
Απροσδιόριστης ηλικίας ήταν και η κυρία που κατέφθασε ταυτόχρονα στη στάση, μόνον που οι ρυτίδες που αυλάκωναν το πουδραρισμένο πρόσωπό της αποκάλυπταν το μάταιο του αγώνα της κόντρα στον πανδαμάτορα χρόνο.
Άγνωστοι μεταξύ τους, απλώθηκε εκείνος ο γάιδαρος στο ξεβαμμένο παγκάκι, αδιαφορώντας για την παρουσία της, ενώ εκείνη με συστολή κάθισε στην άκρη, παλιά συνήθεια από την εποχή που ήταν νέα και ωραία για να αποφεύγει τους θρασείς αρσενικούς που με κάθε ευκαιρία ακουμπούσαν τυχαία τάχατες επάνω της. Την πλήξη της αναμονής διέκοψε μια ομάδα από μαθητούδια που μάλλον είχαν σχολάσει νωρίτερα και σαχλαμάριζαν στον δρόμο με φωνές και φασαρίες. Ήταν αγόρια και κορίτσια δέκα με δώδεκα χρονών, ροδοκόκκινα, καλοντυμένα, μ’ ένα σακίδιο στην πλάτη, προφανώς με τα βιβλία τους. Πέρασαν μπροστά από τους γέρους, κάτι είπαν μεταξύ τους και ξέσπασαν σε χάχανα.
Όταν απομακρύνθηκαν, η κυρία, που διαισθάνθηκε πως κάποια ειρωνεία λέχθηκε για το κατάμαυρο, κορακί μαλλί της, είπε γεμάτη οργή: «Τα ‘δες τα κακομαθημένα; Δεν σέβονται τίποτα τα παλιόπαιδα. Μπράβο ανατροφή που τους δίνει η μάνα τους!» Και χωρίς να περιμένει απάντηση, άρχισε μια διάλεξη σε υψηλό τόνο, που μάλλον φιλιππικός ήτανε για τη νέα γενιά.
«Πάει πια ο καιρός», είπε, «που τα παιδιά μιλούσαν στους γονείς τους στον πληθυντικό, φιλούσαν το χέρι του παππού και της γιαγιάς και ήταν ευτυχισμένα όταν τους έφτιαχναν τηγανίτες…». «Και τώρα», συμπλήρωσε, «που μεγαλώνουνε σαν πρίγκιπες, τώρα που οι ταλαίπωροι γονείς κόβουν το κεφάλι τους και πραγματοποιούν κάθε τους επιθυμία, γίνανε θρασύτατα, γίνανε επαναστάτες. Δεν δείχνουν κανέναν σεβασμό, κι ας τα έχουνε όλα…».
Ο ηλικιωμένος κύριος που καθόταν πλάι της έφερε το χέρι στην τσέπη σαν να αναζητούσε τα τσιγάρα του, κίνηση καθαρά μηχανική, κατάλοιπο από την εποχή που κάπνιζε, και είπε απλά: «Όχι, κυρά μου, κάνεις λάθος. Τα παιδιά σήμερα τίποτα δεν έχουνε!». Και το «τίποτα» το τόνισε ιδιαίτερα, με τέτοιο στόμφο, που τον έπνιξε άγριος και παρατεταμένος τσιγαρόβηχας. Όταν ηρέμησε, επανέλαβε: «Τίποτα δεν έχουνε, κυρά μου». Και εξήγησε ότι μπορεί να φοράνε ό,τι καλύτερο και πιο μοντέρνο υπάρχει, με τα πανάκριβα σκισμένα τζιν και τα αθλητικά παπούτσια που κοστίζουν μια περιουσία, μπορεί να έχουν ποδήλατα με 18 ή και περισσότερες ταχύτητες και τους πιο σύγχρονους προσωπικούς υπολογιστές, με τα πιο εντυπωσιακά ηλεκτρονικά παιχνίδια για να σκοτώνουν θηριώδη τέρατα και ακατανίκητους εξωγήινους στην οθόνη, τους λείπει όμως το πιο σημαντικό. Τους λείπει το παιχνίδι στην αλάνα. Να τρέξουν, να κυνηγηθούν, να φάει η μούρη τους χώμα, να τσούξουν τα ποδάρια τους από τσουκνίδες, να ματώσουνε τα γόνατά τους αποκρούοντας σουτ, να τους τσιμπήσουνε σφήγκες καθώς θα τις ενοχλούνε στη φωλιά τους… Κι αυτά τα απλά δεν τα έχουν κι ούτε που τα ξέρουν. Και το χειρότερο, ούτε και να παίξουνε ξέρουν. Και δογμάτισε: «Το παιχνίδι στην αλάνα, κυρά μου, είναι το φαΐ των παιδιών…».
Την είχε πιάσει μονότερμα τη γυναικούλα, που βλαστήμαγε μέσα της την ιδέα να σχολιάσει τους μικρούς και προβληματιζόταν αν έπρεπε να τα σούρει στον παλιόγερο, που καλό κουμάσι θα ‘τανε και του λόγου του για να γίνεται συνήγορος των κακοαναθρεμμένων. Ευτυχώς όμως έφτασε το λεωφορείο, που παραλίγο να περάσει χωρίς να το δουν. Ανέβηκαν και πήγαν στο καλό τους…
Εκείνος όμως σ’ όλη τη διαδρομή τρωγόταν. Προσπαθούσε να ανασύρει από τη μνήμη του τα παιχνίδια που έπαιζαν στα παιδικά του χρόνια. Και καλά, η μπάλα ήτανε «το κυρίαρχο» άμα υπήρχε τόπι. Παίζανε και βώλους, από εκείνους τους χωματένιους τους χρωματιστούς που διαλύονταν με το πρώτο, και κάποιες φορές έριχναν στη μάχη τα βαριά τους όπλα, τις γυάλινες γκαζές. Το μεγάλο όμως, το σοβαρό παιχνίδι γινόταν όταν παίζανε κυνηγητό. Τρέχανε σαν μανιασμένοι και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκουντουφλούσαν και τρώγανε τα μούτρα τους. Ύστερα ήταν το κρυφτό και το «φτου ξελευτερία», με όλου του κόσμου τις ζαβολιές. Θυμήθηκε ακόμη το γλέντι που γινότανε όταν παίζανε «κλέφτες κι αστυνόμοι» και χωρίζονταν σε δύο ομάδες, που η καθεμιά τους έπρεπε να εφαρμόσει σωστή στρατηγική για να εξοντώσει τον αντίπαλο. Όποιος στην παρέα είχε ένα αγιοβασιλιάτικο πιστολάκι ανελάμβανε «ex officio» υπαστυνόμος Α’ ή αρχιμαφιόζος κατά περίσταση. Οι υπόλοιποι περιορίζονταν στον ρόλο του απλού γκάνγκστερ ή του ντεντέκτιβ. Χάλαγε η γειτονιά από τις φωνές τους με τα «στεκαμάν» και τα «κιχ, κιχ», που ήταν ηχητικές από του στόματος εκπυρσοκροτήσεις των πυροβόλων όπλων τους… Είχε τότε κι εκείνος ένα ωραίο πλακέ γυαλιστερό πιστόλι που έπαιρνε καψούλια σε ταινία και υπερήφανος… οπλοφορούσε. Τον χαρτζιλίκωσε στη γιορτή του μια θεια του κι αμέσως πήγε στον Προκόπη τον ψιλικατζή να αγοράσει καψούλια. «Δώσε μου δέκα κουτιά», διέταξε, καθώς ήταν λεφτάς. Μέτρησε το εμπόρευμα ο Προκόπης, είχε δέκα όλα κι όλα: «Θα σου δώσω μονάχα πέντε», του είπε, συμπληρώνοντας: «Αν τα πάρεις όλα εσύ, τι θα ‘χω εγώ να πουλάω;»…
Το μπιστολάκι του αυτό, που τόσο υπερήφανο τον έκανε, το πέταξε στα σκουπίδια επειδή μια μέρα καυγαδίζοντας με τον Σταύρο τον ζηλιάρη, που όλα τα υποτιμούσε κι όλα τα κατηγορούσε, τον ξεφτίλισε μπροστά σ’ όλη τη «συμμορία» λέγοντάς του πως το μπιστόλι που τους μοστράρει είναι γυναικείο… Τι ντροπή, Θεέ μου, ένιωσε τότε. Να άνοιγε η γη να τον καταπιεί… Αν ήταν αληθινό, σίγουρα θα τον σκότωνε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, για να αποδείξει του λόγου το αληθές, ο αλήτης, τους ξεσήκωσε και τράβηξαν στο «Ετουάλ», όπου στις φωτογραφίες των «Προσεχώς» φαινόταν καθαρά η Μάρλεν Ντήτριχ με ένα ολόιδιο «πλακέ» στο χέρι. Σύννεφο πήγε τότε η καζούρα και το ίδιο βράδυ, ψυχικό ερείπιο, το πέταξε, νιώθοντας σαν προδομένος εραστής… Η ιστορία αυτή του θύμισε και τον πετροπόλεμο που κήρυξαν σε κάτι τσογλάνια στα Παλιά Σφαγεία, διότι ένας από δαύτους, ο μεγαλύτερος, τόλμησε να κολλήσει στην αδελφή του Ντίνου. Στην αρχή έστειλαν «πρεσβευτές» ζητώντας ηθική ικανοποίηση. Εισέπραξαν ποικίλες υβριστικές προτροπές, αντίστοιχες του τουρκικού «άι σιχτίρ», κι έτσι οι μάχες άρχισαν… Βροχή έπεφταν τα κοτρώνια, κι όταν κάτι τζάμια συγκαταλέχθηκαν στις «παράπλευρες απώλειες», έντρομοι οι περίοικοι κάλεσαν την αστυνομία. Πλάκωσαν οι πολισμάνοι και οδήγησαν τους μαχητές στο ΙΑʼ Αστυνομικό Τμήμα. Μερικοί εκ των κληθέντων πατεράδων κατέβαλαν ρεφενέ επιτόπου τις «πολεμικές αποζημιώσεις» και μετά, στο σπίτι, έσπασαν τους γιους τους στο ξύλο… Χαμογέλασε, καθώς λες και ξαναζούσε τα γεγονότα, και μετά μουρμούρισε πως πρέπει κάποιος, όσο είναι καιρός, να καταγράψει εκείνα τα «παιχνίδια της αλάνας» για να διασωθούνε σαν μουσειακό είδος…
ΥΓ.: Στο περασμένο φύλλο δημοσιεύσαμε φωτογραφία του 1950 της Ομορφοκκλησιάς στο Γαλάτσι. Φίλη αναγνώστρια είχε την καλοσύνη να μας ενημερώσει ότι η περιοχή δεν ανήκει στο Κτήμα Βεΐκου, αλλά στο Δημόσιο. Θερμά την ευχαριστούμε για τα καλά της λόγια και για τα στοιχεία που μας απέστειλε.