ΑΝΑΧΩΜΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΑΣ ΚΡΑΤΟΣ

Αντιθέτως, η ύφεση παίρνει το φοβερό πρόσωπο Λερναίας Ύδρας, που καθιστά μετέωρες τις ελπίδες για νέα σημαντικά έσοδα, παρά τα διαδοχικά κύματα φοροεπιδρομών σε όλους τους τομείς. Εν τω μεταξύ, το εξωτερικό χρέος κλιμακώνεται και φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο προβαλλόμενος στόχος της αποφυγής της χρεοκοπίας φαίνεται ανεπίτευκτος χωρίς σημαντική περικοπή του χρέους.
Ποια όμως και πόση περικοπή, όταν μια μεγάλη περικοπή απειλεί, πρωτ’ απ’ όλα, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία; Όταν επίσης μπορεί να προκαλέσει μεγάλα προβλήματα σε ευρωπαϊκές τράπεζες αλλά και στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα, εάν η περικοπή του χρέους καταλήξει σε πιστωτικό γεγονός και ενεργοποιήσει τα περίφημα CDS;
Αυτοί οι προβληματισμοί κατατρύχουν τους ευρωπαίους ηγέτες, που θα κληθούν, κατά την προσεχή Σύνοδο Κορυφής της 23ης Οκτωβρίου, να πάρουν καθοριστικές αποφάσεις για να προλάβουν απρόβλεπτες εξελίξεις και να ελέγξουν την περαιτέρω επέκταση της κρίσεως.

Η ΜΟΝΗ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ.
ΓΙΑΤΙ ΟΜΩΣ, ΕΠΙ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ, ΔΕΝ ΕΞΑΓΓΕΛΛΕΤΑΙ ΚΑΙ
ΔΕΝ ΔΡΟΜΟΛΟΓΕΙΤΑΙ;
Μήπως τελικά η ασάλευτη ζωή στο μέτωπο της αναπτύξεως υποκρύπτει συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική γραμμή; Την πλήρη αποεθνικοποίηση και παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με αδιάκριτη πώληση σε τιμές ευκαιρίας των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας;
Η πολιτική αυτή θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση τον υποβιβασμό του επιπέδου ζωής του ελληνικού λαού σε ανατολικοευρωπαϊκά επίπεδα για να είναι διεθνώς ανταγωνιστικό. Γιατί όμως πρέπει ο λαός μιας χώρας μέλους της ΕΕ να είναι ευθέως ανταγωνιστικός όχι μόνο σε σχέση με τους άλλους λαούς της Ένωσης αλλά και σε σχέση με όλους τους λαούς της Γης; Είναι η γνωστή πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Η πολιτική όμως αυτή έρχεται, στην πραγματικότητα, σε ευθεία αντίφαση με την έννοια μιας περιφερειακής αγοράς όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν θέλαμε να προχωρήσουμε άμεσα στη δημιουργία μιας ενιαίας παγκόσμιας αγοράς, γιατί χρειαζόταν να συστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση περιέλαβε στους κόλπους της χώρες με συγκρίσιμο αναπτυξιακό και βιοτικό επίπεδο. Ακόμη και χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία είχαν καλές προοπτικές να μειώσουν σταδιακά το χάσμα που τις χώριζε από τις βόρειες αναπτυγμένες, στο πλαίσιο -προφανώς- μιας σχετικά προστατευόμενης ευρωπαϊκής αγοράς, με βάση την αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως, και με τη βοήθεια των διαρθρωτικών πολιτικών συγκλίσεως και συνοχής.
Εξαίρεση αποτέλεσαν οι χώρες της Ανατολικής και ΝΑ Ευρώπης. Αυτές είχαν σαφώς χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο. Εντάχθηκαν πρόωρα στην ΕΕ, με πολιτικά κριτήρια. Συγκεκριμένα, για γεωπολιτικούς λόγους που προέβαλλε έντονα η αμερικανική πλευρά, κάτι που συνδυάσθηκε με την επιδίωξη κυρίως της Γερμανίας να δημιουργήσει στα ανατολικά της σύνορα μια οικονομική ζώνη χαμηλού κόστους, που θα εξυπηρετούσε την οικονομική της επέκταση και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, μέσα στον διαγραφόμενο ήδη νέο ορίζοντα της παγκοσμιοποίησης.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΛΛΑΞΕ ΚΑΤΑΛΥΤΙΚΑ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
Η έλευση της παγκοσμιοποίησης, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, και η σύγχυση και ταύτισή της με την Ευρωπαϊκή Ένωση, άλλαξαν ριζικά τα δεδομένα. Η ελάχιστη προστασία που παρείχε στα ευρωπαϊκά προϊόντα η αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως υπερκεράσθηκε από την αρχή του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου και την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων. Όχι μόνο μεταξύ των χωρών μελών, αλλά και μεταξύ αυτών και τρίτων χωρών, περιλαμβανομένων των φορολογικών παραδείσων. Η σύγχυση μεταξύ ενδοευρωπαϊκού και διεθνούς ανταγωνισμού έδωσε το πλεονέκτημα στις ισχυρές και ανταγωνιστικές οικονομίες και έφερε σε δεινή θέση τις λιγότερο ισχυρές και ανταγωνιστικές, όπως είναι σε πρώτη θέση η Ελλάδα.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρώπη, αντί ν’ ανταγωνίζεται ως σύνολο τις τρίτες χώρες του κόσμου, διατηρώντας ως εσωτερικό συνεκτικό δεσμό μια ελάχιστη κοινή προστασία, με βάση την αρχή της Κοινοτικής Προτιμήσεως, άνοιξε αδιακρίτως τα σύνορα προς κάθε κατεύθυνση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την όξυνση του ενδοευρωπαϊκού ανταγωνισμού, την υποχώρηση του συνεργατικού πνεύματος και των σχεδίων για κοινές αναπτυξιακές πολιτικές και τη διεύρυνση του χάσματος μεταξύ Βορρά και Νότου στην Ευρώπη.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε με τη δημιουργία του ευρώ και της Ευρωζώνης. Η συμφωνία για την εισαγωγή του ευρώ είναι αδιαχώριστη από τις καταλυτικές εξελίξεις που έφερε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενώσεως και η ενοποίηση της Γερμανίας. Ως αντιστάθμισμα της ενοποιήσεως της Γερμανίας, θα έπρεπε να επιταχυνθεί η Ευρωπαϊκή ενοποίηση ώστε η Γερμανία ν’ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας ενωμένης Ευρώπης, χωρίς πειρασμούς αυτόνομης εθνικής πολιτικής, όπως, π.χ., το προηγούμενο της πολιτικής Ραπάλλο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αιχμή της πολιτικής αυτής αποτέλεσε το ευρώ, που θα υποκαθιστούσε το γερμανικό μάρκο και θα έδινε, σχεδόν με εκβιαστικό τρόπο, μια νέα μεγάλη ώθηση προς την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης. Λογικά, το ευρώ θα έπρεπε να επακολουθήσει ή να συμπορευθεί με μια πολιτική ενοποίηση. Προηγήθηκε όμως κατά θεληματικό τρόπο. Αυτό είχε συνέπεια να συνδυασθεί η λειτουργία του με πολύ σοβαρές υποχωρήσεις και περιορισμούς: αναβολή, π.χ., για το μέλλον της αναγκαίας δημοσιονομικής εναρμονίσεως μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωζώνης και επιβολή ενός πολύ αυστηρού πλαισίου λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που καθηλώθηκε θεσμικά στον έλεγχο μόνο του πληθωρισμού.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕ ΤΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩ
Οι συνθήκες λειτουργίας του ευρώ επιδεινώθηκαν με την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία κατέστησε ανέφικτη οποιαδήποτε ανεξάρτητη ευρωπαϊκή νομισματική και χρηματοπιστωτική πολιτική. Η Ευρώπη ταυτίσθηκε με την παγκοσμιοποίηση και την κατέστησε αναπόσπαστο μέρος των συνθηκών της (παράδειγμα η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων μεταξύ Ευρωπαϊκών χωρών μελών και τρίτων χωρών – άρθρο 63 της σημερινής Συνθήκης της Λισσαβώνος. Δεν έχει, επομένως, την πρακτική δυνατότητα, χωρίς αναθεώρηση των συνθηκών της, να πάρει δραστικά μέτρα για να ελέγξει αποτελεσματικά τις αγορές, το χρηματοπιστωτικό της σύστημα και τη διεθνή κερδοσκοπία. Θα πρέπει γι’ αυτό να συντονισθεί και να συνεργασθεί υποχρεωτικά, κατά πρώτο λόγο, με τις ΗΠΑ. Οι τελευταίες έχουν καθοριστική ευθύνη για τα προβλήματα και τις εκτροπές που χαρακτηρίζουν τον σημερινό καπιταλισμό και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που άγεται και φέρεται από τις λεγόμενες αγορές τιτανικών κερδοσκοπικών συμφερόντων.
Οι ίδιες όμως οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη θέση σε σχέση με την Ευρώπη γιατί έχουν δύο πολύ σημαντικά πλεονεκτήματα. Το ένα είναι το δολάριο, αποθεματικό νόμισμα που λειτουργεί όμως με λεόντειους, μονομερείς όρους, μετά την αποδέσμευσή του, το 1971, από τη σχέση του με τον χρυσό, που είχε καθιερωθεί από τις μεταπολεμικές συμφωνίες του Bretton Woods. Έχουν επίσης ένα δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημα. Την ολοκληρωμένη πολιτική ένωση, που επιτρέπει την άσκηση ενιαίας νομισματικής, δημοσιονομικής και οικονομικής πολιτικής, σε συνδυασμό με μια απαράμιλλη διεθνή πολιτική ισχύ και επιρροή.

Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΙΣ ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η Ελλάδα είχε έτσι κι αλλιώς πολύ σημαντικές δυσκολίες για να συμπορευθεί με τους εταίρους της, λόγω αφενός της ιστορικής οικονομικής καθυστερήσεώς της και αφετέρου της αναποτελεσματικής κρατικής και πολιτικής οργανώσεώς της.
Η παγκοσμιοποίηση επιβάρυνε δραματικά το πρόβλημά της. Το άνοιγμα των συνόρων προς κάθε κατεύθυνση ανέδειξε και έδωσε άλλη, πολύ μεγαλύτερη, διάσταση στις εγγενείς αδυναμίες της. Βρέθηκε σε δεσπόζουσα θέση στα Βαλκάνια, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού. Το πλεονέκτημα όμως αυτό υπονομεύθηκε μακροπρόθεσμα από τη στασιμότητα της οικονομίας της και την αποτυχία της να κατακτήσει στην περιοχή στέρεη, ανταγωνιστική θέση, με προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και με προβάδισμα στην επιστημονική παιδεία, την τεχνολογία και την καινοτομική παραγωγή. Ο μόνος τομέας στον οποίο κατόρθωσε να επιτύχει μια πολύ σημαντική παρουσία, είναι ο τραπεζικός. Και αυτός όμως απειλείται σήμερα από την ανεξέλεγκτη κρίση την οποία διέρχεται. Το άνοιγμα των συνόρων της χώρας, όχι μόνο προς τις άλλες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, που είναι αυτονόητο, αλλά και προς όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου, που έχουν πολύ χαμηλό κόστος παραγωγής, έθεσε την ελληνική εθνική αγορά σε κατάσταση πολιορκίας. Πολύ περισσότερο όταν, λόγω της θέσεώς της, δέχεται επιπλέον άμεση πίεση στα σύνορά της από τις γειτονικές της χώρες, που έχουν πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο και κόστος παραγωγής. Αυτό είναι καταφανές στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεθοριακές περιοχές με το ολοένα αυξανόμενο παραεμπόριο.
Η Ελλάδα δεν μπορούσε εφεξής να έχει τον έλεγχο ούτε της εθνικής της αγοράς. Ο Έλληνας παραγωγός δεν έχει πλέον ουσιαστική προστασία και ασφάλεια για την παραγωγή του. Διεφθάρη επίσης από το σύστημα των ευρωπαϊκών επιδοτήσεων, που δεν αξιοποιήθηκαν για τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών δομών αλλά σπαταλήθηκαν απερίσκεπτα για καταναλωτικούς σκοπούς.

Η ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ,
Η ΑΥΤΟΤΥΦΛΩΣΗ
ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΗΓΕΣΙΩΝ
Οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας των τελευταίων δεκαετιών δεν αντελήφθησαν, δυστυχώς, ή δεν θέλησαν ν’ αντιληφθούν μια βοώσα πραγματικότητα. Αντιθέτως, αυτοπροβάλλονταν, με μεγάλη αυταρέσκεια, ως σημαιοφόροι της παγκοσμιοποίησης, που ήταν δήθεν αναπόφευκτη ιστορική εξέλιξη. Ευθυγραμμίσθηκαν σ’ αυτό με τους Ευρωπαίους ομοϊδεάτες τους, που έσπευδαν να ταυτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με την παγκοσμιοποίηση. Η ταύτιση αυτή αποτελεί παραχάραξη της ευρωπαϊκής ιδέας. Μετατρέπει την Ευρώπη σε Δούρειο Ίππο της παγκοσμιοποίησης. Παρουσιάζει την τελευταία ως δήθεν ιστορική αναγκαιότητα και υποβάλλει την ιδέα ότι η πραγμάτωση της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως επιβάλλει την υπέρβαση των ευρωπαϊκών εθνών και την υποκατάστασή τους από «πολυπολιτισμικά» αμαλγάματα, στο πνεύμα της παγκοσμιοποίησης, και μια αόριστη ιδέα «ευρωπαϊκού λαού». Η τελευταία δεν τολμά να πει ανοικτά το όνομά της και περιορίζεται σε γενικότερους όρους, όπως «Ευρωπαίοι πολίτες», που κατ’ αρχήν δεν έχει τίποτε το επιλήψιμο.
Η διαδοχική κατηγορηματική απόρριψη της ιδέας της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας» απ’ όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και απ’ αυτές που είχαν αρχικά πρωτοστατήσει γι’ αυτήν, όπως η Ολλανδία και η Δανία, έχουν οριοθετήσει κατά έναν τρόπο το ιδεολογικό και πολιτικό τοπίο στον τομέα αυτό. Το τοπίο, αντιθέτως, παραμένει ακόμη αρκετά θολό στην Ελλάδα, που βρίσκεται σε ιδιαίτερη γεωγραφική θέση και αντιμετωπίζει επιπλέον εθνικά προβλήματα. Λογικά, θα έπρεπε να επιδεικνύει πολύ μεγαλύτερη προσοχή και πολιτική φρόνηση απ’ όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Κατά παράδοξο τρόπο όμως, με τη συμμετοχή της παραδοσιακής και ακραίας Αριστεράς, που κατά τα άλλα διακηρύσσει στεντόρειες θέσεις κατά της παγκοσμιοποίησης, συνεχίζει την ίδια πολιτική. Ανοχή δηλαδή στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Σταδιακή, συστηματική αποκαθήλωση των εθνικών συμβόλων και υπονόμευση της ελληνικής παιδείας. Προπαγάνδα υπέρ της λεγόμενης «πολυπολιτισμικής κοινωνίας». Εισαγωγή νομοσχεδίων για τη νομιμοποίηση λαθρομεταναστών και την αντιμετώπιση του δήθεν «ρατσισμού» και της «ξενοφοβίας» των Ελλήνων. Στο πνεύμα αυτό, το υπουργείο Εσωτερικών προετοιμάζεται να επαναφέρει στη Βουλή νέο νομοσχέδιο για την ποινικοποίηση του «ρατσισμού» και της «ξενοφοβίας». Αυτό είναι το πρόβλημα των Ελλήνων. Όταν το κέντρο των Αθηνών έχει καταντήσει γκέτο λαθρομεταναστών και η κατάσταση στην πόλη τείνει να γίνει ανεξέλεγκτη, το υπουργείο Εσωτερικών και η κυβέρνηση έχουν άλλες προτεραιότητες. Αυτές που επιτάσσει το πρόγραμμα της παγκοσμιοποίησης για αμετάκλητη μετατροπή της Ελλάδος από εθνικό κράτος και εθνική κοινωνία σε «πολυπολιτισμική κοινωνία»! Τη μετατροπή δηλαδή του ελληνικού λαού, με μια τέτοια ιστορία και πολιτιστική παράδοση, σε συνονθύλευμα χωρίς εθνική συνείδηση και μνήμη, κατάλληλο για χειραγώγηση και εθελοδουλεία στον νέο κόσμο της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα σε μια προεικονιζόμενη ζώνη χαμηλού κόστους παραγωγής.

Η ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΠΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ ΩΣ ΔΗΘΕΝ
ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠ’ ΑΥΤΗΝ
Όπως στο θέμα ειδικότερα της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας», το ίδιο γενικότερα στην οικονομική της πολιτική, η κυβέρνηση ακολουθεί την πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Εμφορούμενη από τις ιδέες και τα δόγματά της, βλέπει ως μονόδρομο την πολιτική αυτή.
Δεν πιστεύει σε καμιά εθνική αναπτυξιακή πολιτική ή στρατηγική. Επικαλείται γι’ αυτό τα θλιβερά πεπραγμένα του πολιτικού συστήματος, ως να μην ήταν η ίδια μέρος και σε μεγάλο βαθμό πρωταγωνιστής των όσων έγιναν ή, αντιθέτως, δεν έγιναν και έπρεπε να είχαν γίνει.
Ως να μην ήταν επίσης εφικτή άλλη πολιτική και συμπεριφορά και να μην υπάρχει σήμερα δυνατότητα εναλλακτικών πολιτικών και επανορθώσεων, που δεν θα εγγράφονται αναγκαστικά στη γραμμή και την προοπτική της παγκοσμιοποίησης.
Η τελευταία παρουσιάζεται, άλλωστε, πέρα από τις γνωστές και ομολογημένες παθογένειες του πολιτικού συστήματος και της λειτουργίας του κράτους, όχι ως μεγάλο μέρος του προβλήματος που αντιμετωπίζει η χώρα, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, αλλά ως δήθεν μονόδρομος για τη λύση.
Με τη λογική αυτή, απαξιώνεται κάθε εθνική δυνατότητα για αναπτυξιακή πολιτική, που θα μπορούσε να είναι παράλληλη με την άσκηση μιας αυστηρής πολιτικής περισυλλογής για τη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την επίτευξη πλεονασματικών προϋπολογισμών.
Προβάλλεται, ως μόνη δυνατότητα αναπτύξεως η αναμονή ξένων επενδύσεων. Αυτές όμως θα έρθουν μετά την αναγκαία κατεδάφιση του υπάρχοντος οικονομικού συστήματος. Αναβάλλεται επομένως η προβολή οποιουδήποτε αναπτυξιακού σχεδίου και η άσκηση οποιασδήποτε αναπτυξιακής πολιτικής μέχρι τη δημιουργία των αναγκαίων όρων οι οποίοι θα είναι ικανοί να προσελκύσουν τις ποθητές ξένες επενδύσεις.
Η πολιτική όμως αυτή οδηγεί αναπόφευκτα σε ύφεση και σε δραματική υποβάθμιση του επιπέδου ζωής και των συνθηκών εργασίας, ενώ κατακρημνίζει τις αξίες, που αντιπροσωπεύονται, κατά πρώτο λόγο, στο χρηματιστήριο. Υπάρχουν όμως κάποιοι που δεν ανησυχούν για την εξέλιξη αυτή.
Αντιθέτως, τη θεωρούν απαραίτητο εργαλείο για τη διαμόρφωση της «νέας» Ελλάδος και του «νέου» αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας, που απαιτείται με τους όρους της παγκοσμιοποίησης.
Η κατάρρευση των χρηματιστηριακών αξιών σε τιμές δέκα φορές πιο κάτω από εκείνες που είχαν δύο χρόνια πριν, σε συνδυασμό με την πολιτική του ξεπουλήματος των πάντων, πιστεύεται ότι θα υποκινήσει, επιτέλους, το ενδιαφέρον των επενδυτών, πραγματικών και αδίστακτων κερδοσκόπων. Σ’ αυτούς επενδύει η κυβέρνηση τη «σωτηρία» της χώρας.

Η ΣΥΝΟΔΟΣ ΚΟΡΥΦΗΣ ΤΩΝ
ΒΡΥΞΕΛΛΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ
ΕΛΕΓΧΟΜΕΝΗΣ ΧΡΕΟΚΟΠΙΑΣ
Το ελληνικό δράμα κορυφώνεται με μια απερίγραπτη ανάφλεξη του κοινωνικού μετώπου στο εσωτερικό, κρίση στη λειτουργία του κράτους και απεγνωσμένες προσπάθειες στις Βρυξέλλες για να τεθεί υπό έλεγχο η διαγραφόμενη γενικότερη κρίση στην Ευρώπη, με επίκεντρο το τραπεζικό σύστημα.
Η κρίση αυτή αναδεικνύει γενικότερα το φλέγον πρόβλημα της ασυδοσίας που επικρατεί στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Δεν έγινε, δυστυχώς, εφικτό μέχρι τώρα να συμφωνηθούν γι’ αυτό κάποιες λύσεις, προσωρινές ή μόνιμες, παρά τον σεισμικό πανικό που προκάλεσε η κρίση του 2008. Ο κίνδυνος είναι φυσικό να επανέρχεται κάθε τόσο και να επικρέμαται ως ξίφος του Δαμοκλέους.
Η κρίση αναδεικνύει επίσης τις αντιφάσεις και τα δομικά προβλήματα του ευρώ και της Ευρωζώνης. Αυτά δεν είναι άμοιρα στην εξέλιξη και τον παροξυσμό του ελληνικού προβλήματος. Η δυσανάλογη, επομένως, επίρριψη ευθυνών στην Ελλάδα και στις εσωτερικές παθογένειες δεν αποτελεί επαρκή εξήγηση της σημερινής καταστάσεως.
Δεν πρέπει επίσης ν’ αποτελεί άλλοθι για τη συγκάλυψη του ρόλου άλλων παραγόντων, όπως είναι η λειτουργία του ευρώ και του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Όπως είναι όμως δομημένη σήμερα η ευρωπαϊκή και η διεθνής πραγματικότητα, δεν υπάρχουν πολλές ελπίδες ότι θα καταστεί σύντομα δυνατή ούτε μια δραματική εξέλιξη προς την ευρωπαϊκή πολιτική ολοκλήρωση ούτε μια καταλυτική αναδόμηση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος.
Η φυγή επομένως προς τα εμπρός, προς μια μεγαλύτερη ακόμη αποεθνικοποίηση και παγκοσμιοποίηση, εκ μέρους μιας μικρής περιφερειακής χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, είναι συνταγή καταστροφική.
Η Ελλάδα, μέσα στη σημερινή συγκυρία και κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, πρέπει να διαφυλάξει το εθνικό της κράτος και την ικανότητά της για εθνικές πολιτικές και εθνική στρατηγική.
Θα πρέπει, στο πνεύμα αυτό, να αντιμετωπίσει και τον κίνδυνο της επαπειλούμενης χρεοκοπίας.
Εάν η προσφερόμενη υποτιθέμενη σωτηρία είναι στην πραγματικότητα χειρότερη από μια στάση πληρωμών με δική της πρωτοβουλία, τότε ποιο συμφέρον έχει να προστρέξει και να αποδεχθεί μια τέτοια «λύση»;
Αυτή είναι η κόκκινη γραμμή, την οποία δεν πρέπει να υπερβεί και πρέπει εγκαίρως να την καταστήσει σαφή στους εταίρους της.


Σχολιάστε εδώ