Μια Φορά Και Έναν Καιρό

Με βαθυτάτη οδύνη, ο πρόεδρος αναλογίζεται ότι λόγω της ισχυράς κράσεώς του, αφού ούτε κάπνιζε ούτε έπινε ούτε λιπαρά έτρωγε ούτε με αχόρταγες γυναίκες… συναγελάζετο, λογικόν και δίκαιον ήτο να εγκαταλείψει τον μάταιον τούτον κόσμον τελευταίος. Και άρα «δεν θα υπάρχει άλλος τις» από τα μέλη διά να του απευθύνει -κούφια η ώρα- τον τελευταίο χαιρετισμό…
Την ομιλία θα την άρχιζε με απαγγελία, που αν και κούναγε η μασέλα του, καλά τα κατάφερνε:
«…Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα. / Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει / είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα. / Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει»… Παύση. Αργή, πανοραμική ματιά στο ακροατήριο, ξεροβήξιμο και συνέχεια σε κάπως πιπεράτο τόνο:
«Ούτε γνωρίζω ούτε μπορώ να φαντασθώ ποια μπορεί να ήσαν “τα χθεσινά τα βαρετά” που δημιουργούσαν την αβάσταχτη ρουτίνα στον Αλεξανδρινό και τα ζωγράφισε με δυο τετράστιχα που συνοψίζονται στον τίτλο “Μονοτονία”. Κι όμως, το ποίημα αυτό θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί προφητικό για τις μέρες μας, όπου τα πάντα έχουν ισοπεδωθεί, όπου τίποτα το διαφορετικό δεν υπάρχει και όπου πραγματικά “το αύριο” δεν μοιάζει με το κάτι αλλιώτικο που καρτερούμε να φέρει το καινούργιο ξημέρωμα. Όλα βγήκαν θαρρείς από την ίδια μηχανή, με τα ίδια υλικά, δημιουργήματα κάποιου κακόγουστου τεχνοκράτη. Ολόιδιες οι μέρες, βγαλμένες με καρμπόν, χωρίς να υπάρχουν οι ξεχωριστές, οι εορτάσιμες, που με τις επί μακρόν προετοιμασίες τους χάριζαν στην ψυχή μας μια ευφρόσυνη ανάταση. Τώρα μόνον άγχος προκαλούν οι γιορτές και καρτερούμε να έρθει ένα τριήμερο να κλειδαμπαρώσουμε το σπίτι, να πάρουμε των ομματιών μας κι όπου μας βγάλει η άκρη. Πάνε οι επισκέψεις, τα “χρόνια πολλά” και οι θερμές, από καρδιάς ευχές. Τις αντικαταστήσαμε με ένα ψυχρό και τυπικό τηλεφώνημα, που δεν διαφέρει και πολύ από το “άι σιχτίρ”…
Χειμώνα καλοκαίρι, άνδρες και γυναίκες μοιάζουν με… ένστολους, καθώς μοναδικό ένδυμά τους είναι το μπλουτζίν, που το φοράνε παντού και πάντα, σε κάθε περίσταση, στο γραφείο, στην κηδεία, στη δεξίωση, με συμπλήρωμα τα χοντρά ανασούμπαλα αθλητικά παπούτσια, λες και μόλις έφυγαν από την προπόνηση και δεν πρόλαβαν να… ανθρωπευτούνε.
Μέχρι και τις εποχές του χρόνου από τέσσερις τις συμπτύξαμε σε δύο. Χάθηκαν πια εκείνα τα “ενδιάμεσα”, φθινόπωρο και άνοιξη, που με την ιδιαίτερη γοητεία τους περνούσαμε από τη μια εποχή στην άλλη και χαιρόμασταν την αλλαγή γευόμενοι στην κυριολεξία τους καρπούς τους. Ποιος χαίρεται πια τα δώρα της φύσης και νιώθει τη διαφορά όταν βρίσκουμε στα μανάβικα καρπούζια τα Χριστούγεννα, σταφύλια την Πρωτοχρονιά και μανταρίνια το κατακαλόκαιρο; Και για να δούμε τη σημερινή διαφορά, ας σταθούμε στον πιο γλυκό μήνα του φθινοπώρου, τον Οκτώβριο, με το “μικρό καλοκαιράκι του”, που μας προσγειώνει ομαλά από τη ζέστη στις παγωνιές του χειμώνα. Οι πρώτες ανατριχίλες, η ημέρα που όλο και μικραίνει και σκοτεινιάζει τόσο νωρίς, μαζί με τα πρωτοβρόχια που πρασίνιζαν πάλι τη γη, έδιναν κάποτε άλλη νότα στη ζωή μας. Σαν να άνοιγε μια νέα σελίδα στο βιβλίο του χρόνου.
Πριν έρθει ο καστανάς και στήσει τη φουφού του σε μιαν απάγκια γωνιά, έδινε την παρουσία του στους δρόμους της Αθήνας ο Αρβανίτης με την ιδιόμορφη εμφάνιση και το καλάθι του, που πουλούσε σε λευκά χάρτινα χωνάκια κούμαρα που είχε μαζέψει από τα γύρω βουνά της Αττικής. Κούμαρα κατακόκκινα, ζουμερά, γεμάτα γλύκα, που κι αυτά πάνε, χαθήκανε και κανένας δεν θυμάται πια τι σόι σχήμα είχανε. Πότε καθισμένος στα σκαλοπάτια ενός αθηναϊκού μεγάρου και πότε περιπατητικός, μοστράριζε την καλαθούνα με την πραμάτεια του χωρίς να διαλαλεί ποτέ το εμπόρευμά του. Την ίδια πάνω κάτω εποχή, ξεκίναγε η “πομπή” με τις γαλοπούλες, που τις έφερναν ποδαράτοι στην πρωτεύουσα χωρικοί από τη μακρινή Καρδίτσα και τα Τρίκαλα για να φαγωθούνε τα Χριστούγεννα. Εξοπλισμένοι με ένα μακρύ καλάμι που τις καθοδηγούσε και με λίγο ψωμοτύρι για προσφάι στο ζεμπίλι τους, που το ανανέωναν από τα μπακάλικα της διαδρομής, κατηφόριζαν περπατώντας την ημέρα και κουρνιάζοντας αντάμα πουλερικά και συνοδός τη νύχτα… Τελικά, περί τα μέσα Δεκεμβρίου οι γαλοπούλες φτάνανε κάτισχνες και ξεψυχισμένες στην Αθήνα, αφού η μέριμνα της καθημερινής καθ’ οδόν διατροφής τους είχε εναποτεθεί στον Ύψιστο… Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου ακουγόταν στους δρόμους της γειτονιάς η φωνή του παπλωματά, που φορτωμένος με τα σύνεργά του θα φρεσκάριζε το μπαμπάκι στα παπλώματα της οικογένειας εν όψει του χειμώνα. Περπατούσε φωνάζοντας με τη βραχνή φωνή του: “Ο παπλωματάς!” κι ύστερα κοντοστεκόταν και περίμενε ν’ ακούσει καμιά πρόσκληση. Αλλά αν η ψύχρα δεν έτσουζε λιγάκι, κάλεσμα δεν ερχόταν. Εκτός όμως από τις αναβλητικές νοικοκυράδες, υπήρχαν και οι προβλεπτικοί νοικοκυραίοι, που φρόντιζαν να προμηθευθούν εγκαίρως τον απαραίτητο “ανθρακίτη” που θα έκαιγαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις στη σόμπα, στη “σαλαμάνδρα”, για να ζεσταθεί το κοκαλάκι τους. Σημειωτέον ότι “εξαιρετικές περιπτώσεις” για το άναμμα της θερμάστρας ήταν κάποιες θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές, τότε που συνάζονταν σπίτι τα σόγια, ή όταν κάποιο σημαίνον πρόσωπο τους τιμούσε με την επίσκεψή του και δεν έπρεπε να χαρακτηριστούνε χωριάταροι και γύφτοι…
Ο Οκτώβριος κοντά στα άλλα ήταν κι ένας μήνας που με τις καλές του μέρες και τα έντονα φθινοπωρινά χρώματα της φύσης ευνοούσε ρομαντικούς περιπάτους στην εξοχή. Πιασμένο χέρι χέρι το ζευγαράκι, έβγαινε εκτός των τειχών και πήγαινε στο Χαλάνδρι στη δασωμένη ρεματιά, στην Ομορφοκκλησιά στο Γαλάτσι ή στο Παλαιό Ηράκλειο, που εκείνα τα χρόνια ήταν από μόνο του ένα καρτ ποστάλ βαυαρέζικου τοπίου, με τη γοτθικού ρυθμού καθολική εκκλησία και το παρακεί τεράστιο Κτήμα Φιξ. Και μάζευαν, γεμάτοι τρυφερότητα, τα πρώτα ροζ κυκλάμινα που φύτρωναν ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα τα κιτρινισμένα των δένδρων, που άρχιζαν να γυμνώνονται. Και δεν ήταν λίγες οι φορές που σ’ αυτά τα εξωτικά περίχωρα της Αθήνας συναντούσαν πότε καμιά χελώνα, πότε έναν σκαντζόχοιρο ή κάποιον άλλον εκπρόσωπο της αττικής πανίδας… Με τις ψύχρες του Οκτώβρη, άνοιγαν τις πύλες τους οι χειμερινοί κινηματογράφοι και τα θέατρα με τους λιγοστούς θιάσους, που απαρτίζονταν από πολλά πρώτα ονόματα. Οι επίσημες όμως πρεμιέρες στο “Παλλάς” και τα κυριακάτικα πρωινά στον ”Ορφέα” θα άρχιζαν τον Νοέμβριο… Αυτό ήταν το φθινόπωρο της Αθήνας τότε…»
Διάβασε και ξαναδιάβασε το κείμενο ο κ. Περίανδρος, έκανε μερικές διορθώσεις και ήταν πανέτοιμος για την ομιλία του, που δυστυχώς ματαιώθηκε λόγω του “έκτακτου περιστατικού” που του συνέβη. Μόνον κάτι ασυνάρτητες περικοπές μουρμούριζε μέσα στο ασθενοφόρο…


Σχολιάστε εδώ