ΕΛΛΑΔΑ, ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Τα μέτρα λιτότητας επιτείνουν την ύφεση. Το ξέρω ότι υπάρχει μια σχολή σκέψεως που υποστηρίζει ότι η ευημερία θα έρθει μέσα από τη λιτότητα. Δεν τη συμμερίζομαι. Η Ευρώπη δεν μπόρεσε να δείξει στην Ελλάδα τον δρόμο της αναπτύξεως».
Η σχολή σκέψεως την οποία υπαινίσσεται ο Τζόζεφ Στίγκλιτς δεν είναι, βεβαίως, άλλη από τη σχολή του ακραίου νεοφιλελευθερισμού του Σικάγου του Μίλτον Φρίντμαν. Αυτό και μόνο λέει πολλά για το είδος της ακολουθούμενης πολιτικής. Δίνει επίσης μια εξήγηση στο παράδοξο γιατί συνεχίζεται η πολιτική αυτή όταν τα αποτελέσματά της δεν δικαιολογούν σε καμία περίπτωση τη συνέχισή της. Οι περισσότεροι φόροι καταλήγουν τελικά σε λιγότερα έσοδα. Η ύφεση επιτείνεται και το εθνικό εισόδημα μειώνεται. Το εξωτερικό χρέος, αντί να υποχωρεί ως αποτέλεσμα των θυσιών του ελληνικού λαού, αυξάνεται συνεχώς. Ήδη, από το 127% του ΑΕΠ, που ήταν το 2009, θα φθάσει στο τέλος του 2011, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο 189%. Το ύψος αυτό υπερβαίνει κατά πολύ το 165% του ΑΕΠ, που θεωρείται γενικά το όριο του διαχειρίσιμου χρέους. Αυτό σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι θα χρειασθεί για την αντιμετώπισή του μια πολύ σημαντική αναδιάρθρωσή του, της τάξεως τουλάχιστον του 50%. Αυτό υπεστήριξε προσφάτως και ο πρώην Διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος Καν, όπως και άλλοι σημαντικοί παράγοντες και βαθείς γνώστες του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Γιατί, λοιπόν, συνεχίζεται η ίδια ατελέσφορη και αδιέξοδη πολιτική; Το ερώτημα αυτό απαιτεί μια πιο αναλυτική απάντηση.
Η ΙΔΕΟΛΗΨΙΑ
ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΠΟΥ
ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΠΟ ΕΞΩ
ΜΕ ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ
Η συνέχιση της πολιτικής αυτής είναι συνδεδεμένη με την επικίνδυνη ιδεοληψία ότι η ανάπτυξη θα έρθει από έξω, με ξένες επενδύσεις. Θα πρέπει για τον λόγο αυτόν η Ελλάδα να προσαρμοσθεί στη νέα αυτή προεξοφλούμενη, αναπτυξιακή προοπτική, με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση. Από την άποψη αυτή η σκληρή λιτότητα, σε συνδυασμό με την ύφεση, αντιστοιχεί σ’ ενός είδους εσωτερική υποτίμηση, που ενισχύει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της χώρας. Είναι επίσης ένα εργαλείο για την κατεδάφιση του προηγούμενου συστήματος και τη δημιουργία των αναγκαίων προϋποθέσεων για την προσέλκυση των ποθητών ξένων επενδύσεων.
Η «πρόωρη» εφαρμογή, κατά τη θεωρία αυτή, μιας αναπτυξιακής πολιτικής, παράλληλα με την πολιτική δημοσιονομικής περισυλλογής, ενέχει τον «κίνδυνο» να βασισθεί πάνω σε εθνικές πολιτικές και πάνω στο ισχύον σύστημα της μεικτής οικονομίας. Αυτό απορρίπτεται κατηγορηματικά από την ιδεολογία της σχολής του Σικάγου. Η τελευταία διακηρύσσει ως βασική αρχή την ιδιωτικοποίηση των πάντων, την περιθωριοποίηση του κράτους και την κυριαρχία των αγορών. Θα πρέπει, επομένως, στη λογική αυτή, να αναβληθεί ως δήθεν ανέφικτη η εφαρμογή αναπτυξιακής πολιτικής. Να συνεχισθεί επιθετικά η πολιτική της λιτότητας μέχρι την πλήρη μετάλλαξη του οικονομικού συστήματος και τη δημιουργία των αναγκαίων όρων «ανταγωνιστικότητας». Αυτό θα δώσει, υποτίθεται, την αφετηρία μιας νέας αναπτυξιακής πορείας, με τις ξένες επενδύσεις σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Οι τελευταίες εκτιμάται ότι θα προσελκυσθούν, επιτέλους, με τη διάθεση σ’ αυτές, σε τιμή ευκαιρίας, του χρυσόμαλλου δέρατος των πλουτοπαραγωγικών πόρων της χώρας. Η πολιτική αυτή βυθίζει τη χώρα σε βαθύτερη κρίση αντί να ανοίγει προοπτική εξόδου από αυτήν και απειλεί την κοινωνική συνοχή και την εθνική της υπόσταση.
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΜΕΣΗ
ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Η ιδεολογίστικη προσέγγιση ότι η ανάπτυξη θα βασισθεί πάνω σε ξένες επενδύσεις, όταν θα έχουν αντιμετωπισθεί, με τον γνωστό τρόπο, τα δημοσιονομικά ελλείμματα και θα έχουν δημιουργηθεί οι αναγκαίες συνθήκες διεθνούς ανταγωνιστικότητας, είναι έωλη για δύο βασικούς λόγους: Πρώτον, γιατί αυτό που λέγεται ευσχήμως δημιουργία των αναγκαίων συνθηκών διεθνούς ανταγωνιστικότητας σημαίνει στην πράξη δραματικό υποβιβασμό του επιπέδου ζωής του ελληνικού λαού και ουσιαστική κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους. Σημειώνεται σχετικά ότι η ανταγωνιστικότητα δεν πρέπει να υπολαμβάνεται μόνο σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πρέπει επίσης να υπολαμβάνεται σε σχέση με όλες τις χώρες του κόσμου που έχουν χαμηλό κόστος παραγωγής και μπορούν να εξάγουν στην Ευρώπη με το καθεστώς των διεθνών ελευθέρων εμπορικών ανταλλαγών.
Η διαφορά ανταγωνιστικότητας με χώρες όπως, π.χ., η Κίνα είναι τεράστια και αγεφύρωτη. Οι ευρωπαϊκές χώρες που εξάγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας έχουν σε σχέση με την Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σημαντικό πλεονέκτημα.
Δεύτερον, η ανάπτυξη κάθε χώρας είναι πρώτ’ απ’ όλα υπόθεση του λαού της. Δεν μπορεί να αφεθεί σε υποτιθέμενους αυτοματισμούς της διεθνούς αγοράς. Γνωρίζουμε, άλλωστε, πόσο αυτή κυριαρχείται σήμερα από τυφλές και αστάθμητες κερδοσκοπικές δυνάμεις, που κρατούν σε συνεχή αναβρασμό και κρίση τη διεθνή οικονομία.
Είναι πολύ λανθασμένη η αντίληψη ότι η ανάπτυξη θα προέλθει κυρίως από ξένες επενδύσεις, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Θα προέλθει πρώτ’ απ’ όλα από τις πολλές μικρές επενδύσεις και τη δημιουργική δραστηριότητα του ελληνικού λαού. Θα προέλθει, κατά δεύτερο λόγο, από δημόσιες στρατηγικές επενδύσεις, όπου αυτές ενδείκνυνται. Θα προέλθει, ακόμη, από μεγάλες ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις, όπως επίσης από νέες μορφές περιφερειακής επιχειρηματικότητας και κοινωνικής πρωτοβουλίας. Υπενθυμίζεται σχετικά ότι ο κολοσσός, π.χ., των Μινωικών Γραμμών προήλθε από εταιρεία λαϊκής βάσεως.
Πώς θα γίνει όμως εφικτή μια τέτοια πολιτική αν εν τω μεταξύ το κράτος αποξενωθεί από στρατηγικού χαρακτήρα δημόσιους αναπτυξιακούς πόρους; Πώς θα ασκήσει, άλλωστε, εθνική πολιτική και θα προασπίσει τα καλώς νοούμενα εθνικά συμφέροντα αν φτάσει μέχρι την πώληση στρατηγικών κεφαλαίων της χώρας, όπως είναι, π.χ., λιμένες, αεροδρόμια και ορυκτός πλούτος; Θα επιτρέψουμε, π.χ., στο όνομα του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού, τον έλεγχο του λιμένος της Θεσσαλονίκης από τα Σκόπια, με την παρεμβολή ξένης εταιρείας;
Πώς θα ασκηθεί αναπτυξιακή πολιτική αν δεν υπάρχει επίσης εθνική αναπτυξιακή στρατηγική για τη χώρα και αφήνονται όλα στη δυναμική της αγοράς, με πρόσχημα την Ευρώπη και την ταύτισή της με την παγκοσμιοποίηση;
Η ΚΑΤΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΜΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ
ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΣΧΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΑΠΑΞΙΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ
ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Η κομματοκρατία, με όλες τις εκφάνσεις της, που κατά τις τελευταίες δεκαετίες μεσουράνησε, δυσφήμησε τον ρόλο του κράτους. Τον ταύτισε με το πελατειακό πολιτικό σύστημα, τη διαφθορά και τις συντεχνιακές παθογένειες. Απαξιώθηκε με τον τρόπο αυτό ο σημαντικός αναπτυξιακός ρόλος που διεδραμάτισαν κατά την προηγούμενη περίοδο το κράτος και οι δημόσιες επενδύσεις. Η κατάσταση όμως αυτή αποτελεί μέρος του πολιτικού προβλήματος από το οποίο δεινοπάθησε και δεινοπαθεί η χώρα. Δεν σημαίνει ότι σε μια χώρα με ιστορική καθυστέρηση, όπως η Ελλάδα, και με ανεπαρκή ιδιωτική προσφορά κεφαλαίων δεν πρέπει πια να έχουν ρόλο το κράτος και οι δημόσιες επενδύσεις.
Η άποψη ότι μετά την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μετά την έλευση της παγκοσμιοποίησης θα προστρέξουν ευρωπαϊκά και διεθνή κεφάλαια σε αντικατάσταση των ανεπαρκών ελληνικών δεν είναι τόσο βέβαιη και προφανής. Όχι, άλλωστε, μόνο για εσωτερικούς λόγους, όπως συνήθως υπογραμμίζεται, αλλά και για λόγους που συνδέονται με την πολιτικά ανολοκλήρωτη Ευρωπαϊκή Ένωση και με την παγκοσμιοποίηση.
ΚΟΙΝΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ
ΝΟΜΙΣΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΜΕ ΤΗΝ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ
Σε πρόσφατες δηλώσεις του ο Paul Krugman, Αμερικανός οικονομολόγος, που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ και αρθρογραφεί τακτικά στην εφημερίδα «International Herald Tribune», συμβούλευσε ΗΠΑ και Ευρώπη να διαθέσουν περισσότερους πόρους στην κατανάλωση για να αντιμετωπίσουν τη νέα επαπειλούμενη μεγάλη διεθνή ύφεση.
Για μια ολόκληρη περίοδο, οι συνταγές του μεγάλου Άγγλου οικονομολόγου Keynes κυριαρχούσαν ως δόγμα στις δυτικές οικονομίες και κατόρθωναν να συνδυάζουν τις καταναλωτικές δαπάνες και το κοινωνικό κράτος με την παραγωγή και την ανάπτυξη. Αρχής γενομένης όμως από τις ΗΠΑ, που ανέλαβαν μεταπολεμικά κομβικό ρόλο στη λειτουργία και στην ισορροπία του διεθνούς οικονομικού και νομισματικού συστήματος, η κατάσταση άλλαξε σταδιακά και ανετράπη πλήρως με την επικράτηση της ανεξέλεγκτης χρηματιστικής οικονομίας, την αποσύνδεση του δολαρίου από οποιαδήποτε αναφορά ισοτιμίας με τον χρυσό και την παγκοσμιοποίηση.
Υπήρξε και στο παρελθόν πολιτική ελευθέρων διεθνών εμπορικών ανταλλαγών, που βρίσκεται σήμερα στην καρδιά της παγκοσμιοποίησης. Πρωτοστάτησε τότε στην προώθησή τους η Μ. Βρετανία, που ήταν η πρώτη βιομηχανική δύναμη. Επωφελήθηκε σημαντικά από την πολιτική αυτή για να οικοδομήσει και να στηρίξει την αυτοκρατορία της. Σε αντίθεση όμως με τη σημερινή παγκοσμιοποίηση, ο κινητήρας εκείνης του παρελθόντος ήταν αναμφισβήτητα πιο παραγωγικός. Συνδεόταν δηλαδή περισσότερο με τον παραγωγικό βιομηχανικό και εμπορικό καπιταλισμό, σε αντίθεση με τον χρηματιστικό καπιταλισμό και την εικονική οικονομία που κυριαρχούν στη σημερινή παγκοσμιοποίηση των δυτικών πρωτεργατών της.
Χώρες όπως η Κίνα, που διατηρεί ελέγχους στη διακίνηση κεφαλαίων και μη μετατρέψιμο το εθνικό της νόμισμα, έχουν στρατηγικό πλεονέκτημα και αξιοποιούν υπέρ τους το άνοιγμα των διεθνών αγορών, με την παγκοσμιοποίηση, προστατευόμενη από τις αρνητικές παρενέργειές της. Δεν αποτελεί έκπληξη, από την άποψη αυτή, ο θεαματικός ρυθμός αναπτύξεως της Κίνας, με την εφαρμογή μιας συνταγής μεικτής οικονομίας, που συνδυάζει τον εθνικό στρατηγικό σχεδιασμό με την ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η εκτροπή των δυτικών χωρών από τον παραγωγικό καπιταλισμό προς έναν παρασιτικό χρηματιστικό και εικονικό καπιταλισμό ανεξέλεγκτων αγορών και ασύδοτης κερδοσκοπίας υποσκάπτει τα θεμέλια του συστήματος και συνιστά έναν αστάθμητο κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία. Βρίσκεται επίσης στη ρίζα μιας σταδιακής παρακμής, που έχει αποτέλεσμα τη μετατόπιση του κέντρου βάρους της παγκόσμιας οικονομίας από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη στην Ασία.
Η ΕΥΡΩΠΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ
ΣΗΜΕΡΑ ΝΑ ΕΦΑΡΜΟΣΕΙ
ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ KEYNES
Με τα δεδομένα αυτά, όταν ο Krugman συμβουλεύει ΗΠΑ και Ευρώπη να ακολουθήσουν επεκτατική καταναλωτική πολιτική, μια επανέκδοση δηλαδή της πολιτικής Keynes, πώς είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί αυτή στην Ευρώπη; Η πολιτική ενοποίηση είναι ακόμη ζητούμενο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα λειτουργεί μέσα σ’ ένα πολύ περιορισμένο πλαίσιο και η Ευρώπη έχει ταυτισθεί, πολύ κακώς, με την παγκοσμιοποίηση και είναι ανοικτή στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές απ’ όλο τον κόσμο. Πώς θα εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Ένωση κοινές ευρωπαϊκές αναπτυξιακές πολιτικές όταν συγχέεται ο ενδοευρωπαϊκός ελεύθερος ανταγωνισμός με τον διεθνή ανταγωνισμό, που υποκαθιστά στην πράξη οποιαδήποτε αρχή ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και συνοχής;
Πώς είναι δυνατόν επίσης, υπό τις συνθήκες αυτές, να προωθηθεί η σύγκλιση μεταξύ των περισσότερο και των λιγότερο ανεπτυγμένων χωρών-μελών και να αποφευχθεί η απώλεια ανταγωνιστικότητας των ασθενέστερων εταίρων και η δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ελλειμμάτων εμπορικού ισοζυγίου και μεγάλου εξωτερικού χρέους;
Η εύκολη απάντηση είναι η αναγωγή των πιο αδύνατων κρίκων της Ευρωζώνης, όπως η Ελλάδα, σε αποδιοπομπαίο τράγο και σε παράδειγμα προς αποφυγήν. Με την τακτική αυτή, επιρρίπτεται όλη η ευθύνη στα εσωτερικά προβλήματα και τις αδυναμίες. Συγκαλύπτεται έτσι η συστημική διάσταση του προβλήματος, που ανάγεται στη λειτουργία της Ευρωζώνης και στις αντιφάσεις της, όπως επίσης στα προβλήματα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, στη διεθνή κερδοσκοπία των αγορών και στην παγκοσμιοποίηση.
ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ
Το πρόβλημα της Ελλάδος είναι από μια άποψη πρωτίστως εσωτερικό και πολιτικό. Αντικαθρεφτίζει την πλήρη χρεοκοπία των πολιτικών ηγεσιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με αποκορύφωμα τη σημερινή. Είναι όμως παραλλήλως, από μια άλλη άποψη, πρόβλημα της Ευρωζώνης και της παγκοσμιοποίησης. Το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων, με το οποίο ταυτίσθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με τον άκριτο δανεισμό σε ευρώ, φέρνει την Ελλάδα σε δεινή θέση.
Οι πολιτικές ηγεσίες της δεν είδαν, επί πολλά χρόνια, κανένα πρόβλημα. Αντιθέτως, επέτειναν με τις πολιτικές τους τα προβλήματα αυτά και έγιναν ιδεολογικοί απολογητές και πρωτοστάτες σε όλους τους τομείς της παγκοσμιοποίησης. Αυτό πράττουν ακόμη και σήμερα, όταν τα γεγονότα βοούν. Αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη χρεοκοπία τους.