Διεθνές Οικονομικό Βαρόμετρο
1
Στους κόλπους της ΕΕ και φυσικά και της Ευρωζώνης και στα διεθνή ΜΜΕ το δυσμενές κλίμα σε βάρος της χώρας μας συνεχώς επιδεινώνεται. Και σε επίπεδο αξιωματούχων της ΕΕ και κυβερνήσεων των κρατών μελών και σε επίπεδο δημοσιευμάτων του Τύπου, η Ελλάδα παρουσιάζεται αναξιόπιστη και χωρίς καμία πρόοδο για την αντιμετώπιση της κρίσης. Και καθώς φαίνεται τον τόνο για τα αρνητικά αυτά φαινόμενα τον δίνουν σχετικές δηλώσεις γερμανών κυβερνητικών αξιωματούχων, που μιλάνε ανοιχτά πλέον ακόμη και για ελεγχόμενη πτώχευση της Ελλάδας. Αντίθετα, επαινούν την «πρόοδο» που παρουσιάζουν οι δύο άλλες χώρες, που και αυτές έχουν δανειστεί από την «τρόικα» (Ιρλανδία, Πορτογαλία) και εφαρμόζουν το δικό τους Μνημόνιο. Τελευταίο παράδειγμα για τη σκληρή μεταχείριση της χώρας μας είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του γενικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος επεσήμανε ότι «το πρόγραμμα διάσωσης από την ΕΕ και το ΔΝΤ δεν αποδίδει για την Ελλάδα, η οποία δεν θα μπορέσει να επιστρέψει στις αγορές». Και πρόσθεσε: «Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία φαίνεται ότι θα βγουν από την κρίση». Δηλαδή όλες οι μέχρι τώρα θυσίες του ελληνικού λαού πήγαν χαμένες. Και η κρίση επιμένει. Συνεπώς το πρόβλημα είναι η λάθος συνταγή της «τρόικας» και η λάθος κυβέρνηση που την εφαρμόζει. Και όσα μάς λέει ο κ. πρωθυπουργός είναι παραμύθια.
2
Ο επικεφαλής του οικονομικού επιτελείου της ΕΚΤ, γνωστός οικονομολόγος Γιούργκεν Σταρκ, παραιτήθηκε επικαλούμενος, όπως συνηθίζεται, προσωπικούς λόγους. Όμως οι καλά πληροφορημένοι κύκλοι που παρακολουθούν με προσοχή όσα συμβαίνουν στην Ευρωζώνη (και φυσικά και στην ΕΚΤ) αποδίδουν την παραίτησή του στη διαφωνία του με την πολιτική που ακολουθεί ο γάλλος πρόεδρος Ζαν Κλοντ Τρισέ για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους. Το Ρόιτερ που μετέδωσε την είδηση της παραίτησης ανέφερε ως βασική αιτία τη διαφωνία του κ. Σταρκ για την πρόσφατη αγορά από την ΕΚΤ ιταλικών και ισπανικών ομολόγων του Δημοσίου και των ιταλικών και ισπανικών τραπεζών. Υπενθυμίζουμε ότι τον περασμένο Φεβρουάριο είχε παραιτηθεί από τη διοίκηση της ΕΚΤ και ο πρώην πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας, της Bundesbank, Άλεξ Βέμπερ. Και αυτός για την ίδια αιτία. Είχε διαφωνήσει για την αγορά κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ, με το επιχείρημα ότι η αγορά ομολόγων δεν είναι θεσμοθετημένη δραστηριότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Πολλοί αναλυτές τονίζουν ότι οι παραιτήσεις των δύο παραπάνω κορυφαίων στελεχών φανερώνουν την αντίθεση της γερμανικής κυβέρνησης στην πολιτική που ακολουθεί ο κ. Τρισέ για τη στήριξη των «αδύναμων κρίκων» της Ευρωζώνης. Και αυτό είναι μια ακόμη απόδειξη της διχογνωμίας και των διαφωνιών που υπάρχουν στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη σχεδόν σε όλο το φάσμα των αποφάσεων που αφορούν την αντιμετώπιση της κρίσης. Να γιατί η ΕΕ δεν μπορεί να προχωρήσει. Αντιθέσεις συμφερόντων.
3
Θαύμα! Εν μέσω κρίσης, με σχεδόν παγκόσμιες διαστάσεις, οι ελληνικές εξαγωγές πέτυχαν σημαντική αύξηση το α΄ εξάμηνο του 2011 που έφτασε στο 11,6%, σε σύγκριση με αυτές της ίδιας περιόδου του προηγούμενου έτους. Η αξία των φετινών εξαγωγών μας έφτασε, σύμφωνα με τα στοιχεία του «Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών», στα 7,8 δισ. ευρώ, μη συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών. Αν υπολογίσουμε και την αξία των εξαγωγών πετρελαϊκών προϊόντων, τότε η συνολική αξία των εξαγωγών μας το α΄ εξάμηνο του τρέχοντος έτους φτάνει στα 10,5 δισ. ευρώ, έναντι 7,5 δισ. την αντίστοιχη περίοδο του 2010. Δηλαδή αύξηση περίπου 40%. Οι μεγαλύτεροι πελάτες είναι η Ιταλία (αξία 1,04 δισ. ευρώ), η Τουρκία (866,6 εκατ.), η Γερμανία (847,5 εκατ.), η Κύπρος (628,6 εκατ.) και οι ΗΠΑ (589,1 εκατ. ). Σε σύγκριση όμως με τον πληθυσμό των κρατών-πελατών μας, η Κύπρος έρχεται πρώτη. Από πολλούς παράγοντες η αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι αποτέλεσμα της συρρίκνωσης της κατανάλωσης στην εσωτερική μας αγορά λόγω της λιτότητας και της σφιχτής εισοδηματικής πολιτικής. Και οι ελληνικές επιχειρήσεις βρήκαν διέξοδο στις αγορές του εξωτερικού, πουλώντας εκεί με μειωμένες και συνεπώς ανταγωνιστικές τιμές. Ό,τι κι αν συμβαίνει, το κράτος πρέπει να ενισχύσει την προσπάθεια τόνωσης των εξαγωγών μας.