«ΝΤΑΜΠΛ»

Εννοώ για το «νταμπλ» του Γιώργου Λάνθιμου, που άγνωστος μεταξύ αγνώστων, μέσα σε ένα χάος αλλοπρόσαλλων προτάσεων μιας Κινηματογραφικής Βαβυλωνίας, κατάφερε να πάει με δύο ταινίες σε δύο συνεχόμενα χρόνια και να βραβευθεί με πρώτα βραβεία στο πιο αυστηρό και απρόσιτο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του κόσμου, της Βενετίας, εκεί όπου τις περισσότερες φορές αναγνωρισμένες διασημότητες τρώνε τα μούτρα τους και δεν ξέρουν με ποια γόνδολα να φύγουν. Πέρσι με τον «Κυνόδοντα», άσχετα με το πόσο πολύ ή και καθόλου σας άρεσε, βάζω βέβαια και τον εαυτό μου, παρά το ότι τον έχω δει τρεις φορές για να συμφιλιωθώ μαζί του, εννοώ την ταινία του, ενώ με τον δημιουργό της δεν έχω ανταλλάξει ούτε τη χειραψία μας, ιδιαίτερα τώρα μετά και το φετινό του βραβείο για το σενάριο στις «Άλπεις», που έγραψε σε συνεργασία με τον επίσης άγνωστό μου Ευθύμη Φιλίππου και που αποτελεί άμεση υποχρέωση ένα εγκάρδιο «μπράβο» για την επιτυχία τους.

Και γι’ αυτό το δεύτερο βραβείο, του σεναρίου δηλαδή, το «μπράβο» είναι που μετράει περισσότερο επειδή αποτελεί το «άλφα και το ωμέγα» για την κατασκευή μιας ταινίας, οι σοφοί εγκέφαλοι των καλλιτεχνικών επιτροπών προτιμούν να ρίχνουν «λευκό» ως Πόντιοι Πιλάτοι, για να μη ριψοκινδυνέψουν την κριτική τους αξιοπιστία για ένα σενάριο που είναι θολό ή προχωρημένο ή ακαταλαβίστικο και με όλο τον κίνδυνο να καταβυθιστούν και εκείνοι στα ακαταλαβίστικα βάθη που περιέχει. Ρωτήστε και τον αγαπητό μου Γιάννη Μπακογιαννόπουλο, που άσπρισε κι ακόμα υπάρχουν τρύπες στο «Πέρσι στο Μάριενμπαντ» που δεν τις έχει ξεψαχνίσει και δεν του κολλάει ύπνος.

Είδατε εσείς να καεί καμιά Αθήνα, κανένας Πειραιάς, κανένα Μπραχάμι έστω γι’ αυτό το καταπληκτικό του «νταμπλ»; Τίποτα. Ούτε ένα «τσαφ» Μεγαλοσαβατιάτικο. Και πρόκειται για μια τεράστια επιτυχία. Ελληνική. Ελληνικότατη. Σε παγκόσμια κλίμακα και μη αναστρέψιμη. Και που επειδή ο κινηματογράφος διαθέτει και την επικοινωνία της παγκοσμιότητας, έτσι που να μπορούμε σ’ αυτή την κρίσιμη ώρα που η Ελλάδα καίγεται με απειλές οικονομικής εξόντωσης και χιονοστιβάδες σκανδάλων και με ένα υπερήφανο λαό να βρίσκεται σε στάση επαιτείας, να βγάλουμε γλώσσα και να πούμε «Και, φράου Μέρκελ και πρεζιντάν Σαρκοζί, μπορεί στο ταμείο να είμαστε μείον, στα βραβεία όμως είμαστε ΣΥΝ και ενώ εμείς έχουμε παιδιά που τιμούν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, εσείς έχετε προέδρους Νομισματικών Ταμείων που πηδάνε με το ζόρι καμαριέρες σε ακριβά ξενοδοχεία κι ύστερα χτυπιέστε όλοι μαζί για να το κουκουλώσετε και άντε να μη χεστούμε στο τέλος τέλος δηλαδή»… Και δεν καταλαβαίνω τι φοβάται ο κ. Βενιζέλος με την τόσο υπερεκχειλίζουσα αφοδευτική του περιφέρεια που διαθέτει και δεν τους τη μοστράρει, μήπως και μαζευτούν κομματάκι…

Διαβάζω πληροφορίες για το θέμα της νέας ταινίας του Λάνθιμου και η αλήθεια είναι ότι από αυτά που περιγράφουν οι ανταποκριτές, δυσκολεύομαι να καταλάβω περί τίνος πρόκειται, εκτός από το ότι έχουμε να κάνουμε με μια ομάδα ανθρώπων που αναλαμβάνουν να αντικαταστήσουν τις σχέσεις με τους συγγενείς κάποιων δικών τους πεθαμένων! Και εδώ είναι που μπαίνει το «προχωρημένο» που είπαμε, όπως και ο τίτλος «Άλπεις», που δηλώνει ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το μεγαλείο των Άλπεων, όπως και το ότι «οι Άλπεις θα μπορούσαν να καλύψουν το κενό που θα άφηνε η έλλειψη οποιασδήποτε άλλης οροσειράς στον πλανήτη» και μετά συγχωρήσεως δηλαδή, εδώ είναι που κολλάει και το «άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες», για να μη μας λείψει και το ακαταλαβίστικο χωρίς να λιγοστεύει το «νταμπλ» της επιτυχίας. Αυτή πάει, ό,τι και να πούμε την έχουμε στην τσέπη. Καρατσεκαρισμένη.

Η ολοφάνερα ελιτίστικη παρέα του Γιώργου Λάνθιμου, με τη συνεργασία της Αθηνάς Τσαγκάρη, που πρόθυμα διέθεσε ακόμα και τα λίγα που έβαλε στο ταμείο της από την επίσης βραβευμένη, αλλά ατελέσφορη οικονομικά ταινία της «Άττενμπεργκ» και που δόθηκαν κι αυτά για να συμπληρωθεί το χαμηλό μπάτζετ των «Άλπεων», για να δώσει τη μάχη του με τους περισσότερους συντελεστές απλήρωτους, παίζοντας το δικό τους μοναχικό παιχνίδι και σ’ όποιους αρέσουν, για τους άλλους δεν θα μπορέσουν. Κι όσο για το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, τους έδωσε, λέει, κάτι ψιλά για να πιουν κανέναν εσπρέσο και καμιά πίτσα στο πόδι στην πλατεία του Σαν Μάρκο -να μην ξανακούσω τον κ. Γερουλάνο στο φετινό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης να καμαρώνει για την πρόοδο του ελληνικού κινηματογράφου, γιατί θα τον στενοχωρέσω.

Αλλάζει και ο κινηματογράφος στην Ελλάδα και όσοι πιστοί προσέλθετε, μόνο που είναι δύσκολη η ανάβαση στις «Άλπεις» γενικώς και δεν ξέρω πόσοι θα την αντέξουν. Η αλήθεια είναι ότι από τότε -και δεν είναι πολλά τα χρόνια- που μπήκε στο φεστιβαλικό χορό και ο ανατολικός κινηματογράφος των γεωγραφικών μειονοτήτων, πολλά πράματα έχουν αλλάξει στο διαιτολόγιο των θεατών που ξέραμε και δεν είναι λίγες οι ταινίες που δυσκολεύεσαι να τις καταλάβεις, επειδή χρειάζονται ένα διαφορετικό τρόπο ανάγνωσης, έτσι που προτιμάς πολλές φορές να μεταφέρεις τη συνέχεια στον ύπνο της πολυθρόνας σου, για μερικές από αυτές που συμβαίνει να είσαστε τακτικοί θαμώνες του «ΑΣΤΥ», της οικογένειας Στεργιάκη, με την προτίμησή τους να μας φέρνουν ταινίες ενός κάπως δυσερμήνευτου σημειολογικού κινηματογράφου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατεβαίνοντας τα σκαλάκια του παραδοσιακού κινηματογράφου της οδού Κοραή δεν έχουμε δει πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες, όπως το ίδιο θα συμβεί και φέτος, έχοντας τις διαβεβαιώσεις από τον αεικίνητο πατέρα τους, τον Αντώνη Στεργιάκη, και τους πολυκίνητους γιους του, έχοντας συμπληρώσει γύρω στις 50 μάχιμες κινηματογραφικές δεκαετίες σε κάποιο δικό του «Σινεμά Παράδεισο», μπομπινάροντας κάποια ταλαιπωρημένη κόπια για να μπει στην κινηματογραφική μηχανή, με μισοκαμένα τα δάχτυλα για να χρησιμοποιήσει για οικονομία γόπες από κάρβουνα προβολείς για το φανάρι.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ «ΣΕΦΕΡΛΙΑΔΑΣ» ΕΓΚΩΜΙΟΝ…

Η διθυραμβική κριτική του Κώστα Γεωργουσόπουλου, πριν από δύο εβδομάδες, για την επιθεώρηση που παίζει στο «Δελφινάριο» ο Μάρκος Σεφερλής, ξεσήκωσε σχόλια και διαμαρτυρίες, περίπου όμοιες, αν το θυμόσαστε, για το γεμάτο θαυμασμό σχόλιο του Μάνου Χατζιδάκι, όταν πήγε ένα βράδυ στο παραλιακό κέντρο που τραγουδούσε ο Γιαννάκης Φλωρινιώτης και βγήκε την άλλη μέρα να λέει «μπράβο, αυτό θα πει λαϊκός καλλιτέχνης, με θαυμάσια φωνή, εξαιρετική παρουσία» και άλλα τέτοια άκρως επαινετικά, με αποτέλεσμα να γυρίσει ανάποδα το μάτι όλης της λαϊκής τραγουδιστικής κυριαρχίας, χωρίς ο Χατζιδάκις να καταδεχτεί να δώσει καμιά εξήγηση στην ταραχή που είχε προκαλέσει. Γιατί το έκανε; Ίσως για να δώσει ένα μάθημα στον αυτοθαυμασμό των «θεών» της πίστας ή πιθανόν και σαν μια διάθεση «αστυνόμευσης» που τον έπιανε καμιά φορά με τα στραβά και τα ανάποδα που έβλεπε γύρω του.

Δεν ξέρω αν ισχύει κάτι τέτοιο στην περίπτωση του Κώστα Γεωργουσόπουλου, εκείνο που ξέρω όμως είναι το πόσο αγαπάει την επιθεώρηση και το πώς «αφήνεται» στην πολυθρόνα του όταν είναι θεατής της, άσχετα με το πόσο φεύγει απογοητευμένος όταν βλέπει τον ξεπεσμό της, γι’ αυτό άλλωστε στις θαυμάσιες μεταφράσεις που έχει κάνει στις κωμωδίες του Αριστοφάνη συχνά μεταφέρει σ’ αυτές το «επιθεωρησιακό κλίμα», με τον τρόπο και το μέτρο που κατέχει. Παίχτηκαν δύο βιντεοσκοπημένες επιθεωρήσεις στην τηλεόραση, η μία ό,τι χειρότερο, με άσους της κάποτε «φαντασμαγορικής» επιθεώρησης και η άλλη του «νέου είδους», που προσπαθεί να επιβάλλει ο Μάρκος Σεφερλής, δηλαδή τον εαυτό του απόλυτο συντελεστή των πάντων που απαιτεί η επιθεώρηση (γράψιμο, σκηνοθεσία, παίξιμο, υπερβάσεις) και που αν καταφέρει να αποβάλει από πάνω του τις αδυναμίες και τα θεατρικώς απαράδεκτα που τον χαρακτηρίζουν, τότε θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι με την καλοπρόθετη διάθεση με τα όσα σχολίασε και «έφα» με την κριτική του ο αναμφισβήτητης τεράστιας θεατρομάθειας φίλος «Ζαρατούστρας»-Γεωργουσόπουλος.

Όμως συνεχίζοντας ο μοναχοδίαιτος Σεφερλής να σκουντουφλάει και να σωριάζεται με ό,τι βρίσκεται μπροστά του, να ρεύεται επί σκηνής, να φλυαρεί ακατάσχετα προσπαθώντας να επιβάλει πολυμεταχειρισμένα αστεία, να ξεβρακώνεται χωρίς λόγο και κάθε φορά που επιχειρεί να φιλήσει τη συμπρωταγωνίστρια (και σύντροφο στη ζωή του) κ. Τζαβαλιά, την τελευταία στιγμή να φτερνίζεται και να τη γεμίζει μύξες και σάλια, ε, όχι… αλλά κάπου εκεί αλλάζω κανάλι!

***

ΚΑΙ «ΘΕΑΤΡΙΔΗΣ» Ο «ΕΥΠΑΤΡΙΔΗΣ»!

Από τις πιο αξιαγάπητες πολιτικές μας φυσιογνωμίες και ο καθηγητής Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης, που έφυγε την περασμένη εβδομάδα, ύστερα από μια διακριτική απουσία από τα πολιτικά μας δρώμενα, από τα οποία η απουσία του ήταν αισθητή. «Ευπατρίδη» τον χαρακτήρισαν σε πολλούς επικήδειους, αλλά και μεγάλος φίλος του θεάτρου και όχι μόνο του σοβαρού, αλλά και του λαϊκού μουσικού που βρίσκεται πιο κοντά στις προτιμήσεις του κοινού.
Τον θυμήθηκα από το αρχείο μου, όταν ένα βράδυ μας είχε επισκεφθεί στο θέατρο «Μινώα», για να αγκαλιάσει μεταξύ άλλων και τον φίλο του, τον Νίκο Σταυρίδη, που έπαιζε στην επιθεώρησή μας «Καθένας με την τρέλα του» και με τον παρακαθήμενο Ανδρέα Παπανδρέου σε σκηνικό του έργου… 35 χρόνια από τότε! Όχι απλώς «ευπατρίδης», αλλά και «θεατρίδης» ο καθηγητής Γεώργιος Αλέξανδρος Μαγκάκης.

***

ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΟ ΣΠΑΝΙΑ ΣΥΝΤΟΜΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ!

• ΜΕΓΑΛΗΣ πολιτικής σημασίας η δήλωση του Μάκαρου Ψωμιάδη την ώρα της «περιπετειώδους» σύλληψής του 300 μέτρα από το σπίτι του, χωρίς να ανοίξει μύτη, έτσι για την τιμή των όπλων, την ώρα που οι αστυνομίες όλου του κόσμου τον κυνηγούσαν μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Τασμανίας:

«Συλλαμβάνομαι ως πολιτικός κατάδικος».

Δεν θα το έλεγε ούτε ο Τοτός την ώρα που θα τον τσάκωνε ο μπαμπάς του να ολοκληρώνει το… παιδικό του ελάττωμα!

• ΓΙΑ ΤΟ «ΚΑΛΟ», που είπαμε να λέγεται, μια από τις καλύτερες σειρές που φιλοξένησε η τηλεόραση του ΑΝΤ-1 και που ξαναβγήκε στην επιφάνεια για να καλύψει τις καλοκαιρινές «τρύπες» του προγράμματος, τα «Εγκλήματα» του Θοδωρή Πετρόπουλου, που το είχα δει στην πρώτη του εμφάνιση και που το ξαναείδα χωρίς να το βαριέμαι και μάλιστα ανακαλύπτοντας αρετές του που μου είχαν ξεφύγει. Έξυπνο, απρόβλεπτο, ευρηματικό, μακριά από τις συνηθισμένες σάχλες που βλέπουμε και ξαναβλέπουμε και που θα το χαρακτηρίσω «έγκλημα» που δεν φωνάζουν τον Πετρόπουλο να του πουν «Στρώσου και… ξαναεγκλημάτισε»! Τι περιμένουν; Να το πουλήσει σε καμιά Τουρκία για να πατσίσουμε;

• ΜΙΑ ΕΠΑΝΟΔΟΣ που τη χειροκροτώ, γι’ αυτό και τη σημειώνω: Στο θέατρο «Αλίκη», στη θέση της κ. Ρώπα που αποχώρησε από τα «Κορίτσια με τα μαύρα», χωρίς να χάσει και η Βενετιά το βελόνι της, θα την αντικαταστήσει φέτος, που το έργο συνεχίζεται, η Έλντα Πανοπούλου, μια από τις χαρισματικές νεότερες κωμικές θεατρίνες μας, που αναγκάστηκε για λίγο να απομακρυνθεί για να αξιοποιήσει τους νέους τραγουδιστές και τραγουδίστριες που είναι συγχρόνως και ηθοποιοί της νέας γενιάς με άριστες επιδόσεις, έργο της σχολής της. Χαίρομαι που θα δω φέτος το έργο με την Έλντα.


Σχολιάστε εδώ