Μια Φορά Και Έναν Καιρό

«Τόσοι και τόσοι πάνε. Γιατί όχι κι εμείς; Τι είμαστε; Τσουτσέκια;». Και ο κύβος ερρίφθη.

Είχαμε βέβαια μια φευγαλέα εικόνα της Θεσσαλονίκης όταν σε ανύποπτο χρόνο βρεθήκαμε περαστικοί, επιστρέφοντας μέσω Γιουγκοσλαβίας από το εξωτερικό, τουρίστες ταπεινοί και καταφρονημένοι. Τώρα όμως το μεγάλο δέλεαρ ήταν η Έκθεση, επ’ ευκαιρία δε πηγαίνοντας με ΙΧ θα βλέπαμε και τους καινούργιους δρόμους που βελτίωσαν την κυκλοφορία και που οι χάρτες χαρακτήριζαν «Εθνική οδό». Και είχαν πράγματι δοθεί μερικά τμήματα της νέας χάραξης, όπως το κομμάτι μέχρι τη στροφή της Χαλκίδας, η παράκαμψη του Μπράλου από τα Καμένα Βούρλα που διέσχιζες κατά μήκος, και όπου στεκόσουν για καφέ κι ένα ζεστό γαλακτομπούρεκο δίπλα στη θάλασσα, στη «Ρέμβη». Άσε που μπορεί να τύχαινε να δεις κανένα δελφίνι να κάνει στ’ ανοιχτά τα τσαλιμάκια του… Απέφευγες ακόμη τη διέλευση από την Κοζάνη και τη Βέροια, μοναδικό τότε δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη, με αντάλλαγμα τα πανάκριβα 40 δραχμών διόδια που πλήρωνες στη νέα Εθνική που περνούσε από τα Τέμπη. Για την… αφαίμαξη σε αποζημίωνε μια στάση για φωτογραφίες της φάτσας σου στο γραφικό «κρεμαστό» γεφυράκι πάνω από τον Πηνειό, στην Αγία Παρασκευή, με το ξωκλήσι μέσα στον βράχο πλάι στο τούνελ, απ’ όπου ξεμπούκαρε ξαφνικά το τραίνο, με τυχερό τον μηχανοδηγό του, τον μόνον άνθρωπο εν Ελλάδι που έβλεπε… «φως στο βάθος του τούνελ».

Έχοντας διανυκτερεύσει στη Λάρισα, φτάσαμε μεσημεράκι στη Νέα Αλεξάνδρεια, λίγα χιλιόμετρα πριν απ’ τον προορισμό μας, όπου όλοι έκαναν τότε στάση να ξεκουραστούνε και να φάνε στα πολλά εστιατόρια που ήταν παρατεταγμένα στο κέντρο της κωμόπολης… Προτιμήσαμε να συνεχίσουμε τον δρόμο μας νηστικοί, για την… «Ιθάκη» των ονείρων μας…

Μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη, ένιωθες μέχρι και την αύρα της θάλασσάς της να πνέει χαρμόσυνα, ίσως γιατί την αίσθηση της γιορτής «την κουβαλούσες στην ψυχή σου». Και είχε γιορτή η πόλη τα τρία Σαββατοκύριακα που διαρκούσε η Έκθεσις. Γιορτή που την έβλεπες ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των περαστικών, στις φανταχτερές βιτρίνες των μαγαζιών, στους φορτωμένους με ψώνια επισκέπτες, καθώς τράβαγαν στα ξενοδοχεία τους να ξαποστάσουν… Ένα καλοσυνάτο χαμόγελο αισθανόσουν να διαγράφεται στα χείλη όλων, σαν να σου έλεγαν ένα εγκάρδιο «γεια σου, φίλε…»

Πολλές φορές βρέθηκα έκτοτε για διάφορους λόγους στη Θεσσαλονίκη. Εκείνη τη διάχυτη όμως ευφροσύνη στα πρόσωπα που αντίκρισα την πρώτη φορά, δεν την ξανασυνάντησα ποτέ. Ίσως φταίει ότι η Έκθεση σιγά σιγά ξεθώριασε, ότι της κλέψανε μία βδομάδα από τη ζωή της, της αφαίρεσαν το εορταστικό της ντύμα και έβαλαν να τη διαφεντεύει ένας στρυφνός τεχνοκράτης, προτάσσοντάς της το βλοσυρό του πρόσωπο. Η Θεσσαλονίκη όμως αποζητά τη γιορτή της, τα φώτα της, τους επισκέπτες της, το παρελθόν της… Ας της τα ξαναδώσουν…

Η Αργυρώ είχε κάποιους συγγενείς στην πόλη και γι’ αυτό παρουσιαζότανε σαν… συννυφάδα της «Νύμφης του Θερμαϊκού». Ανέλαβε λοιπόν ex officio να κάνει τον… τσιτσερόνε, αφού γνώριζε τα κατατόπια. Μας πήγε πρώτα πρώτα για φαγητό σ’ ένα κοτοπουλάδικο στην αδιαμόρφωτη πέραν της Λεωφόρου Νίκης παραλία. Τα χρόνια εκείνα τα κοτόπουλα δεν αποτελούσαν μέρος της ζωής μας, και στην Αθήνα, εκτός από τον μακαρίτη τον Γναφάκη στην Αμφιθέα, που ήταν η σπεσιαλιτέ του, και τον… αμερικάνο «Bill & Bob» στην Πανεπιστημίου, λίγο πριν απ’ την Ομόνοια, τα πουλερικά ελάχιστοι τα είχαν «in» στα γαστριμαργικά τους μενού.

Στο μαγαζί όπου καθίσαμε, εκτός από τα κοτόπουλα που ξεροψήνονταν στριφογυρίζοντας στη σούβλα, η μασκότ του καταστήματος ήταν ένας τεραστίων διαστάσεων ζωντανός κόκορας, σωστός… στρουθοκάμηλος, που έκοβε βόλτες ανάμεσα στα τραπέζια με τους πελάτες που καταβρόχθιζαν με βουλιμία τα… αδέρφια του, πιάνοντας τα κομμάτια με τα χέρια τους…

Περί λύχνων αφάς, όπως έγραφε στην αναφορά του ο αρειμάνιος ενωμοτάρχης, φρεσκαριστήκαμε, κοστουμαριστήκαμε, σκουπίσαμε τα παπούτσια μας στην κουρτίνα του παραθύρου, και σαν ευγενείς και ευπρεπείς ταξιδιώτες ξεκινήσαμε από το ξενοδοχείο για την ευλαβική επίσκεψή μας στην έκθεση. Η κοσμοσυρροή μέσα στον χώρο της απίστευτη. Τα «περίπτερα» πολύχρωμα, φανταχτερά, κατάφωτα, ήταν περικυκλωμένα από κόσμο που αποθαύμαζε τα εκθέματα, ρωτούσε λεπτομέρειες σαν αποφασισμένος αγοραστής με το μπλοκ επιταγών στην τσέπη, και μάζευε προσπέκτους που θα πέταγε η γυναίκα του στο σπίτι, μουρμουρίζοντας για το σκουπιδαριό που της κουβαλάει… Εντύπωση προκαλούσε το ιταλικό περίπτερο με τη μεγάλη επιγραφή ITALIA, και το σοβαροφανές επίμηκες των USA, και διαφόρων άλλων κρατών και βιομηχανιών, που πρόβαλλαν προϊόντα σαν τη διαφήμιση του λονδίνιου Harrod’s «από μια καρφίτσα ως έναν… ελέφαντα». Λες και είχαν αδειάσει το Κέρας της Αμάλθειας και σκόρπισαν το περιεχόμενό του στα περίπτερα. Πηγαινοέρχονταν οι επισκέπτες και στέκονταν πλάθοντας όνειρα στις αντιπροσωπείες με τα γυαλιστερά -σκέτοι πειρασμοί- αυτοκίνητα. Η προσγείωση γινόταν με την καθιερωμένη πρώτη ερώτηση: – «Στα πόσα το καίει;», που πήγαινε «σετάκι» με την τιμή του αμαξιού. Εκτός από το πλούσιο εκθεσιακό θέαμα, σημαντική συμμετοχή στη γιορτή είχε και η ψυχαγωγία. Στο λούνα παρκ, η μεγάλη περιστρεφόμενη ρόδα, η γεμάτη πολύχρωμα λαμπιόνια, μικρό αντίγραφο της βιεννέζικης του Pratter, ήταν αρκετή για να αποθαυμάσεις από ψηλά το πανόραμα της πόλεως. Παρακεί και η ταβέρνα, όπου προσφερόταν «μαύρη μπύρα» που ο Φιξ έφτιαχνε ειδικά… «τιμής ένεκεν», για την έκθεση, και που οι θαμώνες κατανάλωναν για να μην πιαστούν κορόιδα και δεν ξέρουν τι ν’ απαντήσουν όταν επιστρέψουν και ερωτηθούν: – «Μαύρη μπύρα ήπιες;».

Ακριβώς στις 11 μ.μ. τα φώτα των περιπτέρων έσβηναν σαν να έλεγαν στους παρευρισκομένους:

– «Άντε να του δίνετε σιγά σιγά» και η περιοχή ερήμωνε. Οι παρέες που αναζητούσαν την ντόλτσε βίτα κατευθύνονταν προς το Πανόραμα, όπου μέσα στο δάσος ήταν το συμπαθητικό νυκτερινό κέντρο «Οι Κούνιες», με τις… κούνιες του κάτω από τα δένδρα, δίπλα στην πίστα με το ημίφως και τη μοντέρνα μουσική. Άλλοι τράβαγαν στο πολυτελές ζαχαροπλαστείο «Φλόκα» στην Τσιμισκή ή στο αντίστοιχο του «Τόττη» στην Αριστοτέλους, για παγωτό και… κοζερί. Στα τραπεζάκια, οι γεμάτες υπεροψία πρωτευουσιάνες, στο στυλ «μέριασε βράχε να διαβώ», σε αδυσώπητη αναμέτρηση με τις κυρίαρχες του… «γηπέδου» υπέρκομψες Θεσσαλονικιές, με τα καλοχτενισμένα κεφάλια, τα λουσάτα φορέματα και τα βαρύτιμα κοσμήματα, που τις βλέπανε οι Αθηναίοι και έτρεχαν τα… σάλια τους.

Δεν ξέρω πόσο ερωτική πόλις είναι η Θεσσαλονίκη, ούτε πόσο καπάτσες είναι οι Θεσσαλονικιές. Εκείνο που ξέρω είναι πως… δεν ξέρω ούτε έναν που να πήγε εκεί ανύπαντρος και να μη γύρισε παντρεμένος…


Σχολιάστε εδώ