«ΜΕΓΑΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ» ΤΗΣ ΑΓΚΥΡΑΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Ειδικότερα, επιδιώκει να θέσει, κατά πρώτο λόγο, υπό την επιρροή της την κυοφορούμενη αλλαγή στη Συρία, επενδύοντας στη σουνιτική πλειοψηφία και στην τουρκικού τύπου ισλαμική δημοκρατία. Επιδιώκει, κατά δεύτερο λόγο, να εκμεταλλευθεί το Παλαιστινιακό και την αραβοϊσραηλινή σύγκρουση για να εγκαθιδρύσει ηγεμονική επιρροή στην ακτογραμμή από τη Συρία μέχρι την Αίγυπτο.

Ο αιφνίδιος έρωτας προς τους Παλαιστινίους, περιλαμβανομένης της Χαμάς στη Γάζα, εντάσσεται στο «Μεγάλο Παιχνίδι» της Άγκυρας για την ηγεμονική κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήδη το Ισραήλ έχει πρόβλημα στην οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής του Ζώνης (ΑΟΖ) με τον Λίβανο. Η διεθνής αναγνώριση Παλαιστινιακού κράτους, με την ακτογραμμή της Γάζας, χωρίς συμπεφωνημένη λύση, θα έθετε νέο πρόβλημα οριοθετήσεως της ΑΟΖ μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστινίων.

Αναλαμβάνοντας την υποστήριξη του Λιβάνου και των Παλαιστινίων και την «υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους» στην ΑΟΖ, η Άγκυρα αυτοπροσκαλείται ως ενδιαφερόμενο μέρος στην ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου. Πολύ περισσότερο όταν πιστεύει σήμερα ότι έχει, επιπλέον, εμπεδώσει την κατοχή της στην Κύπρο και ότι βρίσκεται σε καλό δρόμο η διεθνής νομιμοποίηση και αναγνώριση του «ψευδοκράτους», που θα την καθιστούσε ενδιαφερόμενο μέρος της περιοχής.

Σημειώνεται σχετικά ότι μεταξύ των περίπου εξήντα συμφωνιών συνεργασίας που έχει υπογράψει η Άγκυρα με το «ψευδοκράτος», περιλαμβάνονται και ορισμένες που αφορούν την ΑΟΖ, την υφαλοκρηπίδα, τον εναέριο χώρο, την περιοχή Ελέγχου Πτήσεων (FIR) και την έρευνα και διάσωση. Η Άγκυρα εξακολουθεί επίσης να επικαλείται, παρά την εισβολή και την κατοχή, «δικαιώματα» εγγυήτριας δυνάμεως για την Κύπρο.

Οι υπερφίαλες αυτές επιδιώξεις ώθησαν την Άγκυρα να κάνει αμάλγαμα μεταξύ Κύπρου και Ισραήλ. Να αμφισβητήσει δηλαδή ταυτοχρόνως τόσο το δικαίωμα της Κύπρου να κάνει γεωτρήσεις στη δική της ΑΟΖ όσο και το δικαίωμα του Ισραήλ να εκμεταλλευθεί τα κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου στη δική του ΑΟΖ.

Ο τούρκος πρωθυπουργός Ερντογάν δήλωσε, συγκεκριμένα, στο τηλεοπτικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα ότι δεν θα επιτρέψει «στο Ισραήλ να εκμεταλλευθεί μονομερώς τους ενεργειακούς πόρους της περιοχής». Οι δηλώσεις του είδους αυτού αγγίζουν τα όρια του τυχοδιωκτισμού. Είναι βέβαιο ότι στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών πολλοί τούρκοι διπλωμάτες θα χρεώνουν γι’ αυτό στον Ερντογάν μεγάλη διπλωματική γκάφα. Η Άγκυρα μπορεί να εκτοξεύει απειλές κατά της ημικατεχόμενης Κύπρου, που δεν καλύπτεται, δυστυχώς, σήμερα ούτε από τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο, δεν ισχύει όμως καθόλου το ίδιο για το πανίσχυρο Ισραήλ, που έχει τα μέσα και τη θέληση να προασπίσει τα ζωτικά του συμφέροντα.

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΠΗΒΟΛΕΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ ΚΑΙ ΟΙ
ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΣΡΑΗΛΙΝΗΣ ΑΟΖ ΕΙΣΑΓΟΥΝ ΜΙΑ ΝΕΑ ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟ ΚΑΙ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΕ
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΑΡΟΞΥΣΜΟ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ – ΙΣΡΑΗΛ

Είναι προφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ποιοτική μετάλλαξη της κρίσεως στις σχέσεις μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Είναι άλλο θέμα να συντάσσεται η Άγκυρα γενικά με τους αντιπάλους του Ισραήλ και είναι άλλο θέμα να παρεμβαίνει η ίδια στην αυλή του και να απειλεί την κυριαρχία και ύψιστα ζωτικά του συμφέροντα.

Η υπέρβαση της γραμμής αυτής από την Άγκυρα παραμένει μέχρι τώρα ρητορική. Είναι, άλλωστε, πολύ λίγο πιθανό να δοκιμάσει η Άγκυρα στην πράξη οποιαδήποτε δυναμική αμφισβήτηση στην ισραηλινή ΑΟΖ. Αυτή δεν θα προσέκρουε μόνο στο στρατιωτικό δυναμικό του Ισραήλ. Θα προσέκρουε επίσης στην κόκκινη γραμμή των ΗΠΑ. Για τις τελευταίες, η ασφάλεια του Ισραήλ κατέχει πολύ υψηλή προτεραιότητα στις θέσεις της αμερικανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.

Η Τουρκία του Ερντογάν πιστεύει ότι έχει το περιθώριο να ασκήσει μια ανεξάρτητη πολιτική περιφερειακής δυνάμεως, εφόσον διατηρεί τους δεσμούς με το

ΝΑΤΟ και εξακολουθεί να εξυπηρετεί τους στόχους της παγκόσμιας αμερικανικής στρατηγικής στην περιοχή.

Επιδίδεται, στο πλαίσιο αυτό, σ’ ένα διπλό παιχνίδι, που φθάνει σ’ ορισμένες περιπτώσεις τα όρια της διπλωματικής ακροβασίας. Στο πνεύμα αυτό, αναπτύσσει, π.χ., τις σχέσεις με το αντιαμερικανικό Ιράν. Δέχεται όμως παραλλήλως την εγκατάσταση στο έδαφός της υπερεξελιγμένου ραντάρ, που συνδέεται με την ανάπτυξη της αντιπυραυλικής ομπρέλας του ΝΑΤΟ. Με το ίδιο σκεπτικό, επεδίωξε και κατόρθωσε να πάρει, προσφάτως, το Στρατηγείο Χερσαίων Δυνάμεων του ΝΑΤΟ.

Ταυτοχρόνως, παρουσιάζει το άνοιγμά της στον αραβικό και τον μουσουλμανικό κόσμο, που αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα έναν νεοοθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό, ως προτιμότερο για τη Δύση αντίβαρο στον ακραίο πολιτικό θρησκευτισμό του Ιράν.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΑΙ Η ΣΥΡΙΑ

Η τουρκική αυτή πολιτική είναι επίσης εμφανής στην περίπτωση της Συρίας. Παρά τους στενούς δεσμούς που είχε αναπτύξει με το καθεστώς του Μπασάρ Αλ Άσαντ, η Άγκυρα καραδοκεί σήμερα, με πρόσχημα την υποστήριξη της λαϊκής εξεγέρσεως, να παρέμβει στρατιωτικά στη Συρία, ως πρωταγωνιστική μάλιστα δύναμη του ΝΑΤΟ, κατά το προηγούμενο της Λιβύης.

Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται σήμερα απομακρυσμένη. Η Ρωσία δεν είναι διατεθειμένη να επαναλάβει αυτό που δέχθηκε, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, για τη Λιβύη. Η Τουρκία όμως εξακολουθεί να καλλιεργεί την ιδέα μιας απαραίτητης εξωτερικής «ανθρωπιστικής» επεμβάσεως. Επιφυλάσσει μάλιστα στον εαυτό της ένα τέτοιο δικαίωμα για λόγους δικής της εθνικής ασφάλειας αλλά και μουσουλμανικής αλληλεγγύης!

Δεν είναι γι’ αυτό απορίας άξιον που ακόμη και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην Αίγυπτο αισθάνθηκαν την ανάγκη να απευθυνθούν δημοσίως στον Ερντογάν, κατά τη θριαμβευτική του επίσκεψη εκεί, και να του ζητήσουν να μην επιδιώξει η Τουρκία κυριαρχία στη Μέση Ανατολή.

Η καχυποψία για τις πραγματικές επιδιώξεις της Τουρκίας στην περιοχή είναι διάχυτη στην υψηλή πολιτική ηγεσία και την πνευματική ελίτ της Αιγύπτου, παρά τον αυτονόητο λαϊκό ενθουσιασμό για τη μεγάλη αντιισραηλινή στροφή της Άγκυρας. Η επιφυλακτική στάση της ηγεσίας εκφράσθηκε και με την άρνησή της να διευκολύνει την επίσκεψη του Ερντογάν στη Γάζα, μέσω της ελεγχόμενης από την Αίγυπτο διόδου στο Σινά. Η Αίγυπτος είναι ηγετική χώρα του αραβικού κόσμου και επιδιώκει έναν δικό της περιφερειακό ρόλο στην περιοχή. Δεν είναι επομένως διατεθειμένη να παρακολουθήσει τους μεγαλεπήβολους τουρκικούς σχεδιασμούς. Οι τελευταίοι είναι εκ των πραγμάτων ανταγωνιστικοί και μπορούν να απειλήσουν τη σταθερότητα και την ασφάλεια της Αιγύπτου, κατά την κρίσιμη μάλιστα σημερινή μεταβατική συγκυρία.

ΠΟΥ ΟΔΗΓΕΙ Ο ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΙΣΡΑΗΛ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ;

Η κρίση στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις έχει βάθος. Η θέληση της Τουρκίας να αναδειχθεί σε περιφερειακή δύναμη, ακουμπώντας στο οθωμανικό και μουσουλμανικό παρελθόν, καθιστά ασυμβίβαστη τη στρατηγική φιλική σχέση που είχε προηγουμένως με το Ισραήλ. Πολύ περισσότερο όμως ακόμη, η θέληση της Άγκυρας να επιδιώξει κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο και να εμπλακεί ως δήθεν ενδιαφερόμενο μέλος στην ΑΟΖ της περιοχής την οδηγεί σε μετωπική σύγκρουση με το Ισραήλ. Η Άγκυρα δεν έχει σήμερα την αναγκαία αεροναυτική ισχύ για να αντιπαρατεθεί στο Ισραήλ, ακόμη και αν δεν λάβει κανείς υπ’ όψιν την αμερικανική ασπίδα, που θα ενεργοποιείτο σε περίπτωση συγκρούσεως. Η Άγκυρα όμως θα βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση αεροναυτικής ισχύος ύστερα από περίπου μια δεκαετία, όταν θα έχουν συμπληρωθεί οι γιγαντιαίοι αεροναυτικοί εξοπλισμοί στους οποίους επιδίδεται. Όταν επίσης θα έχει κάνει νέα άλματα η ταχέως αναπτυσσόμενη τουρκική πολεμική βιομηχανία. Η τελευταία εξασφαλίζει, μεταξύ άλλων, μεγάλο περιθώριο απεξαρτήσεως της τουρκικής πολεμικής μηχανής από ξένες πηγές προμηθειών.

Η Τουρκία εξελίσσεται αναπόφευκτα, με την πολιτική αυτή, σε στρατηγική απειλή για το Ισραήλ, το οποίο δεν συνηθίζει να αμελεί τέτοιου είδους απειλές. Ήδη το νέο στρατηγικό του δόγμα, όπως έγινε γνωστό από ηθελημένες ακριτομυθίες του ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών, περιλαμβάνει πολιτική προσεγγίσεως και αμυντικής συνεργασίας με την Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτό είναι αυτονόητο εφόσον και οι τρεις χώρες αντιμετωπίζουν απειλές και αμφισβητήσεις από την Άγκυρα. Περιλαμβάνει όμως επίσης και συνεργασία με τους Κούρδους και τους Αρμενίους.

Το πρώτο έχει τεράστια σημασία για την ασφάλεια αλλά και το ψευδοπροοδευτικό πρόσωπο που θέλει να προβάλλει διεθνώς η Άγκυρα, αξιοποιώντας τους Παλαιστινίους. Γιατί αυτά που διακηρύσσει για τους Παλαιστινίους, τους οποίους προσπαθεί τερατωδώς να ταυτίσει με τους Τουρκοκυπρίους, δεν τα εφαρμόζει επίσης για τα εκατομμύρια των Κούρδων κατοίκων της; Γιατί ζητά, ορθώς, Παλαιστινιακό κράτος για τους Παλαιστινίους και αντιμετωπίζει τους Κούρδους με πλήρη άρνηση των δικαιωμάτων τους, με καταδιώξεις και πόλεμο; Γιατί ζητά «διζωνική ομοσπονδία» για 80.000 Τουρκοκυπρίους στην Κύπρο και εξίσωση του 18% με το 80% του πληθυσμού, και δεν εφαρμόζει τέτοιου είδους ομοσπονδίες στο έδαφός της για τα 15 εκατ. των Κούρδων;

Η ισραηλινή όμως υποστήριξη των Κούρδων, εάν προσλάβει τη μορφή παροχής εξελιγμένων όπλων, εκπαιδεύσεως και οικονομικής βοήθειας, μπορεί να γίνει εφιαλτική για την Άγκυρα. Η τελευταία αδυνατεί επί δεκαετίες να δαμάσει και να εξουδετερώσει ένα απομονωμένο διεθνώς αντάρτικο κίνημα, που είναι χαρακτηρισμένο επισήμως ως «τρομοκρατικό». Θα ήταν, προφανώς, πολύ δυσκολότερο, αν όχι ανέφικτο, να αντιμετωπίσει ένα αντάρτικο νέας τεχνολογίας, που θα είχε επιπλέον σημαντική διεθνή πολιτική υποστήριξη και νομιμοποίηση.

Σε ό,τι αφορά τους Αρμενίους, είναι γνωστό ότι αυτό που σταμάτησε το ψήφισμα στο Κογκρέσο για την Αρμενική Γενοκτονία είναι η υποστήριξη της Άγκυρας από το εβραϊκό λόμπι στις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της παλαιάς φιλικής σχέσεως μεταξύ Τουρκίας και Ισραήλ. Η εκτελεστική εξουσία μπορεί να μην προωθήσει την εφαρμογή του, ακόμη και μετά την έγκρισή του από τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Θα ήταν όμως ένα ακόμα στοιχείο κρίσεως στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις, παρά τις προσπάθειες της Άγκυρας να οριοθετήσει τη ρήξη με το Ισραήλ στο πλαίσιο μόνο των διμερών τουρκοϊσραηλινών σχέσεων και να μην επιτρέψει τον επηρεασμό σε βάθος των τουρκοαμερικανικών σχέσεων. Η επιδείνωση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων μπορεί να έχει, σε προοπτική, επιπτώσεις επίσης στην εσωτερική διαπάλη για την εξουσία στην Τουρκία.

Η ΑΓΚΥΡΑ ΘΑ ΣΤΡΑΦΕΙ
ΠΙΘΑΝΟΤΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΠΙΟ ΑΔΥΝΑΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ: ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Με τα παραπάνω δεδομένα, η τουρκική πλευρά θα στραφεί πιθανότατα κατά του πιο αδύνατου μέρους και θα περιορισθεί, σε ό,τι αφορά το Ισραήλ, σε επιδείξεις ισχύος.

Προς την πλευρά της Κύπρου, δεν είναι πιθανό να απειλήσει ευθέως το γεωτρύπανο της Noble Energy. Κάτι τέτοιο θα την έφερνε σε σύγκρουση με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Η Κύπρος κατόρθωσε να εξασφαλίσει ισχυρή διεθνή διπλωματική υποστήριξη, που λειτουργεί ως ασπίδα για την άσκηση των δικαιωμάτων της στη δική της ΑΟΖ.

Για λόγους γοήτρου, η Άγκυρα θα προβεί σε προκλήσεις. Εκτιμάται όμως ότι, παρά την ακραία ρητορική της, δεν θα διακινδυνεύσει θερμό επεισόδιο αν δεν μπορεί να το περιορίσει σε βάρος μόνο της Κύπρου. Το τελευταίο μπορεί να γίνει με τη μορφή «ισοδύναμου τετελεσμένου». Μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να είναι η εξαγγελία ερευνών στην ΑΟΖ της Κύπρου, δυτικά της Πάφου, όπου πιθανολογείται η ύπαρξη μεγάλων ενεργειακών κοιτασμάτων. Η Άγκυρα διεκδικεί την περιοχή αυτή ως προέκταση της τουρκικής ΑΟΖ, την οποία προεκτείνει αυθαιρέτως μέχρι τα όρια της αιγυπτιακής ΑΟΖ, αγνοώντας το Καστελλόριζο.

Ένα ανάλογο σενάριο θα ήταν μια παρόμοια τουρκική πρόκληση στο Καστελλόριζο, με στόχο τη δημιουργία τετελεσμένου γεγονότος. Θα είχε επίσης στόχο να εκβιάσει την Ελλάδα να πιέσει την Κύπρο για «αναβολή» της γεωτρήσεως στην Κυπριακή ΑΟΖ. Η Ελλάδα δεν μπορεί να αφήσει αναπάντητη μια τέτοια πρόκληση. Θα πρέπει γι’ αυτό να στείλει εγκαίρως τα δέοντα μηνύματα προς κάθε κατεύθυνση, έστω κι αν βρίσκεται σε τραγική θέση αδυναμίας, με τη βαθιά οικονομική κρίση στην οποία είναι βυθισμένη.

Το θετικό στοιχείο σήμερα είναι η βαθιά αλλαγή του γεωπολιτικού σκηνικού στην περιοχή με επίκεντρο τη ρήξη Τουρκίας – Ισραήλ και την ανεύρεση πολύ σημαντικών ενεργειακών πόρων. Οι δύο αυτές εξελίξεις επηρεάζουν σημαντικά τόσο την αμερικανική όσο και την ευρωπαϊκή πολιτική.

Δεν είναι ακόμη σαφές πόσο έχουν επηρεαστεί οι πολιτικές των ΗΠΑ και της ΕΕ από τα νέα δεδομένα στην Ανατολική Μεσόγειο και από τα μεγαλομανή καμώματα του «καλού» Ερντογάν.

Η αμερικανική πολιτική, όπως και η επηρεαζόμενη από αυτήν ευρωπαϊκή πολιτική, επαμφοτερίζει. Η κλιμάκωση όμως από τον Ερντογάν μιας αδιάλλακτης πολιτικής κατά του Ισραήλ, που είναι στρατηγικός σύμμαχος των ΗΠΑ, προκαλεί αμηχανία και προβληματισμό.

ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΚΡΙΣΕΩΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ
ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΥ ΑΙΦΝΙΔΙΑΣΜΟΥ

Η Άγκυρα θα επιχειρήσει να προκαλέσει κρίση, εκμεταλλευόμενη τη δύσκολη θέση της Ελλάδος, για να προκαταλάβει τη συγκρότηση ενός ισχυρού διπλωματικού και αμυντικού μετώπου Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ και για να εγγράψει υποθήκες στην ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ.

Υπάρχουν ήδη πληροφορίες για κινήσεις του τουρκικού στόλου στο Καστελλόριζο. Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει την προσέγγισή της με το Ισραήλ για να επηρεάσει, όσο το δυνατόν, την αμερικανική πολιτική. Θα πρέπει επίσης να θέσει επιτακτικά το θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και να αναλάβει διπλωματική εκστρατεία για την υποστήριξη των θέσεών της. Σε τέτοιες περιπτώσεις κρίσεως φαίνεται η αξία του ρωσικού παράγοντα, που αφέθηκε, δυστυχώς, από τη σημερινή κυβέρνηση να υποβαθμισθεί σε απίστευτο βαθμό στη διπλωματία της χώρας.

Φαίνεται επίσης το μέγεθος των εγκλημάτων που έγιναν κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην εθνική άμυνα και στους εξοπλισμούς της χώρας. Σήμερα, π.χ., η Ελλάδα θα έπρεπε κανονικά να έχει, σύμφωνα με τις συμβάσεις που είχαν υπογραφεί, τέσσερα υπερσύγχρονα υποβρύχια αναερόβιας τεχνολογίας τύπου 214. Έχει, δυστυχώς, μόνο ένα, το οποίο καλείται, με την τεχνολογική υπεροχή του, να σηκώσει το κύριο βάρος της αποτροπής.

Ένας από τους στόχους της στημένης από την Τουρκία κρίσεως στο Καστελλόριζο είναι να σύρει την Ελλάδα σε γενική διαπραγμάτευση με άλλοθι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και την τρέχουσα διαδικασία διακοινοτικών συνομιλιών στο Κυπριακό. Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, δεν αποκλείεται ο Ερντογάν, κεφαλαιοποιώντας τις απαράδεκτες υποχωρήσεις του κυπρίου Προέδρου, να προβεί σε διπλωματικό αιφνιδιασμό, κατά το πρότυπο της Νέας Υόρκης του 2003. Να προβεί δηλαδή σε ανώδυνες «υποχωρήσεις» με στόχο είτε να επιβάλει, με τη βοήθεια του αγγλοαμερικανικού παράγοντα, «λύση» συνομοσπονδιακού τύπου, που θα κατέλυε την Κυπριακή Δημοκρατία, είτε να επιρρίψει την ευθύνη για τη μη «λύση» στην ελληνική πλευρά και να ανοίξει τον δρόμο για την αναβάθμιση του «ψευδοκράτους».

Η έμμεση αυτή προσπέλαση θα εξυπηρετούσε πολύ καλύτερα την τουρκική πολιτική και σε ό,τι αφορά ειδικότερα το θέμα της γεωτρήσεως στην κυπριακή ΑΟΖ, που υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ.

Η Ελλάδα οφείλει να προασπίσει στο Καστελλόριζο τα δικαιώματά της, που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο, και να επιταχύνει τις αναγκαίες αμυντικές συνεργασίες, που σπεύδει να τις προκαταλάβει η Τουρκία. Η θέση της δεν είναι τόσο αδύνατη όσο φαίνεται. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν πολλοί, με πρώτο το Ισραήλ, που αναρωτιούνται πού το πάει η Τουρκία. Δεν θα ήθελαν, με κανέναν τρόπο, να επιτρέψουν στην Τουρκία να τορπιλίσει προληπτικά τη σύμπηξη ενός κοινού μετώπου Ελλάδος – Κύπρου – Ισραήλ εναντίον της.

Αυτό όμως εξαρτάται από τις πολιτικές ηγεσίες στην Ελλάδα και την Κύπρο. Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για νέα Ύμια και αυτό πρέπει να είναι η σταθερή και αμετάκλητη απάντηση στη νέα τουρκική ιταμή πρόκληση στο Καστελλόριζο.


Σχολιάστε εδώ