Για να μην κατατροπώσει πάλι η γεωγραφία την Ιστορία
Και κυρίως να δείξει ότι δεν θεωρητικολογεί όταν λέει ότι τυχόν επιθετική ενέργεια εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα θεωρηθεί επίθεση και κατά της Ελλάδος. Διαφορετικά, η Άγκυρα (με τις ευτυχείς για την ίδια εμπειρίες του 1974, όταν κατά Καραμανλή «δυστυχώς η Κύπρος κείται μακράν») δεν θα διστάσει καθόλου. Να μην έχουμε αυταπάτες. Και σε μια τέτοια περίπτωση «έσεται η δευτέρα πλάνη χείρων της πρώτης», με τον Ελληνισμό να ηττάται ξανά στρατηγικώς, εισπράττοντας τα επίχειρα με τη μορφή νέων και εξουθενωτικών τετελεσμένων.
Την ίδια όμως ώρα και επειδή αναδύονται σαφώς συγκρουσιακές συνθήκες και προοπτικές στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ, η Αθήνα και βεβαίως από κοντά και η Λευκωσία δεν πρέπει να παρασυρθούν σε αυτές τις τριβές. Δεν πρέπει να αποβούν μέρος τους. Με τίποτα! Γιατί κινδυνεύουν να συνθλιβούν στις μυλόπετρες των εκτός των δικών τους δυνατοτήτων εξελίξεων. Όπως περίπου τα ποντίκια όταν καβγαδίζουν οι ελέφαντες και αυτά με απρονοησία μπλέκουν στα πόδια τους.
Όσο κι αν αυτό φαίνεται απλοϊκό, έτσι ακριβώς είναι η κατάσταση. Και έτσι ομοίως πρέπει να εκτιμηθεί από την πλευρά μας, για τον εξίσου απλό λόγο ότι πίσω από την Άγκυρα συντάσσεται ευρύ φάσμα του αραβικού (και ευρύτερα μουσουλμανικού) κόσμου, με τον οποίο μόνον ασόφως θα έλθουμε σε αντιπαράθεση, ενώ εγνωσμένη βεβαίως είναι και η εβραϊκή ισχύς εν προκειμένω.
Να μη διαπράξουμε, δηλαδή, το λάθος να θεωρήσουμε χωρίς προβληματισμό ότι, εφόσον η Άγκυρα βρίσκεται σε αντιπαράθεση με το Ισραήλ, είναι για μας ευκαιρία να συμπαραταχθούμε με το δεύτερο. Θα ήτο τουλάχιστον αφελές. Έως και καταστροφικό. Ανάλογα με την τροπή που μπορεί να πάρουν τα πράγματα. Γιατί προβλεπτώς πιθανότερο είναι ότι σε δεδομένη στιγμή Τουρκία και Ισραήλ «θα τα ξαναβρούν», όταν υπό την πίεση του μεγάλου αφεντικού θα επαναπροσδιορίσουν το μερίδιο της περιφερειακής τους επιρροής και όταν θα επιμερισθούν την τοποτηρητεία από τα κέντρα ισχύος του Ατλαντισμού, τον οποίο και υπηρετούν ως φύλακες συγκεκριμένων συμφερόντων σ’ αυτήν την κρίσιμη γεωγραφία.
Ο Ελληνισμός οφείλει να ενεργήσει χωρίς απλουστεύσεις και συναισθηματισμούς, εκμεταλλευόμενος όσα τον ευνοούν και αποφεύγοντας όσα τον θέτουν εν κινδύνω. Τόσο απλό. Και μάλιστα σ’ αυτήν την καταλυτική για τον ίδιο συγκυρία, που τον έχει φέρει μπροστά στο φάσμα της οικονομικής χρεοκοπίας, οπότε και οι δυνατότητές του εξουθενώνονται και οι αντιστάσεις του φυλλορροούν. Η πικρή αλήθεια.
Την οποία η Άγκυρα γνωρίζει καλά και με βεβαιότητα θα τη διαχειρισθεί αναλόγως προκειμένου να αντλήσει τα μείζονα υπό τις περιστάσεις γεωστρατηγικά οφέλη. Υπό τους χειρότερους παρά ποτέ οιωνούς, λοιπόν, η Αθήνα και η Λευκωσία (ως οι δύο κρατικοί πυλώνες του Ελληνισμού) θα βρεθούν τις επόμενες εβδομάδες (για να μην πούμε μέρες) μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα, τα οποία και θα απαιτήσουν ιστορικές επιλογές, που τα παράγωγά τους θα εισπραχθούν αναλόγως. Είτε ως θετικός απολογισμός στρατηγικών χειρισμών και κυρίως αντιστάσεων είτε ως αρνητικές (κατ’ ακρίβειαν μοιραίες) συνέπειες πεπλανημένων εκτιμήσεων, λανθασμένων χειρισμών ή και αδυναμίας επαρκών αντιστάσεων σε ό,τι μεθοδεύεται από την Άγκυρα.
Γιατί εάν οι προγραμματισμένες ενέργειες της Λευκωσίας στην ΑΟΖ ανασταλούν ή και ματαιωθούν, το αποτέλεσμα θα είναι περιστολή της κρατικής της κυριαρχίας και, αντιθέτως, επιβολή του κηδεμονευτικού ρόλου της Τουρκίας σε ό,τι αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία. Με άμεση ενίσχυση της ολέθριας για τη Μεγαλόνησο Συνθήκης Εγγυήσεως, την οποία η Άγκυρα επικαλείται και εν ονόματι της οποίας ενεργεί.
Τώρα, λοιπόν, είναι η ώρα της στρατηγικής ευθύνης και της ρεαλιστικής αποφασιστικότητας του Ελληνισμού.