Μια Φορά Και Έναν Καιρό
Έτσι, η πρώτη χρονιά της «νεκρανάστασης» πέρασε σχεδόν στο ντούκου. Από τον επόμενο χρόνο, όμως, κάτι τα «Επίκαιρα» του υπουργείου Τύπου που προβάλλονταν στους κινηματογράφους, κάτι τα ρεπορτάζ από την Έκθεση στα περιοδικά ποικίλης ύλης, που με μανία διάβαζε το ευρύ κοινό, κάτι οι αφηγήσεις των λιγοστών έστω πρώτων επισκεπτών στα στέκια και στις παρέες, με όσα φανταστικά είδαν τόσο στα εκθέματα όσο και στη φαντασμαγορία του χώρου, άνοιξαν την όρεξη για μιαν εκδρομή στη Θεσσαλονίκη επ’ ευκαιρία της Εκθέσεώς της, που ήταν ταυτόχρονα και μια ψυχαγωγική ανάπαυλα «εκτός των τειχών». Σιγά σιγά η Έκθεση έγινε επιθυμία, έγινε όνειρο που αναζητούσε την ευκαιρία να γίνει πραγματικότης. Αλλά ένα ταξίδι τα χρόνια εκείνα δεν ήταν απλή υπόθεση. Μπορούσες να πας αεροπορικώς με την ΤΑΕ, αν ήσουν υπουργός ή… μπρούκλης, ή με το τραίνο των ΣΕΚ, σε ένα ταξίδι που διαρκούσε οκτώ με εννέα ώρες, ή με το αυτοκίνητό σου, αν φυσικά διέθετες αυτοκίνητο, που οι διαφημίσεις σε προκαλούσαν να αποκτήσεις.
Και εντάξει. Ας πούμε ότι έφτασες. Πού θα κοιμόσουν; Οι επισκέπτες που πήγαιναν για την Έκθεση από κάθε γωνιά της χώρας, και ειδικά από τη Βόρεια Ελλάδα, που γι’ αυτούς ήταν «δυο τσιγάρα δρόμος», ήταν αμέτρητοι και τα ξενοδοχεία λίγα. Παρ’ όλα ταύτα, κάθε χρόνο πλήθαιναν οι προσερχόμενοι, πληθαίνοντας ταυτόχρονα και οι συμμετοχές των εκθετών. Καινούργια εντυπωσιακά περίπτερα φύτρωναν. Κράτη όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΣΣΔ, η Ιταλία και άλλα έδιναν σημαντική παρουσία και εμφανίστηκαν διάφορες πρωτόγνωρες ψυχαγωγίες, σαν το «λούνα παρκ», μαζί με το απίστευτο θαύμα της τηλεόρασης, που πρωτοεμφανίστηκε στον χώρο της ΔΕΘ και εκεί μέσα κάναμε τη γνωριμία μαζί της.
Όλοι αυτοί οι πειρασμοί, που όλο και πολλαπλασιάζονταν, κέντριζαν την επιθυμία για μιαν επίσκεψη στη «Νύφη του Θερμαϊκού»… Ειδικά για την τηλεόραση, που εμφανίστηκε στην Αθήνα ύστερα από πολλά χρόνια, αρκετοί που είχαν ταξιδέψει στο εξωτερικό και είχαν γνωρίσει τη μαγεία της, εάν «φύσαγε το παραδάκι η τσέπη τους», έφερναν μια λουσάτη συσκευή κατά την επιστροφή τους και, περνώντας των παθών τους τον τάραχο με το τελωνείο, την έστηναν με καμάρι στο σαλόνι τους, χωρίς φυσικά να παίζει… Ήταν αυτό που λέει η παροιμία: «Όποιος έχει πολύ πιπέρι βάζει και στα λάχανα…». Εδώ στον χώρο της Έκθεσης όμως ήταν το κάτι άλλο. Έβλεπες εικόνα και έχασκες μπρος σ’ αυτήν τη σατανική εφεύρεση, χωρίς να βρίσκεται μια Κασσάνδρα να προβλέψει πως κάποια μέρα θα καθήλωνε τους ανθρώπους σπίτι τους, να βλέπουν τουρκικά σίριαλ με τη μελωδική τους γλώσσα…
Θαρσείν χρη, λοιπόν. Με την πρόσφατα εκδοθείσα άδεια οδηγήσεως αυτοκινήτου στην τσέπη, δεόντως θεωρημένη από την Υποδιεύθυνση Τροχαίας Αθηνών, με επικολλημένο επ’ αυτής το κεκανονισμένο 0,50 λεπτών αστυνομικόσημο, πήγες στην πλατεία Βικτωρίας, έναντι ζαχαροπλαστείου «Perfect», όπου υπήρχε πληθώρα γραφείων ενοικιάσεως ΙΧ, και πήρες ένα Φίατ 1100 αντί 2 δραχμών ανά χιλιόμετρο, που αν εξαιρέσουμε τα φρένα του που λειτουργούσαν πλημμελώς ήταν ένα πολύ εντυπωσιακό δίχρωμο κουρσάκι, κατάλληλο για καμάκωμα κάθε κατηγορίας γκόμενας, και ντου για Θεσσαλονίκη. Η οδήγηση ήταν συναρπαστική. Μπορεί το οδόστρωμα να ήταν γεμάτο λακκούβες, μπορεί να σε κυνήγαγαν στον δρόμο τσομπανόσκυλα, τρέχοντας και γαβγίζοντας μανιασμένα πλάι στις ρόδες σαν να ήθελαν να σε κατασπαράξουν, μπορεί να σε μούντζωναν βλαστημώντας γριές ενώ πέρναγες μέσα από τα χωριά, καθώς τους χάλαγες την ησυχία με τη σκόνη που άφηνες ξοπίσω σου, μπορεί να διασκέδαζαν τα χωριατόπουλα πετώντας κοτρώνια στο διάβα σου, κατά τα άλλα όμως όλα ήταν υπέροχα και η διαδρομή πολύ ευχάριστη. Πέρασες μέσα από τη Θήβα, θυμήθηκες και τη δασκάλα σου που έλεγε «Αθηναίοι και Θηβαίοι και κακοί Μυτιληναίοι» και τον καβγά που της έκανε ο πατέρας σου: «Δεν ντρέπεσαι να μαθαίνεις τέτοια πράματα στα παιδιά…». Ύστερα έκανες τη μεγάλη ιεροσυλία να μη σταθείς να φας σουβλάκι στη Λιβαδειά και τέλος, περνώντας μέσα από την Αταλάντη, ανέβηκες και κατέβηκες τις στροφές του Μπράλου, άφησες πίσω σου το «Χάνι του Λήσταρχου» στο διάσελο και έφτασες στη Λαμία, με τους κουραμπιέδες και τις χυλοπίτες της. Κάθισες σ’ ένα καφενείο να ξαποστάσεις, κάτω από τα πλατάνια, δίπλα στις ψησταριές, έγινες αντικείμενο μελέτης από τους θαμώνες, υποβλήθηκες από τους πιο δημοσιοσχεσίτες σε ανάκριση του τύπου «ποιος είσαι, πούθε έρχεσαι, πού πας, γιατί πας;» και άλλες δευτερεύουσες ερωτήσεις, π.χ. αν είσαι παντρεμένος, τι δουλειά κάνεις, πόσα κερδίζεις και αν αυτά είναι καθαρά, αποφεύγοντας να ρωτήσουν αν τα δηλώνεις, διότι θεωρούσαν αυτονόητο πως δεν τα δήλωνες. Ξεκίνησες. Άντε πάλι ανάβαση – κατάβαση με στροφές και φουρκέτες στα παρακατιανά της Όθρυος, σε Δερβένι και Φούρκα, να σου τα ίδια και με τον Δομοκό, πέρασες από τα Φάρσαλα, που σε γοήτεψαν με τον χαλβά τους, και κάποτε έφτασες στη Λάρισα, όπου και διανυκτέρευσες, γιατί ήδη είχε νυχτώσει και οι νυχτερίδες και τα τσακάλια βγήκανε στο μεϊντάνι…
Σαν γιδοβοσκός, ξεκίνησες λίαν πρωί την επομένη, ακολουθώντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή μέσω Κοζάνης και Βέροιας. Χόρτασε η ψυχή σου στροφές και ανεβοκατεβάσματα σε φαράγγια και τελικά να τος μπροστά σου ο Λευκός Πύργος.
Για τη Θεσσαλονίκη είχες ακούσει πολλά. Το μόνο που δεν ήξερες και που δεν μπορούσες να φανταστείς ήταν πως όλη η πόλις γιόρταζε μ’ ένα διάχυτο πανηγύρι διάρκειας τριών εβδομάδων, όσο κράταγε η Έκθεσις. Ο «Τουρισμός» φρόντισε να ενοικιάζονται ευπρόσωπα δωμάτια σε σπίτια κι έτσι κανείς δεν κινδύνεψε να κοιμηθεί σε παγκάκι. Οι ΣΕΚ έκαναν έκπτωση στους επισκέπτες και αυτό τόνωσε την προσέλευση. Το ξενοδοχείο «Μεντιτερανέ» λαμποκοπούσε και το παρέκει ιστορικό εστιατόριο «Όλυμπος Νάουσα» ήταν συνεχώς υπερπλήρες. Το καφενείο «Ντορέ» στις μεγάλες του δόξες και στα αμέτρητα μεζεδοπωλεία μύδια σε αναρίθμητες παραλλαγές, με τον… «χύδην όχλο» να πλακώνει τις μπουγάτσες και να πλημμυρίζει τα πατσατζίδικα. Μια πόλη γεμάτη κέφι και ζωντάνια, με έναν κρυφό φόβο στην ψυχή, πως οι Αθηναίοι βυσσοδομούν να τους πάρουν την Έκθεσή τους στην Αθήνα…