ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ!

Νομίζω όλες τις φορές. Και είναι τόσα πολλά, που μόνο μια ακατανίκητη φθινοπωρινή μελαγχολία μπορεί να τα συγκρατήσει, χωρίς βέβαια καμιά ελπίδα να επιστρέφει κανένα από αυτά τα «κάποτε», μια και κοντά στα άλλα διατηρούν και μια αναντικατάστατη μοναδικότητα, ίδια με τον αγαπημένο φίλο σε φυσιολογική σχέση, το μόνο που σου αφήνει είναι κάποιες κιτρινισμένες φωτογραφίες ευτυχισμένων στιγμών, όπως του Γεώργιου Αλέξανδρου Μαγκάκη, που την περασμένη εβδομάδα έφυγε κι αυτός για ένα ακόμα κενό. Έτσι και η Έκθεση της Θεσσαλονίκης, που κάθε χρόνο όσο περισσότερο μεγαλώνει, τόσο το «κάποτε» της νοσταλγίας μικραίνει. Το μεγάλο γεγονός της γιορτής της συμπρωτεύουσας, με το χαρακτηριστικό γνώρισμα της φιλοξενίας της, που με ένα «ευτυχείτε» του Άλκη Στέα ήταν αρκετό για να διαλύσει κάθε ανήσυχο νέφος που θα επιχειρούσε να ανησυχήσει τον ορίζοντα του Θερμαϊκού. Τώρα κάθε δρόμος και μια διαμαρτυρία, κάθε πλατεία και μια διαδήλωση, κάθε γωνία και κρανοφόρες δυνάμεις που περιμένουν να αποδυναμώσουν άλλες κουμπουροφόρες αγανακτισμένων και είναι άγριες και δυναμικές αυτές οι –από κάθε άποψη– ετοιμοπόλεμες, που προτιμάς να κάτσεις σπίτι σου και να βρεθείς με τα «κάποτε» να σου κρατάνε συντροφιά.

Τώρα που ο Άλκης δεν είναι πια μεταξύ των παρόντων, όπως και εκείνο το αφελέστατο «ευτυχείτε» είναι μια ευχή που δύσκολα πια μπορεί να πραγματοποιηθεί και μάλιστα κάτω από τα αυστηρά βλέμματα και τις καθημερινές δηλώσεις του κ. Βενιζέλου, που με τις αρχηγικές του διαθέσεις το μόνο που καταφέρνει και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία είναι να μου θυμίζει τις υποκριτικές φιλίες του Τομ και του Τζέρι, και το αφήνω στην ελεύθερη κρίση σας το ποιος μεταξύ του κ. Παπανδρέου και του κ. Βενιζέλου παίζει το ρόλο του ελαφροπήδηχτου ποντικού και ποιος του μονίμως αφρισμένου μπουλντόγκ… Ίσως μάλιστα και γιʼ αυτό –και για να περισώσει το λεηλατημένο πρωθυπουργικό του κύρος– το μόνο που επιμένει να μας λέει κάθε τόσο και με ύφος τσικό ποδοσφαιρικής ομάδας είναι ότι «θα τα καταφέρουμε», εμφανιζόμενος τακτικότατα και «ξεπουκαμισάτος» για να μας βεβαιώσει ότι έχει σηκώσει τα μανίκια, σε αντίθεση με τον αείμνηστο πατέρα του, ο οποίος, ως γνωστόν, τα μανίκια τα χρησιμοποιούσε για δικό του σκοπό… Και, στο μεταξύ, ο νυν κληρονόμος του πρωθυπουργικού αξιώματος έχει δανειστεί και το σήμα κατατεθέν άλλου κόμματος, όταν απευθύνεται στους κομματικούς οπαδούς με εκείνο το «σύντροφοι και συντρόφισσες», συχνά μάλιστα χωρίς να αποφεύγει και τα πολύ συνηθισμένα του σαρδάμ, ενώ το πιο σωστό θα ήταν να τους προσφωνούσε με ένα ηχηρότατο «καταφερτζήδες μου και καταφερτζούδες μου», παίρνοντας για παράδειγμα πλείστους υψηλόβαθμους του κληρονομικού κόμματος. Και κοίτα τώρα, κύριε, να δεις πώς έρχονται τα πράγματα και, όπως το ΠΑΣΟΚ στο ξεκίνημά του δανείστηκε –και μάλιστα εντόκως– πολλές δυναμικές και ιστορικές δυνάμεις του βενιζελικού χώρου, έτσι τώρα και το ΠΑΣΟΚ φαίνεται πως θα επιστρέψει πολλά από τα στελέχη του στον έκδηλο «αρχηγισμό» του Ευάγγελου, που καιρό τώρα μας δείχνει ολοφάνερα τις προεδρικές φιλοδοξίες του, για να αφήσει τον Γιώργο να ασχολείται απερίσπαστος με τα κανό του και το πρωινό του τζόκινγκ.

Όσο για τα φετινά μελαγχολικά εγκαίνια, και τι δεν έχει ακούσει εκείνη η τεράστια αίθουσα του Βελίδειου από τους εκάστοτε πρωθυπουργούς μας, που ήταν συνήθως και «μία από τα ίδια», άλλοτε με περισσότερο αλάτι και άλλοτε με λιγότερο πιπέρι, πάντα όμως καρυκευμένη με τη σάλτσα της υποσχεσιολογίας, έτσι που αν πάρεις από μια φράση από αυτές που ακούστηκαν τα τελευταία χρόνια και τις κολλήσεις τη μία πίσω από την άλλη, περίπου σαν τρένο από σαύρες, δίνοντας και ένα αντίγραφο με κόκκινα σημάδια στα σημεία που ο κομματικός «κλακαδόρος» θα ξεσηκώσει το ομαδικό χειροκρότημα, τότε θα έχεις έτοιμο το λόγο και της επόμενης ομιλίας για τον επόμενο χρόνο. Και με τα ίδια νυσταλέα των κυβερνητικών Χατζηαβάτηδων, που δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να διαβάσεις αυτό που λέει το ύφος τους, δηλαδή «άντε, τελείωνε, πρόεδρε, για να προλάβουμε να φάμε ζεστή και καμιά αστακομακαρονάδα στου Κρικέλα…». Πώς είπατε; Αν νοστάλγησα; Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω…

ΔΗΛΩΝΩ ΟΤΙ ΕΙΜΑΙ ΜΕ TON ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗ!..

Να το πω από την αρχή, οι σχέσεις μου με το ποδόσφαιρο δεν ήταν ποτέ τους καλές. Ούτε και πιο πριν, όταν με τη λέξη «ποδόσφαιρο» και «γήπεδο» ήταν το καταφύγιο της κυριακάτικης ανίας μας. Ούτε και πιο πριν ακόμα με τη λέξη «μπάλα» ήταν συγκεντρωμένη η περισσότερη δραστηριότητα της παιδικής ζωής. Όπως και ποτέ μου δεν κατάλαβα το γιατί έντεκα μαντραχαλάδες, φορώντας το ίδιο βρακί και άλλοι έντεκα με διαφορετικό βρακί, κυνηγούν ένα κλωτσοσκούφι για να το χώσουν μέσα σε μιάμιση ώρα στο τέρμα της μιας και της άλλης ομάδας και που εκεί ακριβώς συγκεντρώνεται η ικανοποίηση τόσο των ίδιων όσο και των χιλιάδων που τους παρακολουθούν και μάλιστα κάτω από συνθήκες κάθε άλλο παρά άνετες όπως μπορεί ένας φυσιολογικός άνθρωπος να παρακολουθήσει μια ταινία, μια θεατρική παράσταση ή μια συναυλία. Και αν αυτή η συνήθως τεταμένη παρακολούθηση δεν αποτελεί φανατισμό, όπως και σε πολλούς άλλους «ισμούς» που τον παρατηρούμε και με ανάλογες, συχνά απαράδεκτες συνέπειες, πείτε μου τότε αυτή η «φανατίλα» για την μπάλα, δηλαδή για ένα κλωτσοσκούφι, πώς αλλιώς λέγεται;..

Τις λίγες φορές που ο μεγάλος και αξέχαστος φίλος μου, ο Νίκος Τσιφόρος, στα πολύ νεανικά μου χρόνια, με τράβηξε με το ζόρι σε κάποιο γήπεδο, συνήθως της Λ. Αλεξάνδρας, για να μου ζωντανέψει το ανύπαρκτο ενδιαφέρον περί του ποδοσφαίρου, κάθε φορά που με έβλεπε δίπλα του στις κερκίδες να ξεφυλλίζω κάποιο τεύχος της «Μάσκας», την ώρα που όλοι γύρω μου χαλούσαν τον κόσμο για την τύχη της μπάλας στα πόδια του Λινοξυλάκη, του Φιλακούρη και του Σιδέρη, αν θυμάμαι καλά τα ονόματα των τότε «ηρώων της Κυριακής», ο καημένος ο Τσιφόρος, με μια άγρια καρπαζιά μου το έκλεινε στα μούτρα, λέγοντάς μου: «Κλείσʼ το, ρε μαλάκα, που διαβάζεις “Μάσκα” την ώρα που μπροστά σου καίγεται το σύμπαν…».

Η αλήθεια είναι ότι ο Τσιφόρος έκανε ό,τι μπορούσε για να μου εξηγήσει το πάθος ενός ολόκληρου κόσμου γιʼ αυτό που περικλείεται στις τρεις καθοριστικές λέξεις «Ποδόσφαιρο», «Γήπεδο», «Μπάλα», χωρίς βέβαια να καταφέρει πολλά πράματα, καταλήγοντας τελικά σε μια εξήγηση ότι «όλη η ιστορία της μπάλας είναι για το χαβαλέ της», αλλά που και γιʼ αυτή της την εξήγηση ο καθηγητής κ. Μπαμπινιώτης στο πολύτιμο λεξικό του, όπως και το λεξικό για τη γλώσσα μας των Τεγόπουλου και Φυτράκη, αφιερώνουν τα ακόλουθα λακωνικά και εντελώς πενιχρά, όπως «πάμε στο γήπεδο χωρίς λόγο, μόνο για την πλάκα του και για το χαβαλέ του» ή και το περισσότερο κατατοπιστικό που γράφει το άλλο, ότι πρόκειται «για κουβέντα για ασήμαντη αιτία όπως η μπάλα».

Βέβαια, όταν αργότερα ξεκίνησε όλη αυτή η οικονομική σχέση της μπάλας με τα στοιχήματα, τα ΠΡΟ-ΠΟ, τις παράγκες, τις εταιρείες, τους αμαρτωλούς προέδρους, τις εξωφρενικές λαμογιές και τις σε μαφιόζικο επίπεδο συναλλαγές, τις αντεκδικήσεις και το συρφετό της αλητείας που μαζεύτηκε κάτω από τις τρεις λέξεις, παραβάλλοντας τα συμβαίνοντα και με τις εποχές Αλ Καπόνε και Ντον Κορλεόνε, θεώρησα τον εαυτό μου πολύ τυχερό που δεν ασχολήθηκα ποτέ μʼ αυτή την εγκληματική ψυχασθένεια.

Γιʼ αυτό η απόφαση του επικεφαλής της Δυναστείας Βαρδινογιάννη, του χαίροντος ιδιαίτερης εκτίμησης και συνήθως απόμακρου Βαρδή, ότι θα απέχουν του λοιπού οικογενειακώς με ό,τι έχει σχέση με το ποδόσφαιρο, το γήπεδο και την μπάλα, με χαροποίησε ιδιαίτερα. Πώς να το κάνουμε, αδερφέ, αισθάνομαι πολύ πιο άνετα και πολύ πιο ανθρώπινα να είμαι με το «Βαρδινογιαννέικο» κάτω από αυτές τις συνθήκες, παρά με την απροσδιόριστη, όσο και αντιπαθέστατη φάτσα του «Φαντομά» των γηπέδων, με την πουράκλα στο στόμα και τη βαριά κομπολόγα στη χέρα που ακούει στο όνομα Ψωμιάδης, ε, ναι!

Και ύστερα απορούμε για το χάλι που φτάσαμε και για την «παράγκα» όπως την καταντήσαμε ολόκληρη την Ψωροκώσταινα..

Λίγη τσίπα, ρε!

ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ

***

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ-ΑΡΑΧΝΗ;

Δεν μπορείτε να παίζετε με τις αντοχές μας, κύριοι, και εξηγούμαι αμέσως: Πιάσατε τη «γυναίκα-αράχνη» με τον κλεμμένο πολύτιμο πίνακα του Ρούμπενς με τον «Καλλιδόνιο κάπρο» από μεγάλο ξένο μουσείο και μπράβο σας και συγχαρητήρια και είπαμε να μπαίνουμε κάθε μέρα στις τράπεζες και να τις καταληστεύουμε, όχι όμως να μπαίνουμε και στα μεγάλα ξένα μουσεία και να αρπάζουμε ό,τι βρίσκουμε μπροστά μας.

Κατόρθωμα ασφαλώς η σύλληψη της «γυναίκας-αράχνη» που πιάστηκε με τον πίνακα στις αποσκευές της.

Όμως, γιατί μας κρύβουν το όνομα της «πασίγνωστης τηλεπαρουσιάστριας και μας την κρύβουν κατακουκουλωμένη χωρίς να βγαίνει έξω ούτε τρίχα από τα μαλλιά της, σύμφωνα με το νόμο περί προσωπικών δεδομένων, λέει, με αποτέλεσμα, πολύ δικαιολογημένα να είναι ΕΝΟΧΕΣ όλες οι «γνωστές». Και καταλαβαίνετε σε ποιες «γνωστές» πάει ο νους μας, αφού όλες είναι και «γνωστές» και «τηλεπαρουσιάστριες» Και ζωηρές και δραστήριες και στα μέσα και στα έξω και ικανές για όλα, γιατί να μην είναι μια απ’ όλες και το μυαλό μας να ακουμπάει επάνω σε όλες, ενώ το πιο σωστό και προς αποφυγήν κάθε παρεξηγήσεως, η ανακοίνωση της Αστυνομίας και του αρμόδιου εισαγγελέα θα έπρεπε να ήταν κάπως έτσι: «Η αναφερομένη ως γνωστή τηλεπαρουσιάστρια για την κλοπή του πίνακα του Ρούμπενς δεν είναι ούτε η Ρούλα Κορομηλά ούτε η Σεμίνα Διγενή ούτε η Αννίτα Πάνια ούτε η Ναταλία Γερμανού ούτε η Ελένη Μενεγάκη ούτε η Έλλη Στάη ούτε η Αγγελική Νικολούλη ούτε η Μαρία Χούκλη ούτε η Ζέτα Μακρυπούλια ούτε εκείνο το κατακαημένο, η Νάντια Μπουλέ, που δεν πρόλαβε ακόμα να εισπράξει το πρώτο της μηνιάτικο από τον ΑΝΤ-1… να μην τη βγάλουμε αμέσως «Ρουμπενσοπνίχτρα»! Αν δεν μας αποκαλύψουν περί ποίας «γνωστής τηλεπαρουσιάστριας» πρόκειται, η υποψία περνάει πάνω από όλες.
Γ. Λ.

***

ΟΥΤΕ ΣΑΝ ΑΝΕΚΔΟΤΟ, ΑΠΟ ΤΑ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ

Μέχρι την τελευταία στιγμή πριν κλείσει το τυπογραφείο, περίμενα μήπως ερχόταν η είδηση ότι υψηλόβαθμο στέλεχος, θηλυκού γένους, της κυβέρνησης θα έστελνε την παραίτησή του για λόγους ασυγχώρητης παράβλεψης καθηκόντων, πρωτοφανούς επιπολαιότητας, αλλά -και το σπουδαιότερο- για την απουσία έστω και στοιχειώδους τσίπας που οφείλει να έχει στις υπουργικές αποσκευές αυτός και πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για γυναίκα που υποτίθεται ότι είναι εφοδιασμένη με μεγαλύτερες ευαισθησίες.

«Μπα, να μου λέει ο Μάκης Κουρής, άδικα περιμένουμε, εδώ με τις αβλεψίες τους κόντεψαν να βάλουν λουκέτο σʼ ολόκληρη τη χώρα, σιγά με την εν λόγω κυρία μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου»…

Όπως και έγινε ή μάλλον ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ και που όπως το καταλάβατε πρόκειται με την κ. Άννα Διαμαντοπούλου, που ως υπεύθυνη και αρμόδια υπουργός Παιδείας, παραμονές που ανοίγουν τα σχολεία, άφησε ολόκληρη τη μαθητική κοινότητα ΧΩΡΙΣ ΒΙΒΛΙΑ με τη δικαιολογία ότι δεν είχε φροντίσει να προμηθευθεί το απαιτούμενο χαρτί για την εκτύπωσή τους και χωρίς βέβαια να βγει και να μας πει και για το αν οι χαρτέμποροι έδιναν μικρότερο χαράτσι, το γνωστό φακελάκι ή το αποκαλούμενο «κωλόκουρο» της δωροδοκίας για να μπει η απαιτούμενη υπογραφή στην απόφαση ή αν και τα τυπογραφεία δεν έδιναν τα σχετικά «δωράκια» τους σʼ αυτά που ζητούσαν τα πανταχού παρόντα «λαμόγια», που υποτίθεται ότι τα ελέγχει η κ. Διαμαντοπούλου… Και δεν χρειάζεται βέβαια να το ξαναπούμε, όπως το κάναμε και την περασμένη Κυριακή, ότι αν κάτι τέτοιο συνέβαινε και στο στρατό, ο υπεύθυνος στρατηγός που θα άφηνε τους στρατιώτες του να πάνε στη μάχη ΧΩΡΙΣ ΟΠΛΑ, θα είχε τινάξει τα μυαλά του στον αέρα, όπως έγινε με τον Πρωτοπαπαδάκη που αυτοκτόνησε πριν η δίκη των Έξι τον καταδικάσει στην εσχάτη των ποινών ως υπεύθυνο της Μικρασιατικής Καταστροφής. Όπως και στην περίπτωση που ερχόταν κάποια από το «πουθενά», όπως και η κ. Διαμαντοπούλου, και θα ήθελε να γίνει πρωταγωνίστρια στο θέατρο, αλλά που από την πρώτη ανάγνωση δεν ήταν σε θέση ούτε να διαβάσει το ρόλο της, θα της έλεγα «άντε, κυρά μου, στο σπίτι σου, να πλύνεις κανένα σώβρακο του άντρα σου και μην τολμήσεις ούτε να ξαναπεράσεις μπροστά από θέατρο», όπως ΕΤΣΙ ακριβώς είχε ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ να της πει ο πρωθυπουργός μας, κ. Γιώργος Παπανδρέου, μόλις πληροφορήθηκε την πλήρη της ανικανότητα και που ακόμα τη βλέπει μπροστά του στα κυβερνητικά συμβούλια και δεν την αρπάζει από το καλοχτενισμένο μαλλί και να την κατεβάσει από το τρένο με όλα της τα συμπράγκαλα που κουβαλάει στη Λουί Βιτόν ψωμοσακούλα της…

Άκουσα από την τηλεόραση στην Ώρα της Βουλής στη Διαρκή Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων την υφυπουργό της κ. Διαμαντοπούλου, την κ. Χριστοφιλοπούλου, στη φλύαρη προσπάθειά της να μπαλώσει τα πράματα και πρέπει να της πω ότι ο Τοτός θα τα έλεγε καλύτερα…

Γ. Λ.


Σχολιάστε εδώ