«ΤΟΣΟ ΦΤΗΝΑ… ΟΣΟ ΠΟΥΘΕΝΑ!»

Άλλες από αυτές στον Σταθμό Λαρίσης, με τα καραβάνια των εργατικών χεριών να φεύγουν με τα τρένα για τα εργοστάσια της Γερμανίας, τότε που με το συντελούμενο «γερμανικό θαύμα» οι χαμένοι και εξαθλιωμένοι ενός φοβερού πολέμου έφτασαν να είναι σήμερα οι ελεγκτές που μετράνε την μπουκιά που θα βάλουμε στο στόμα μας, εμείς οι υποτιθέμενοι «νικητές».

Και άλλες σκηνές που γυρίζαμε στο λιμάνι του Πειραιά, με εκείνους που με τις βαλίτσες στα χέρια, μπροστά στο «Νέο Ελλάς», έβαζαν στόχο προορισμού την Αμερική, με την ελπίδα ότι μόλις πατήσουν το πόδι τους εκεί, θα τους περίμεναν ένα μάτσο ευκαιρίες, άσχετα με το αν θα έπρεπε να τις διαλέξουν ανάμεσα στο να πλένουν ολημερίς και ολονυχτίς ατέλειωτες στοίβες από άπλυτα πιάτα, επαναλαμβάνοντας το παράπονο του Χατζηχρήστου «πολύ πιάτο η Αμερική, πολύ πιάτο», ή στη χειρότερη ή αποδοτικότερη περίπτωση, να ενταχθούν σε κάποιο μαφιόζικο παρακλάδι του Μπρούκλιν ή της Αστόριας για να ζεστάνουν την τσέπη τους και να παγώσουν την τσίπα τους, φαινόμενο καθόλου άγνωστο στις πολιτείες της Ηνωμένης Παρανομίας.

Αυτά πολύ ορατά στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70 και θυμίζω τέτοιες σκηνές που τις βλέπετε και τις ξαναβλέπετε στην τηλεόραση, σε ταινίες που είχαμε γυρίσει στον Σταθμό Λαρίσης και στο λιμάνι της Ζέας για την «7η μέρα της δημιουργίας» και τον «Ξένοιαστο παλαβιάρη», με έναν ξέφρενο Θανάση Βέγγο να θέλει να φύγει για την Αμερική, ανάμεσα σε υποψήφιους μετανάστες ή με τη Μάρθα Βούρτση να αποχαιρετάει τον αδελφό της, καθώς μπαίνει στο τρένο για τη Γερμανία.

Κάποια ώρα αυτά τα «γυρίσματα» σταμάτησαν, με την ελπίδα να μην τα ξαναδούμε. Οι Γερμανοί ορθοπόδησαν, οι Αυστραλοί νοικοκυρεύτηκαν και δεν χρειάζονται άλλους και οι Αμερικανοί συγγενείς τα ίδια, τα πράγματα στένεψαν και εκεί, όσους κρατήσαμε τους κρατήσαμε.

Και, στο μεταξύ, εμείς με τα «χαρισματικά μυαλά», μπήκαμε ασυλλόγιστα και χωρίς φρένο στην υπερκατανάλωση και σε μια εντελώς ψεύτικη ευημερία, που μας την επέβαλαν οι ανεγκέφαλοι που μας κυβέρνησαν, για τις «ακόμα καλύτερες ημέρες» (πριτς!) και «πάρε κόσμε» και «πάρε φέτος και πλήρωσε του χρόνου», μέχρι που το καζάνι έπιασε πάτο και η ανεργία σημειώνει ολυμπιακά ρεκόρ. Και εσείς, που δεν είσαστε πολλοί, δύο παρατάξεις είσαστε που μας κυβερνήσατε όλα αυτά τα χρόνια και μοιράστε με το ίδιο ζύγι τις ευθύνες σας, τι κάνετε τώρα με όλους αυτούς που ξεσηκώθηκαν και βγήκαν στους δρόμους; Και πού είσαι ακόμα; Αύριο θα φωνάζουν περισσότερο και μεθαύριο δεν θα φωνάζουν ΜΟΝΟ. Όταν δεν θα πιάνουν τόπο οι μεταρρυθμιστικοί εκπαιδευτικοί οραματισμοί της κ. Άννας Διαμαντοπούλου (βρήκε κι αυτή την ώρα) και που τα αποτελέσματα τα είδαμε από την υπουργική θητεία της με την τραγική πτώση των βάσεων στα πρόσφατα αποτελέσματα των ανωτέρων σχολών. Και αυτή τη δυσφορία, γιατί η «πτώση» μόνο δυσφορία, διαμαρτυρία και αγανάκτηση σημαίνει και τίποτα άλλο, τη βλέπουμε στα μάτια αυτών των νέων ανθρώπων, που το «χαρτί» μιας ανώτερης ή έστω και μικρομεσαίας κατάρτισης για την εξασφάλιση ενός μεροκάματου και ενδεχομένως κάποιου καλύτερου «αύριο», το περισσότερο που τους προσφέρει είναι ένα «ντελίβερι» σε πιτσαρία ή σε σουβλατζίδικο.

Προχθές όταν χτύπησε το κουδούνι και ανοίγοντας την πόρτα είδα ένα παλικάρι που μου έφερε μια παραγγελία για δύο σουβλάκια και μια σαλάτα και όταν ρώτησα τι οφείλω, μου απάντησε «δεκατρία και πενήντα». Του έδωσα δεκαπέντε και όταν ετοιμάστηκε να μου δώσει τα ρέστα με το ενάμισι ευρώ, τον πρόλαβα λέγοντας «δεν χρειάζονται» και δεν ξέρω από τους τρεις μας ποιος κοκκίνισε περισσότερο. Το παλικάρι; Εγώ; Ή το ενάμισι ευρώ;

«Τόσο φτηνά, όσο πουθενά» που λέει κι ένα σούπερ-μάρκετ που ειδικεύεται στις ευκαιρίες. Και το επίσημο κράτος με τη βεβαιωμένη του βαναυσότητα και την ανεπίσημη ανικανότητα και που μάταια προσπαθεί να πλαστογραφήσει την πραγματικότητα, τι κάνει; Πώς αντιμετωπίζει την κατάσταση; Το μάθαμε κι αυτό. Το διαβάσαμε και το ακούσαμε και από την τηλεόραση, σχολεία μικρής διάρκειας γι’ αυτούς που θέλουν να φύγουν, για μια στοιχειώδη εκπαίδευση σε ξένες γλώσσες, καθώς και σε ανάλογες, λέει, συμπεριφορές προσέγγισης σε ξένες χώρες, σε βελτιώσεις επαγγελματικών γνώσεων, για να εξασφαλίσουν, έξω από τα δικά μας χνότα, μια δουλειά, ένα μεροκάματο, μια ζωή.

Μια λύση για να τους ξεφορτωθούν μια ώρα γρηγορότερα, για να μην ακούν τις διαμαρτυρίες τους και για να μην κινδυνεύουν κι από το γιαούρτι που, όσο πάει, γίνεται περισσότερο. Και ποιους διώχνουμε; Τους πιο ικανούς και τους πιο άξιους, γιατί αν δεν ήταν και άξιοι και ικανοί, σίγουρα δεν θα αποφάσιζαν τη μεγάλη περιπέτεια της απόδρασης.

Μπράβο μας. «ΤΟΣΟ ΕΠΙΠΟΛΑΙΑ, ΟΣΟ ΠΟΥΘΕΝΑ…».

Η «ΛΥΡΙΚΗ» ΒΓΗΚΕ
ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ!

Έγινε και στην κυριολεξία η Εθνική Λυρική Σκηνή μας μια «κυρία του δρόμου», όπως τα κατάφερε ο διορισμένος με ένα τηλεφώνημα από την Ελβετία κάποιου οικονομικού παράγοντα στον υπουργό Πολιτισμού κ. Γερουλάνο, «πάρ’ τον για πρόεδρο, σ’ το λέω εγώ», όπως θα το θυμάστε που το γράφαμε πολλές φορές στο «ΠΑΡΟΝ» για έναν ακατάλληλο πρόεδρο, που διετέλεσε κάποτε και αντεραστής του Μπιλ Γκέιτς! Αφού λοιπόν έκλεισε το «Ακροπόλ», μείωσε προσωπικό, ελαχιστοποίησε τις εκδηλώσεις, τώρα φόρτωσε σε ένα ανοιχτό λεωφορείο μερικούς τραγουδιστές και τραγουδίστριες και άρχισε τα δρομολόγια Κυψέλη – Παγκράτι!

Καημένε Μπαρμπέρη της Σεβίλλης, Ριγολέτε, Τραβιάτες, Μποέμες και Βαφτιστικοί, ετοιμαστείτε σε λίγο να μπείτε και στο «τραμ το τελευταίο»…

***

ΚΙ ΑΠΟ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΤΟΣΟ ΚΑΛΑ, ΟΣΟ ΠΟΥΘΕΝΑ..

Το χειροκροτήσαμε, πολύ το χαρήκαμε και άλλο τόσο το εκτιμήσαμε… Λέω για το πάντρεμα των δύο μεγάλων τραπεζών μας, της Alpha και της Eurobank, που με κουμπάρο τον ματσωμένο αρχηγό του Κατάρ, που έβαλε κι αυτός τον πλούσιο οβολό του και έτσι φτιάξαμε τη μεγαλύτερη τραπεζική δύναμη της Νοτιανατολικής Ευρώπης, κάνοντας πραγματικότητα και μια ακόμα ελληνική ταινία, τον «Εμίρη και τους… καλομοίρηδες» με αισθητή οικονομική βελτίωση στον παλιό της τίτλο, χωρίς πια να έχουν την παραμικρή «κακομοιριά» οι σημερινές «τραπεζούχες» οικογένειες του Γιάννη Κωστόπουλου και της οικογένειας Λάτση και που γι’ αυτό λάμπουν από ευτυχία οι καταθέσεις τους και που γι’ αυτό τις χαίρονται οι άνθρωποι…

Θα μου πείτε γιατί να το συνεορτάσουμε, να το χαρούμε και να πανηγυρίσουμε; Μήπως μας προσφέρανε σε ποτήρι καμιά γαλλική σαμπάνια συνοδευμένη με ένα χαρακτηριστικό «τσιν τσιν», περνώντας από κάποιο από τα καταστήματά τους; Μπα! Δεν το νομίζω, άλλωστε είναι μάλλον μακριά από εμάς αυτές οι γαλλικές ευγένειες και στην ουσία εντελώς αναποτελεσματικές, ενώ πόσο περισσότερο και ασφαλώς καλύτερα θα μπορούσαμε να γιορτάσουμε και να το χαρούμε κι εμείς μαζί τους αν… -και το λέω και το γράφω με κεφαλαία αυτό το «ΑΝ»- οι δύο κορυφαίες τράπεζές μας αποφάσιζαν με μια γενναία τους χειρονομία και για να εορτάσουν το γεγονός της «Υπερτράπεζας» που δημιούργησαν χάριζαν τα οφειλόμενα καταναλωτικά δάνεια από τις πιστωτικές τους κάρτες, αυτές δηλαδή που μόνες τους και με φορτικότητα δημιούργησαν στον κόσμο και από τις οποίες προ πολλού έχουν εισπράξει το κεφάλαιο με τα διπλά και τα τριπλά τους επιτόκια, αντί κάθε πρωί να χτυπούν τα τηλέφωνα στους οφειλέτες για να τους απειλούν με εφιαλτικό τρόπο, ενώ είναι σίγουρο ότι δεν πρόκειται ποτέ να τα εισπράξουν.

Στο κάτω κάτω δεν θα βγάλουν τίποτα από την τσέπη τους. Θα χαρίσουν από τα χαμένα τους που είναι ήδη κερδισμένα, όπως το είπαμε και πριν.

***

ΟΥΤΕ «ΣΥΝΤΟΜΑ» ΟΥΤΕ «ΑΝΕΚΔΟΤΑ»,
ΑΛΛΑ ΚΑΤΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ…

• Σε πλήρη σύμπνοια ο «άξονας» Αγγελικόπουλου (της «Καθημερινής») και Σαρηγιάννη («Βήμα» – «Νέα») για την κατακραυγή της απόφασης του πολύ άξιου και εργατικού καλλιτεχνικού διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Β. Ελλάδος Σωτήρη Χατζάκη με την προτίμησή του να αντλήσει το μεγαλύτερο μέρος για το φετινό εορτασμό των 50 χρόνων από την ίδρυσή του από την ελληνική θεατρογραφία. Ιδιαίτερα μάλιστα αυτό που σημειώνει ο ένας από τους δύο, ότι «η παράσταση “Μικρά Διονύσια“ του Γιώργου Αρμένη, με “ψήγματα” -όπως αναφέρει- από Προμηθέα, Τρωάδες, Ευριπίδη, Αριστοφάνη και τα όσα άλλα, θα ευδοκιμούσε περισσότερο αν παρουσιαζόταν σε μαθητές Λυκείου». Και αυτή η πολύ σωστή κατά τα άλλα σύσταση του κ. Σαρηγιάννη, αντί να αποτελεί «ψόγο» για τις επιλογές του κ. Χατζάκη, είναι μια αξιέπαινη οδηγία για να ξεστραβωθούν οι μαθητές των Λυκείων (και όχι μόνο) από τη θολοκουλτούρα της θεατροποιημένης «παγκοσμιότητας» και από τα ανέκδοτα του Τσακ Νόρις!
Όπως το ίδιο ισχύει και το έχουμε ξαναγράψει για την κάπως ανάλογη και ενδιαφέρουσα παράσταση του Σταμάτη Φασουλή, με τους αντίστοιχους «Σκηνοβάτες», για τους οποίους ο «άξονας» δεν υπήρξε και τόσο φιλόξενος.
Κάτι αντίστοιχο θα ήταν πολύ ενδιαφέρον για ένα «θεατρικό εργόχειρο» με «ψήγματα» από ελληνικά θεατρικά έργα που έγραψαν ιστορία, με ήρωες και καταστάσεις από έργα του καιρού μας, δηλαδή Ψαθά, Σακελλαρογιαννακόπουλους, Τσιφοροβασιλειάδηδες, Πρετεντογιαλαμάδες, Καμπανέλληδες, Σκουρτοκεχαΐδηδες και τόσων άλλων λουλουδιών που προσφέρει ο θεατρικός μας μπαξές. Το σκέφτομαι μάλιστα σοβαρά, εκτός αν με προλάβει άλλος…

• Μάταιος ο κόπος γι’ αυτόν που θα επιχειρήσει να μιλήσει τηλεφωνικά με τη NOVA με τον αριθμό «εξυπηρετήσεως πελατών 18345», με αποτέλεσμα τελικά να σπάσει τη συσκευή του, αφού θα χρειαστεί να πατήσει αμέτρητες φορές, πότε το 1, πότε το 4, πότε το 3 και πότε το 5, από μια φωνή που ηθελημένα μόλις που ακούγεται, χωρίς ποτέ να καταφέρεις να ρωτήσεις αν θα συνεχιστούν όλα αυτά τα σκουπίδια που παίζουν κάθε βράδυ όλα τα κανάλια της NOVA με τα παρανοϊκά και τα εμετικά θρίλερ, κατασκευάσματα περιθωριακών παραγωγών. Αφήστε πια εκείνα με τις 100 ελληνικές παραγωγές, όπου οι «σκουπιδολογίες» θριάμβευσαν. «Θέλουν», λέει, επίσης να μας πληροφορήσουν ότι έχουν διακόψει τη μετάδοση των έργων της MGM, παραλείποντας να ρωτήσουν αν το θέλουμε κι εμείς που τους έχουμε προπληρώσει…
Πολύ τζάμπα μάγκας και η NOVA…

• Και μια ερώτηση, με απαιτούμενη απάντηση από την υπουργό κ. Άννα Διαμαντοπούλου: Αν ένας στρατηγός, την παραμονή μιας μεγάλης επίθεσης, έβλεπε ότι οι στρατιώτες του δεν έχουν ούτε ένα όπλο ούτε καν μια σφεντόνα για να πολεμήσουν, χωρίς να το έχει προβλέψει, θα τολμούσε να τους πει «εμπρός, γενναίοι μου, ορμάτε και τους φάγαμε» ή σαν στρατηγός που σέβεται το αξίωμα που του εμπιστεύθηκε η πατρίδα του, μπροστά στο φιάσκο που τον περίμενε, θα υπέγραφε την παραίτησή του και δεν θα ήξερε πού να κρύψει την ντροπή του;
Αν η κ. Διαμαντοπούλου θεωρεί ότι τα βιβλία, για τα οποία δεν υπάρχει ούτε το χαρτί για να τυπωθούν, δεν αποτελούν τα όπλα της μάχης του μαθητή, οφείλει να απαντήσει αν παραμένει ακόμα στην υπουργική της πολυθρόνα, εκτός αν το «υπουργηλίκι» δεν την αφορά…


Σχολιάστε εδώ