Μια φορά και έναν καιρό

Όσο κι αν φανεί απίστευτο, υπήρξε εποχή που οι Έλληνες ήτανε γλυκατζήδες, δηλαδή τους άρεσαν τα γλυκά, αλλά και στα ξινά, άμα τους λάχαιναν, δεν έλεγαν όχι. Τα χρόνια εκείνα ολόκληρη η χώρα, και ειδικά η πρωτεύουσα, ήταν γεμάτη ζαχαροπλαστεία που εκτός από τα γλυκά που πουλούσαν σε πακέτο, ήσαν ταυτόχρονα χώροι αναψυχής και στέκια. Κάθονταν οι πελάτες στους βελούδινους καναπέδες των πολυτελών patisseries, κάθονταν και τα απλά ανθρωπάκια στις βιεννέζικες καρέκλες στα ζαχαροπλαστεία της σειράς.

Κοινό τους γνώρισμα ήταν τα κομψά μαρμάρινα τραπεζάκια που προσέθεταν την καλαισθησία τους στην επίπλωση του καταστήματος. Στο ζαχαροπλαστείο κατέφευγε η φαμίλια για ψυχαγωγία, να δει λιγάκι κόσμο και να ξεσκάσει Στο ζαχαροπλαστείο συναντιόταν για πρώτη φορά και το ζευγαράκι που καιρό τώρα αντάλλασε επιστολές μέσω της στήλης «ζητούν αλληλογραφία» του «Ρομάντσου» και ήρθε η ώρα να τα πούνε από κοντά. Για να αναγνωριστούνε, εκείνος θα βάσταγε διπλωμένο το περιοδικό κι εκείνη θα φορούσε «σικλαμέν» μπλουζάκι. Τις καρέκλες καταλάμβανε επίσης κάθε βράδυ η θορυβώδης παρέα των νεαρών που συζητούσε για αυτοκίνητα και που αναστάτωσε το μαγαζί με τους καβγάδες και τις πλάκες της. Εκεί οδηγούσε και τη νεαρή πωλήτρια στο σχόλασμά της, ο μεσήλιξ Δον Ζουάν να της προσφέρει μια πάστα, στο εντελώς αθώο βέβαια, κι εκείνη δέχτηκε, γιατί -όπως είπε κλαίγοντας στη μαμά της- ήταν «ένας πολύ σοβαρός κύριος» χωρίς να βάζει κακό στο νου του… Με δυο λόγια το ζαχαροπλαστείο ήτανε τόπος σύναξης προσιτός σε κάθε φύλο, ηλικία και περίπτωση, αντίθετα με το καφενείο που απευθυνόταν αποκλειστικά στους άνδρες και που το πολύ πολύ να περιμάζωναν καμιά κουζουλή για δούλεμα. Έτσι ενώ στο καφενείο υπήρχε «άβατον», το ζαχαροπλαστείο ήταν… unisex, μαζεύοντας κάθε καρυδιάς καρύδι. Η παραγγελία που έδιναν οι θαμώνες ήταν φυσικά πάστα από τη μεγάλη ποικιλία που διέθετε το κατάστημα, που έχουν πια εξαφανιστεί από την πιάτσα, εκτός από τη φανταχτερή μιλφέιγ και το κοκ στα κυλικεία, τις μόνες που επιβίωσαν… Και ήταν τότε τόσες πολλές που δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να τις περιγράψει με το όνομά τους μία μία. Άντε να μιλήσεις για το μπουλουκάκι «σου α λα κρεμ», με τη γεμάτη κρέμα με την απαλή επίστρωση καραμέλας από πάνω, ή για την αντίπαλό της «τρούφα», όπου ήταν περίπου ίδια έκδοση αλλά γεμισμένη με κρέμα σοκολάτα. Άντε μίλα για τον «κορμό» ή για τη «σεράνο» που δημιούργησε κάποιος σεφ προς τιμήν της διεθνούς φήμης τραγουδίστριας Ροζίτας Σεράνο, τότε που ήρθε για σειρά εμφανίσεων στην Αθήνα. Έδωσε μάλιστα τότε τροφή στους κοσμικούς κύκλους για κουτσομπολιά ένα μικρό τροχαίο που της συνέβη στη Λεωφ. Κηφισίας, καθώς επέστρεφε από το σπίτι του Γεωργίου Παπανδρέου. Πώς να περιγράψεις τη «νουγκατίνα» ή έστω την ταπεινή συγγένισσά της «πάστα αμυγδάλου», την πασπαλισμένη με καβουρδισμένα αμύγδαλα, την «γκατό οράνζ», με τις φετούλες καραμελωμένο πορτοκάλι, και τη λιχουδιαστή «Mont Blanc» που ήταν συνδυασμός μπισκότου, κάστανου και σαντιγί. Πρέπει να προσθέσομε και τις διάφορες παραλλαγές «σοκολατίνας» που κατάκλυζαν τις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων και τόσες άλλες, όπως οι διάφορες τάρτες με φρέσκα φρούτα, με αποθέωση της φράουλας, οι «μπαμπάδες», οι «μενελίκ» και οι πουτίγκες, φτιαγμένα όλα επί τόπου από τα χεράκια τους, γιατί οι ζαχαροπλάστες δεν ήταν έμποροι του… γλυκού νερού που πουλούσανε απλώς ζαχαρωτά. Ήσαν τεχνίτες εξαιρετικοί που κατασκεύαζαν πάστες-έργα τέχνης και που και ο πιο ατάλαντος, είχε την ικανότητα να πλάθει με τη ζάχαρη μινιατούρες από τριαντάφυλλα μέχρι λιλιπούτεια «μη με λησμόνει» για να στολίζει τις τούρτες που έβγαζε το εργαστήριό του. Όσο για τις απλές διακοσμήσεις, ήταν για τον μάστορα ρουτίνα και… πασατέμπος το να ζωγραφίσει με τον κορνέ πάνω στο γλάσο λουλουδάκια από σαντιγί… Για όλες αυτές τις φιοριτούρες, η μακαρίτισσα Ελένη Βλάχου έγραψε κάποτε στην «Καθημερινή», ειρωνευόμενη τους έλληνες ζαχαροπλάστες πως ενώ «σε όλον τον κόσμο κάνουνε πάστες, στην Ελλάδα φτιάχνουν εργόχειρα!»… Εκείνη όμως την εποχή είχε πολύ μεγάλη σημασία η εμφάνιση, διότι δεν αποσκοπούσε να κεντρίσει απλώς την επιθυμία, αλλά να βγάλει ασπροπρόσωπη την «Patisserie Confiserie» και τον πελάτη. Διότι τότε, πηγαίνοντας επίσκεψη, όφειλες να φέρεις σαν φιλοφρόνηση κι ένα κουτί με 10 πάστες. Δέκα ακριβώς, κατανεμημένες ακριβοδίκαια σε πέντε «άσπρες» και πέντε «καφετιές», όπως τις αποκαλούσες, δηλαδή οι μισές να είναι με κρέμα λευκή και οι υπόλοιπες με σοκολάτα. Με σωστή ιεροτελεστία τις τοποθετούσε ο υπάλληλος στο χάρτινο δισκάκι με τη φίρμα του καταστήματος κι ύστερα περιτύλιγε ανάλαφρα το πακέτο σχηματίζοντας πυραμίδα ύψους πάνω από 30 εκατοστά, για να μην ακουμπήσει επάνω τους το χαρτί και πασαλειφτούν οι κρέμες χαλώντας διακόσμηση κι εμφάνιση. Όλα τα ζαχαροπλαστεία, από τα πιο αριστοκρατικά μέχρι τα πιο σεμνά και ταπεινά, έφεραν συνήθως ξενόγλωσσες επιγραφές, επειδή, όπως και να το κάνομε, το ξενικό προσδίδει μεγαλύτερη αίγλη. Υπήρχαν έτσι τα «Μερβέιγ», «Περφέκτ», «Πλαιζίρ», «Ντελίς» κ.λπ., ενώ άλλοι πιο συγκαταβατικοί ιδιοκτήτες, τούς χάριζαν το… επίθετό τους. Μια τέτοια μεγάλη, ας πούμε, «δυναστεία» αποτελούσαν πάρα πολλά ζαχαροπλαστεία των «Καρά» στο κέντρο της Αθήνας. Άλλοι πάλιν που εσκέπτοντο ελληνικά, τους έδιναν ονόματα βγαλμένα από τα… λεξικά του τόπου μας, όπως «Άριστον», «Κοσμικόν», «Αθήναιον» και άλλα. Ανάμεσά τους υπήρχε και ένα ονόματι… «Δεσποτικόν», που οφείλω να ομολογήσω πως δεν θυμούμαι πού ακριβώς ήταν. Προς Θεού, όμως. Μην παρασυρθεί κάποιος από την ονομασία «Δεσποτικόν» και νομίσει πως ήταν επιχείρηση της… Αρχιεπισκοπής ή ότι κάποιος δεσπότης παρανόησε το «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» και σκέφτηκε να συμπληρώσει τον άρτον με κανένα γλυκούλι ανοίγοντας ζαχαροπλαστείο, με γκαρσόνια… ρασοφόρους. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβαινε και άγνωστη μάλλον παρέμεινε η επιλογή του ονόματος.

Τον παλιό εκείνον τον καιρό το υπουργείο Εμπορίου είχε κατατάξει άλλα είδη σε «ουσιώδη εν ανεπαρκεία», κρατώντας τα σε καθεστώς διατίμησης, και άλλα σε «επουσιώδη εν επαρκεία» που οι τιμές τους διαμορφώνονταν ελεύθερα ή κάπως έτσι. Ήρθε λοιπόν κάποια μέρα όπου οι πάστες θεωρήθηκαν είδος επουσιώδες σε επάρκεια κι αφέθηκε στους ζαχαροπλάστες η ευχέρεια να κανονίζουν τις τιμές κατά το κέφι τους. Πανηγύρισαν εκείνοι, νομίζοντας πως ήρθε η ώρα να φάνε γλυκό ψωμί. Όμως ξεσάλωσε ο Τύπος με την αναλγησία της κυβερνήσεως που κάνει τις τιμές της πάστας απαγορευτικές για τους μισθοσυντήρητους. Στο τέλος το υπουργείο βρήκε τη σολομώντειο λύση και επέβαλε στα ζαχαροπλαστεία να φτιάχνουν μια πάστα ποιοτικά κατώτερη που θα πωλείται με διατίμηση 2,50 δραχμές. Τώρα όμως προέκυψε άλλο πρόβλημα. Κανένας δεν τολμούσε να γίνει ρεζίλι στους θαμώνες παραγγέλνοντας «πάστα διατιμήσεως», στα δε σπίτια αντιμετώπιζαν καχύποπτα τις 10 πάστες του κομιστή και καλούσαν… εμπειρογνώμονα ν’ αποφανθεί για την κατηγορία τους. Έτσι παρέμεναν απούλητες και οι μαγαζάτορες τραβούσαν τα μαλλιά τους. Κάποιοι πιο πονηροί ζαχαροπλάστες έπαιρναν μερικές πάστες κανονικές και τις βάζανε στη διατίμηση χωρίς να φτιάχνουνε τις εκ του νόμου και, καθώς δεν πουλιόνταν, την επομένη τις ανακάτευαν με τις υπόλοιπες.

Κάποτε το μέτρο ατόνησε, αλλά εν τω μεταξύ, σιγά σιγά κι ανεπαισθήτως, χάθηκαν και τα ζαχαροπλαστεία-στέκια και οι γεύσεις μας…


Σχολιάστε εδώ