ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ ΝΕΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΕΝΤΙΜΟΥ ΚΑΙ ΓΕΝΝΑΙΟΥ
Ονείρων αναγόρευση
νιώθοντας νά μέ πνίγει
αγόρασα ένα σχοινί
καί βγήκα στό κυνήγι.
•••
Αναζητών τό θήραμα
βρήκα τόν εαυτό μου
μέσα σέ δάση σκοτεινά
στίς ερημιές τού τρόμου.
•••
Άγνωστος, απονήρευτος
είδα μιά πολιτεία
μέ όνομα δυσνόητο
και δρόμους μέ κυτία.
Κυτία που ομοίαζαν
με κάσες τεθνεώτων
πού ίσως ήσαν άλλοτε
κλίνες γλυκών ερώτων.
•••
Η ερημιά βασίλευε
εις άπασα τήν πόλη
καί οι οικίες μύριζαν
λιβάνι καί φορμόλη.
•••
Κανένα αυτοκίνητο
στόν δρόμο δέν περνούσε
μόνʼ η δικιά μου μοναξιά
μονάχη περπατούσε
Έψαχνα μίαν οροφή
νά δέσω τό σχοινί μου
πρίν χάσω ό,τι σκόπευα
καί τήν υπομονή μου.
•••
Ποθούσα ωραιότητα
καί εις τό κρέμασμά μου
νά φαίνομαι ως Άδωνις
εν τέλει στά στερνά μου.
•••
Τά σπίτια ήσαν έρημα
κι οι πόρτες σφαλισμένες
μόνο ακούγονταν φωνές
κρύες κι απελπισμένες.
Εις τά κωδωνοστάσια
σιγούσαν οι καμπάνες,
οι ιερείς αόρατοι
οι εκκλησιές ως στάνες.
•••
Λύπη μέ περιέλουσε
καί φόβος μέ συνείχε
τί πόλη ήτανε αυτή
καί ποιος τόν θρόνο είχε;
•••
Θεέ καί Κύριε ημών
κι εσείς Άγιοι Τόποι
ποιός εβασίλευε εδώ
πού ήσαν οι άνθρωποι;
Η ερημιά μέ σκέπαζε
μαύρη σάν τό σκοτάδι
έβλεπα τόση συφορά
κι ανύπαρκτο τό χάδι.
•••
Η πόλη ήταν μέγιστη
ήταν η ίδια Κράτος
ήταν μιά προσομοίωση
μιά καιομένη βάτος.
•••
Τέλος βλέπω τʼ Ανάκτορα
βρίσκω τόν Κυβερνήτη
έπινε κόκκινο κρασί
– τό αίμα τού πολίτη.
Τότε κατάλαβα καλά:
πρέπει νʼ απαγχονίσω
όχι εμένα τόν φτωχό
άλλα αυτόν τόν Κροίσο.
*********
*********
Άν αυτήν τήν Πόλη-Κράτος την ταυτίσετε.
μέ τήν εδώ Πατρίδα, δικαίωμά σας,
αλλά μήν αυτοκτονήσατε. Κρεμάστε άλλους.