Τουρκική πολιτική και ευαγή ομογενειακά ιδρύματα
Δεν παραλείψαμε όμως να εκφράσουμε και τις επιφυλάξεις μας, περιμένοντας το επόμενο βήμα για να κρίνουμε σοβαρά κατά πόσον υπάρχει πολιτική βούληση της Άγκυρας να εγκαταλείψει τις αδιάλλακτες και απαράδεκτες θέσεις της.
Υπό αυτήν τη σκοπιά θεωρούμε κατʼ αρχήν θετική την απόφαση της τουρκικής κυβέρνησης, η οποία διά στόματος του κ. Ερντογάν ανήγγειλε την πρόθεσή της να επιστρέψει τα ακίνητα των ευαγών ομογενειακών ιδρυμάτων. Την ικανοποίησή του μάλιστα για την απόφαση αυτή της Άγκυρας εξέφρασε ο πρωθυπουργός κ. Παπανδρέου, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον κ. Ερντογάν, κατά την οποία του εξέφρασε και τις ευχές του για το τέλος του Ραμαζανιού.
Μακράν όμως πρόσκαιρων ενθουσιασμών, ψύχραιμοι και αντικειμενικοί αναλυτές της τουρκικής αυτής απόφασης μάς οδηγούν στα παρακάτω συμπεράσματα που μπορούν να συνθέσουν μια συνολική αποτύπωση της κατάστασης:
Πρώτον, η θετική αυτή απόφαση, όπως τουλάχιστον αναγγέλθηκε, γεννάει ελπίδες. Θα πρέπει όμως, προκειμένου να αξιολογηθεί πλήρως, να δούμε τις εφαρμοστικές διατάξεις που θα ακολουθήσουν, που ακόμη δεν έχουν εκδοθεί. Μόνο τότε και φυσικά μετά την εφαρμογή τους θα μπορέσουμε να κρίνουμε τελικά.
Δεύτερον, δεν φαίνεται να αντιμετωπίζονται με την απόφαση αυτή δύο πολύ σοβαρά ζητήματα: Το ζήτημα των καλουμένων «Mazbut», των κατειλημμένων δηλαδή, με διοικητικές πράξεις, χωρίς νομικό έρεισμα, μειονοτικών ιδρυμάτων και εκείνο των κληρονομικών δικαιωμάτων απογόνων ομογενών μας, από την Πόλη, την Ίμβρο και την Τένεδο, στους οποίους η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα στην κληρονομική διαδοχή.
Τρίτον, η Άγκυρα ομιλεί περί «ιστορικής» απόφασης και έχει κάθε λόγο, από πλευράς της, να την προβάλλει έτσι. Φτάνει μάλιστα, διά στόματος του ΥΠΕΞ της, να ισχυρίζεται ότι η απόφαση αυτή δεν αποτελεί χειρονομία καλής θέλησης προς τις μειονότητες, αλλά επιστροφή του δικαίου στους πολίτες της.
Εκ πρώτης όψεως λοιπόν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η τουρκική πλευρά αναγνωρίζει –δεδομένου ότι οι διώξεις που οι μειονότητες υπέστησαν στην Τουρκία προήλθαν από το ίδιο το τουρκικό κράτος– την αδικία που επιτελέστηκε. Είναι όμως τα πράγματα έτσι;
Τέταρτον, την όλη εικόνα σκιάζουν οι δηλώσεις του κ. Νταβούτογλου, σύμφωνα με τις οποίες, όπως αναφέρονται στον τουρκικό Τύπο, εξέφρασε την ελπίδα ότι «τα σημαντικά βήματα θα αποτελέσουν παράδειγμα και για τις άλλες χώρες. Θα αποτελούσε ωραίο παράδειγμα η επιστροφή των ακινήτων των ευαγών ιδρυμάτων που πέρασαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ειδικότερα στα Βαλκάνια, με πρώτη την Ελλάδα, στους εκεί ομογενείς μας, που είναι υπήκοοί τους». Θέτει δηλαδή ο κ. Νταβούτογλου, αν αποδόθηκαν σωστά οι δηλώσεις του, όρο αμοιβαιότητας.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή των αρμοδίων. Κάθε κράτος πολιτισμένο έχει την αυτονόητη υποχρέωση να παρέχει προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στους πολίτες του. Κατά συνέπεια στο ιδιαίτερο αυτό ζήτημα δεν τίθεται θέμα αμοιβαιότητας.
Η Τουρκία είναι υποχρεωμένη, ούτως ή άλλως, να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων ανεξαρτήτως των πολιτών της.
Πέμπτον, οι παραπάνω υποχρεώσεις της Τουρκίας δεν πρέπει να εκλαμβάνονται σαν «παραχωρήσεις».
Εκτός του ότι έχει την αυτονόητη υποχρέωση να προστατεύει όλους ανεξαιρέτως τους υπηκόους της, έχει επιπλέον αναλάβει και υποχρέωση έναντι της ΕΕ να εκπληρώνει τα κριτήρια που επιβάλλει η ενταξιακή διαδικασία. Ακόμη, μην ξεχνάμε και τις καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που πιέζουν την Τουρκία προς αυτήν την κατεύθυνση.
Συμπερασματικά, λοιπόν, η κατ’ αρχάς παρουσιαζόμενη ως θετικής μορφής απόφαση αυτή της κυβέρνησης της Τουρκίας κινδυνεύει να αναιρεθεί αν τεθεί θέμα αμοιβαιότητας από πλευράς Άγκυρας. Τυχόν εμμονή για αμοιβαιότητα ασφαλώς θα περιπλέξει τα πράγματα.
Για να μπορέσουμε πάντως να κάνουμε την τελική αποτίμηση της απόφασης θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τον τρόπο και το πεδίο εφαρμογής της. Τι τελικά θα περιλάβει.
Σοβαρά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα μέχρι να ξεκαθαριστούν επακριβώς οι τουρκικές προθέσεις.
Από το επόμενο βήμα θα κριθεί και το τελικό αποτέλεσμα.