Δύο ΦΠΑ σε συσκευασία ενός

Ο υπουργός κοίταξε τον καφέ του, ενώ ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό του.

«Μα, αυτό είναι άδικο! Είναι παράλογο!», μονολόγησε.

Την ίδια στιγμή ένα δεύτερο δάκρυ ακολούθησε το πρώτο. Ήταν η στιγμή της μεγάλης απόφασης.

«Άδικο-ξεάδικο, παράλογο-ξεπαράλογο, θα σου δείξω εγώ», ξαναείπε με σπαραγμό κι άρχισε να χτυπάει το φραπεδάκι αλύπητα.

Το φραπεδάκι, ανήμπορο, άρχισε, με τη σειρά του, να βγάζει αφρούς… Από το κακό του; Από την τεχνική του χτυπήματος; Ένας θεός ξέρει. Μάλλον κι από τα δύο. Στο τρίτο χτύπημα είχε φτάσει… στο 23%!

«Άδικη κοινωνία! Μέσα σε 3 χρόνια πάει να τριπλασιαστεί ο ΦΠΑ μου! Από 8% σε 23%! Πόσα χτυπήματα ακόμα να αντέξω;» ψέλλισε το φραπεδάκι με πίκρα, πάνω που ο υπουργός έριχνε δύο γεμάτες κουταλιές ζάχαρη, προφανώς για να το γλυκάνει λιγάκι.

«Νιώθω τον πόνο σου, αλλά τι να κάνω κι εγώ; Όσο παράλογη, τόσο και αναγκαία είναι η αύξηση του ΦΠΑ. Γίνε εσύ υπουργός Οικονομικών και βλέπουμε πώς θα τα έβγαζες πέρα με την ”τρόικα”».

«Τι σχέση έχει η ”τρόικα” με το ΦΠΑ;»

«Αυτή φταίει για όλα!» απάντησε ο υπουργός, καταπίνοντας ταυτόχρονα δύο ζουμερά κομμάτια χοιρινό, από το τεράστιο σουβλάκι, που κρατούσε ήδη στο χέρι.

Πριν προλάβει να αντιδράσει το σουβλάκι, επενέβη το τζατζίκι, που έβλεπε να έρχεται και η δική του η ώρα.

«Έλεος, κύριε υπουργέ,» αναφώνησε. «Γιατί εστιάζετε όλο το μένος σας στα είδη εστίασης; Γιατί επιτίθεστε εναντίον μας ως ταύρος εν… οινομαγειρείω ή ψητοπωλείω;»

«Γιατί εδώ είναι το ”ψητό”! Αν δεν πιάσεις τον κόσμο στο φαΐ και στο ποτό, πού θα τον πιάσεις;»

«Καλά, μόνο αυτό σας ενδιαφέρει; Κι ο συνταξιούχος; Κι ο άνεργος; Κι ο μη έχων ”πού την κεφαλήν κλίναι”; Τι θ’ απογίνουν όλοι αυτοί που ανάποδα και αν τους γυρίσεις, ούτε για μία μερίδα γύρο δεν θα πέσουν χρήματα από το παντελόνι τους;» ρώτησε σε έντονο ύφος το τζατζίκι, βγάζοντας όλο του το άχτι με μια απαίσια μυρωδιά από σκόρδο.

«Σκορδοκαΐλα μου!» απάντησε ο κύριος υπουργός και στράφηκε προς ένα καλοψημένο σπληνάντερο.

«Είμαστε κι εμείς εδώ», πετάχτηκε από το βάθος της κουζίνας μια στρουμπουλή μακαρονάδα, με οικειότητα που υποδηλώνει στενότερη σχέση ή γνωριμία.

«Σε βλέπω, αλλά εσένα θα σε περιποιηθώ τελευταία», είπε κοφτά ο υπουργός, όπως ακριβώς είχε πει κάποτε στον Οδυσσέα ο Κύκλωπας!

Τα είδη εστίασης άρχισαν να τρέμουν. Αν μια μακαρονάδα δεν μπορούσε να μεταπείσει τον υπουργό, ποιο άλλο είδος επί Γης θα μπορούσε;

Με 23% ΦΠΑ όλα θα έμεναν στα αζήτητα και στο ράφι. Ποιος θα μπορούσε πλέον να φάει και να πιεί με τις τιμές τους στα ύψη;

Όλα έμοιαζαν με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.

«Τελειώσαμε», μουρμούρισε το φραπεδάκι.

«Τετέλεσται», συμπλήρωσε πιο εμφατικά το σουβλάκι.

«Καλά σαράντα», κλαψούρισε το τζατζίκι κι όλα μαζί άρχισαν να κλαίνε τη μοίρα τους.

Ο καλός θεός της Ελλάδας, όμως, που δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του, ούτε τους ξενοδόχους ούτε τους μαγαζάτορες ούτε τους εστιάτορες, επενέβη για μια ακόμα φορά. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, από την άλλη άκρη του τραπεζιού επενέβη ο κ. Βενιζέλος.

«Ελάτε, βρε! Πώς κάνετε έτσι;» είπε, κλείνοντας το μάτι αυτήν τη φορά προς όλα τα είδη. «Ηρεμήστε. Υπάρχει και δεύτερο ΦΠΑ. Για τους τουρίστες, σας έχω στο 13%!»

Ακολούθησε προβληματισμός και σιωπή. Μια γκαζόζα, ωστόσο, δεν άντεξε, πέταξε το καπάκι από τον θυμό της και είπε με θράσος στον κύριο υπουργό:

«Εντάξει με τους τουρίστες. Αλλά με τους Έλληνες τι θα γίνει;»

Ο κύριος Βενιζέλος έπιασε την γκαζόζα, την κατέβασε μονορούφι και αφού ρεύτηκε κάπου μεταξύ του δεκατρία και του εικοσιτρία τοις εκατό, είπε με στόμφο:

«Ουδέν πρόβλημα! Οι Έλληνες θα το παίζουν τουρίστες!»


Σχολιάστε εδώ