ΟΛΟΦΑΝΕΡΗ Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Είναι γεγονός, και αυτό είναι προς τιμήν των υπουργών, ότι υπάρχει μια τάση ανυπακοής σε εντολές που κρίνουν ότι είναι βλαβερές για την ελληνική οικονομία και για τον εργαζόμενο λαό. Αν εξαιρέσουμε τους φανατικούς ευρωλάτρες υπουργούς, όλοι οι άλλοι βρίσκουν τρόπους και φρενάρουν την εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος. Γι’ αυτό και σε όλους σχεδόν τους τομείς παρατηρείται μια αδράνεια ή μειωμένος ζήλος για την εφαρμογή των εντολών της «τρόικας».
Το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, προκειμένου να συγκεντρωθούν τα 50 δισ. ευρώ, έχει ατονήσει. Και τούτο γιατί αφενός μεν η αξία των μετοχών που κατέχει το Δημόσιο, και οι οποίες επρόκειτο να πουληθούν, έχει πλέον εκμηδενιστεί και αφετέρου η ύφεση που συνεχώς βαθαίνει και η ένεκα αυτής περιορισμένη ρευστότητα οδηγούν σε ανυπέρβλητες δυσκολίες την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας. Οι επενδύσεις του Κατάρ και των άλλων επίδοξων αγοραστών της δημόσιας περιουσίας απεδείχθη, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ότι δεν ήσαν παρά ευσεβείς πόθοι της κυβέρνησης. Πάντως για το θέμα των αποκρατικοποιήσεων υπάρχουν και μέσα στην ΕΕ δύο ευδιάκριτες τάσεις. Η μια τάση είναι αυτή που έχει διαμορφωθεί από τους εκπροσώπους της «τρόικας» και συγκατατίθεται στη μείωση των υποχρεώσεων της Ελλάδος, προτείνοντας το ποσόν των 50 δισ. ευρώ να περιορισθεί στα 20 δισ. ευρώ. Την άποψη αυτή αντιμάχεται η πτέρυγα των φιλογερμανικών κρατών, η οποία εμμένει στην άποψη ότι η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να εισπράξει από τις αποκρατικοποιήσεις τα 50 δισ. ευρώ, για τα οποία άλλωστε έχει δεσμευτεί. Ενδεικτική είναι και η δήλωση του φινλανδού επιτρόπου, αρμοδίου για τα δημοσιονομικά, Όλι Ρεν, ο οποίος την περασμένη εβδομάδα δήλωσε ότι εάν η ελληνική κυβέρνηση εκτιμά ότι με αυτά που έχει προγραμματίσει για πώληση δεν είναι δυνατόν να εισπράξει τα 50 δισ. ευρώ, τότε θα πρέπει να προβεί στην πώληση και άλλων περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου. Και φυσικά ο φινλανδός επίτροπος με τη δήλωσή του αυτή εξέφρασε την άποψη των κερδοσκοπικών τάσεων του γερμανικού άξονα, ο οποίος φαίνεται ότι επιθυμεί διακαώς την απογύμνωση του ελληνικού Δημοσίου από κάθε περιουσιακό στοιχείο και από κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή. Και απόδειξη αυτού είναι ότι η Γερμανία μονίμως διαφωνεί με τη λύση που όλοι οι άλλοι προτείνουν (δηλαδή της έκδοσης του ευρωομολόγου, που θα εξυπηρετήσει όλα τα υπερχρεωμένα κράτη της Ευρωζώνης) επειδή αυτό κοντράρεται με τα συμφέροντα των αγορών, τα οποία με ευλάβεια υπηρετεί το κατεστημένο του συστήματος. Οι προσκείμενοι στην κυβέρνηση έλληνες αναλυτές των ΜΜΕ μιλούσαν για μάχη που θα έδινε τάχα η κυβέρνηση για το πρόβλημα των αποκρατικοποιήσεων. Δυστυχώς μέχρι τώρα δεν είδαμε να έχει αντιρρήσεις η ελληνική κυβέρνηση, αφού έφτασε στο σημείο να υπογράψει την πρωτάκουστη συμφωνία με τη Φινλανδία για την παροχή εγγυήσεων και τώρα εναποθέτει τις ελπίδες της στο Ευρωκοινοβούλιο και στο Ευρωγκρούπ, για ακύρωση της συμφωνίας αυτής. Η οποία άνοιξε την όρεξη και σε άλλα κράτη του γερμανικού άξονα. Αυτή είναι η διαπραγματευτική «δεινότητα» της κυβέρνησης, που έχει φωλιάσει μέσα στο μυαλό μόνον ορισμένων ελλήνων δημοσιογράφων. Στον τομέα λοιπόν των αποκρατικοποιήσεων, έχει κάθε λόγο η «τρόικα» να εκφράζει παράπονα. Αυτά όμως δεν μπορούν να υπερισχύσουν των γενικότερων συμφερόντων της ελληνικής οικονομίας και του εργαζόμενου λαού. Πάντως, η κυβέρνηση πολύ σωστά έπραξε και σταμάτησε την προσπάθεια πώλησης των εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετόχων των ΔΕΚΟ, λόγω της ραγδαίας πτώσης του χρηματιστηρίου. Τώρα που άρχισε η άνοδος του ΧΑ τι θα επικαλείται;
Ο δεύτερος τομέας ελέγχου θα είναι η εκπλήρωση της υποχρέωσης για κατάργηση ορισμένων δημοσίων υπηρεσιών και ΔΕΚΟ. Εδώ η κυβέρνηση έχει αποτύχει παταγωδώς. Αντί για περιορισμό του κράτους βλέπουμε δημιουργία νέων δημοσίων υπηρεσιών, γεγονός που προκαλεί σημαντική διόγκωση των δημοσίων δαπανών. Από τον Οκτώβριο του 2009 μέχρι σήμερα η κυβέρνηση έχει συστήσει 41 γενικές γραμματείες και άλλες υπηρεσίες, οι περισσότερες από τις οποίες είναι περιττές ή ο σκοπός της ύπαρξής τους θα μπορούσε να ανατεθεί σε κάποιον υπάλληλο. Πολύ φοβόμαστε ότι τελικά η κυβέρνηση θα αναγκασθεί να περιορίσει τις ήδη υφιστάμενες υπηρεσίες που προσφέρουν σημαντικά στην εξυπηρέτηση του πολίτη, όπως για παράδειγμα εφορίες, τελωνεία, ΚΕΠ, νοσοκομεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Ίσως η καθυστέρηση στη σμίκρυνση του κράτους να ενέχει τη σκοπιμότητα της διατήρησης του σημερινού αριθμού δημοσίων υπαλλήλων, ώστε να αποφευχθεί η διόγκωση της ανεργίας. Οπότε η επιμονή και οι πιέσεις της «τρόικας» για σμίκρυνση του κράτους θα έχει σοβαρές συνέπειες στην άσκημη πορεία της οικονομίας μας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να πείσει την «τρόικα» ότι δεν πάσχουμε από «μεγάλο κράτος», πάσχουμε από «σπάταλο κράτος». Αυτό, αν μπορέσει η «τρόικα» να το περιορίσει, θα είναι μια θετική προσφορά, αλλά προς την κατεύθυνση αυτή δεν βλέπουμε θετικά σημάδια.
Ο τρίτος τομέας ελέγχου θα είναι οι δημοσιονομικές εξελίξεις που εμφανίζονται τόσο αρνητικές. Η πορεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού είναι εντελώς απογοητευτική. Διαπιστώνεται σημαντική υστέρηση στα δημόσια έσοδα και αδικαιολόγητη εντελώς αύξηση των δημοσίων δαπανών. Παρά τις μεγαλοστομίες και τις υποσχέσεις, η δημοσιονομική εξυγίανση ξέφυγε. Απλώς καταδικάστηκαν σε λιτότητα οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα και οι συνταξιούχοι. Οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα είδαν τις εργασιακές σχέσεις και τα κεκτημένα δικαιώματά τους να ρίχνονται στο πυρ το εξώτερον. Εργασιακός Μεσαίωνας έπληξε όλους τους εργαζόμενους. Δυστυχώς, με πρωτοβουλία μιας σοσιαλιστικής τάχα κυβέρνησης.
Οι δημοσιονομικές εξελίξεις έδειξαν αυτό που από την αρχή της συνταγής της «τρόικας» είχαμε τονίσει κατ’ επανάληψη. Ότι τα μέτρα που μας επέβαλαν οι φωστήρες του ΔΝΤ και της ΕΕ ήταν σε λάθος κατεύθυνση και θα προκαλούσαν ύφεση βαριάς μορφής. Αυτές τις ημέρες ξέσπασε διαφωνία της κυβέρνησης με τους ελεγκτές της «τρόικας» για το ποιος ευθύνεται για την αποτυχία της προσπάθειας για εξυγίανση. Επόμενο είναι οι δύο πρωταγωνιστές της αποτυχίας («τρόικα» και κυβέρνηση) να προσπαθούν να ρίξουν το φταίξιμο ο ένας στον άλλο.
Ασφαλώς όμως υπάρχουν ευθύνες και για την «τρόικα» και για την κυβέρνηση. Η «τρόικα» ευθύνεται για τη λάθος συνταγή που έδωσε. Και για τα υπερβολικής σκληρότητας μέτρα ευθύνεται η κυβέρνηση, η οποία χωρίς καμία επιμέτρηση των επιπτώσεων που θα είχε η εφαρμογή των μέτρων στην οικονομία και στο επίπεδο διαβίωσης του λαού, δέχτηκε με πανηγυρισμούς και ψευδείς υποσχέσεις την εφαρμογή των μέτρων αυτών, χωρίς καμία απολύτως αντίρρηση ή διαπραγμάτευση. Το μεγάλο ποσοστό της αποτυχίας βαρύνει ασφαλώς την κυβέρνηση.
Η «τρόικα» προσπάθησε με τα μέτρα να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των δανειστών μας και η κυβέρνηση δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αμυνθεί για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας. Και με διάφορα επικοινωνιακά τρικ και πρωθυπουργικούς χρησμούς κατάφερε να εξασφαλίσει την ανοχή του λαού για εφαρμογή ενός καταστρεπτικού για την οικονομία και για τα νοικοκυριά οικονομικού προγράμματος. Και τώρα, διά στόματος του κ. Βενιζέλου, η κυβέρνηση προσπαθεί να δείξει ότι είναι αθώα στη δημιουργία αυτής της απαράδεκτης κατάστασης. Και είναι απαράδεκτη αυτή η κατάσταση, γιατί ο κ. Παπανδρέου, συνεπικουρούμενος από τους κ. Παπακωνσταντίνου και Λοβέρδο, πέτυχαν να μετακυλίσουν όλα τα βάρη στους εργαζόμενους.
Ασφαλώς ορισμένες αλλαγές έπρεπε να γίνουν εκτός από τις υποδείξεις της «τρόικας». Όπως για παράδειγμα η κραιπάλη σε βάρος του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων που υπήρχε και υπάρχει στον τομέα της υγείας. Αυτή ήταν και η αποστολή του κ. Λοβέρδου όταν ανέλαβε το υπουργείο Υγείας. Μπορεί κάποια μέτρα να ήταν σωστά, όμως τα περισσότερα κινήθηκαν σε λάθος κατεύθυνση ή δεν εφαρμόστηκαν όπως θα έπρεπε. Και δεν είναι μόνο ο τομέας της υγείας που νοσεί. Γενικά το σπάταλο κράτος δεν χτυπήθηκε καθόλου ή απλώς χτυπήθηκε εκεί που δεν έπρεπε και η κυβέρνηση μάλλον το γιγάντωσε. Και για τον λόγο αυτό οι δημόσιες δαπάνες, παρά τις περικοπές μισθών και επιδομάτων, παρουσιάζουν και το 2010 και το 2011 αύξηση που κατά τη δική μας άποψη δεν δικαιολογείται. Έτσι φτάσαμε ο προϋπολογισμός της φετινής χρονιάς να είναι μια φούσκα, που ξεφουσκώνει και εξασθενεί την ελληνική οικονομία. Επομένως η κυβέρνηση ευθύνεται εξ ολοκλήρου για την ύφεση που συνεχώς γιγαντώνεται.
Και θα πρέπει ο πρωθυπουργός να βρει το κουράγιο να ομολογήσει την αποτυχία της οικονομικής του πολιτικής, αν φυσικά επιθυμεί να σταματήσει ο κατήφορος της οικονομίας μας. Και η μεν «τρόικα» μπορεί να εισηγείται ανεύθυνα μέτρα, η κυβέρνηση όμως έχει υποχρέωση απέναντι του λαού να εφαρμόζει πολιτική που να εξυπηρετεί το εθνικό μας συμφέρον.
Η εμφάνιση του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ και η ομιλία του ας γίνει η απαρχή μιας περισσότερο επωφελούς οικονομικής πολιτικής.