Μια φορά και έναν καιρό
Πολλές φορές διερωτήθηκα σε ποια ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν άραγε ο Κωνσταντίνος Καβάφης όταν πήρε «μολυβδοκόνδυλο» ανά χείρας και χάραξε πάνω στο λευκό χαρτί το σπαρακτικό εκείνο ποίημα, «Τα κεριά», παρομοιάζοντας τον χρόνο που πέρασε με μια σειρά σβησμένα κεριά. Και ποια κατάθλιψη τον κατάτρεχε, συνοψίζοντάς τη στους δυο τελευταίους στίχους: «Τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει / τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν»…
Πιο ανάλαφρα, αλλά και πάλιν με μια μικρούλα θλίψη να του βαραίνει τη καρδιά, τραγούδησε ο μελωδός «Λες και ήταν χθες…». Και έρχεσαι τώρα εσύ και, χωρίς να κοιτάς ξωπίσω σου τα σβησμένα κεριά, χάνεις την επαφή με την πραγματικότητα και, νομίζοντας πως το «χθες» είναι σήμερα, μιλάς για πράματα που τα νομίζεις πρόσφατα, αλλά που κανένας δεν ξέρει. Και του μιλάς και του τα εξηγείς σε μια γλώσσα που ούτε κι αυτή καταλαβαίνει. Και δεν βλέπεις πως τα σβηστά κεριά έγιναν τοίχος, παραπέτασμα, που σε κρατούνε μακριά σε εξορία, και που άλλο δεν σου απομένει παρά να διηγείσαι στον εαυτούλη σου συμβάντα περασμένα, που πέρασαν και χάθηκαν μέσα από τα ίδια σου τα τρύπια χέρια, και που τώρα συμπυκνώθηκαν στο μυαλούλι σου, και θεωρώντας γεγονότα χθεσινά, ρωτάς ας πούμε για κάποιον Γιαννάκη που παραβρέθηκες κάποτε στα βαφτίσια του και τον θυμάσαι να κλαίει, να ουρλιάζει και να χτυπιέται στην κολυμπήθρα, και να λέει σίγουρα ο παπάς μέσα του «σκάσε μούλικο επιτέλους» καθώς το βουτάει στο νερό βαφτίζοντάς τον δούλο του Θεού. Και βλέπεις τώρα τυχαία στον δρόμο κάποια γνωστή σου, κάποια από εκείνες που σου καρφίτσωσαν τα «μαρτυριάρικα» στο πέτο, και τη ρωτάς τι κάνει ο Γιαννάκης, αν μεγάλωσε, και τι τάξη πάει. Και εκείνη σε καρφώνει πως ο Γιαννάκης έχει τρεις «off shore» εταιρείες και πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε Ζυρίχη Μπόρα-Μπόρα και Φραγκφούρτη. Τρως το σκαμπίλι σου και εκείνη που γλεντάει την ασχετοσύνη σου προσθέτει πως τις προάλλες ξαναπαντρεύτηκε και βρίσκεται τώρα σε γαμήλιο ταξίδι.
«Μικρός, μικρός μπήκε στα βάσανα…» λες για να δείξεις πως δεν έχασες το νήμα του χρόνου, αλλά πάλιν σε αποπαίρνει: «Τι μικρός; Έκλεισε τα σαράντα» σου απαντά.
Έκλεισε τα σαράντα ο Γιαννάκης το μόμολο κι εσύ κάθεσαι και λες πως τελειώνοντας ο Αύγουστος άρχιζαν οι «τιμητικές» στα βαριετέ πριν αραιώσουνε οι θεατές από τις φθινοπωρινές ψύχρες. Φέρνεις στη μνήμη σου σαν σε φινάλε επιθεωρήσεως «όλον τον θίασο επί σκηνής», φιγούρες και ονόματα που κάποτε μας ψυχαγώγησαν και ελάχιστοι τις θυμούνται, και που για τους πιο πολλούς δεν λένε τίποτα, ούτε σαν ονόματα. Θυμάσαι τον Μεσολογγίτη, τον Μητσάρα, τον Σπαρίδη, τον Ζαζά, την Κούλα Γκιουζέπε, την Ηρώ Χαντά, τη Μαντινείου… Θυμάσαι Την Ιωάννα Άλβα και το μεγάλο της σουξέ «Έλα μαζί μου και δεν θα χάσεις» που σιγοσφύριζες με νόημα κάνοντας σαφείς υπαινιγμούς σε κάποια περαστικιά πεταχτούλα που συνάνταγες στον δρόμο σου. Θυμάσαι και εκείνον τον τεράστιο πίνακα που βγάζανε στα κλεφτά στο πάλκο με τους στίχους του τραγουδιού τη στιγμή του μπιζαρίσματος, να τους διαβάσουν και να τους αποστηθίσουν τα κοριτσόπουλα και οι νεαροί που παρακολουθούσαν την παράσταση. Μπορεί κατόπιν να αγόραζαν τον δίσκο από την «Αττική Αγορά» ή να κατατοπιζόντουσαν από το «Μοντέρνο Τραγούδι» για ό,τι τραγουδιέται. Θυμάσαι την κοσμοσυρροή στην τιμητική του Γιώργου Οικονομίδη, του Μίμη Τραϊφόρου, του Πύρπασου, θυμάσαι και τον Ίκαρο με τα σπιρτόζικα μάτια πίσω από τα χοντρά γυαλιά του. Μαζί τους έρχεται ο Λάσκος με τη στομφώδη φωνή καθώς απάγγελλε το «Μάνα μου χωριάτισσα, αρβανίτισσα, κυρά Μαριγώ», ελεγείο στον σκοτωμένο στον πόλεμο αδελφό του, κυβερνήτη υποβρυχίου Βασίλη Λάσκο, και χαμογελάς ενθυμούμενος τον ρομαντικό αλλά και φιλοπαίγμονα Αρία που έγραψε τον Οικονομίδη συνδρομητή στην εφημερίδα… «Ο Συνταξιούχος» κάποτε που βρέθηκε σε επαγγελματικό ανταγωνισμό μαζί του.
Θυμάσαι και κάνεις προσκλητήριο, αλλά άπαντες είναι απόντες και παρών μονάχα εσύ που επιμένεις να λες ιστορίες που όλοι «νιξ καταλαβαίνουν…» Τι και πώς να καταλάβουν, άλλωστε, πως υπήρξε εποχή πριν από τον πόλεμο που όλοι μετακόμιζαν τον Σεπτέμβριο. Όλοι αλλάζανε τότε σπίτι, χωρίς ιδιαίτερη αιτία τις περισσότερες φορές. Και γέμιζαν οι δρόμοι και κυρίως οι χωματόδρομοι, με φορτηγά και αραμπάδες που κουβάλαγαν τα συμπράγκαλα των οικογενειών που… αλλαξοσπιτίζανε… Ύστερα ήρθε το ενοικιοστάσιο και μόνο πεθαμένους τους έβγαζες. Και ποιος μπορεί να καταλάβει πως καταμεσής στους ίδιους αυτούς χωματόδρομους της γειτονιάς άπλωναν οι ταβερνιάρηδες τα βαρέλια τους και τα καθάριζαν για να δεχτούνε τις καινούργιες μουστιές. Και ποιας νοικοκυράς η κουζίνα μυρίζει σήμερα από τον μούστο που βράζει κάνοντας μουσταλευριά, αφού την αγοράζει έτοιμη σε πλαστικό κεσεδάκι γιαουρτιού, ενισχυμένη με μπόλικα «Ε» και αριθμούς γραμμένους στη συσκευασία.
Ψάχνεις να βρεις έναν καλόβολο και υπομονετικό ακροατή για να του εξιστορήσεις πως κάθε βραδάκι στις οκτώ, που έλεγε και το τραγούδι, την ώρα που κλείνανε τα μαγαζιά, έπαιρνες το κορίτσι σου α λα μπρατσέτα και κόβατε βόλτες στη Σταδίου. Και ήταν οι βιτρίνες κατάφωτες και χαζεύατε την πραμάτεια τους κι ονειρευόσαστε πως κάποτε θα μπορούσατε κι εσείς να την αποκτήσετε, όταν θα το επέτρεπε το κάτισχνο βαλάντιό σας. Και περπατούσατε και οι κινηματογράφοι ήσαν κατάφωτοι και αυτοί και στον δρόμο πληθώρα οι περιπατητές – σωστό πανηγύρι.
Στεκόσασταν και μελετούσατε εμβριθώς τα «σταντ» με τις φωτογραφίες του έργου που παίζεται «Σήμερα – To day» και τι θα προβάλει προσεχώς, για ν’ αποφασίσετε ποιο έργο θα δείτε από τη Δευτέρα που αλλάζουν πρόγραμμα. Και ίσως στα βάθη της μνήμης σας υπάρχει και εκείνο το σινεμά, το «Σπλέντιτ», που ελάχιστοι, όπως εγώ, το γνωρίσανε με αυτό το όνομα, αφού ήσαν τότε αγέννητοι. Αργότερα έγινε «Έσπερος» για να… συγχωνευτεί στο τέλος με το διπλανό του μεγαλοκατάστημα «Άκρον» της… τριλογίας Άκρον-Ίλιον-Κρυστάλ, όπου το Κρυστάλ ήταν για τη λαϊκούρα, το Ίλιον η ναυαρχίδα της επιχείρησης για εκλεκτούς πελάτες, και το Άκρον κάτι σαν… κεντρώο, να πούμε. Φυσικά τίποτα δεν υπάρχει πια. Και αν επιστρέψεις σαν τον δολοφόνο στον τόπο του εγκλήματος, αν πας τώρα εσύ στα ίδια μέρη τα γνωστά σου της Σταδίου, θα συναντήσεις μονάχα ερημιά και αυτοκίνητα που τρέχουνε σαν να φεύγουνε για να σωθούν κυνηγημένα. Και μόλις τελειώσει το έργο των δυο κινηματογράφων που απόμειναν, γεμίζει ο δρόμος κόσμο στιγμιαία, μα αμέσως όλοι χάνονται, σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε, και απομένει πάλιν ερημιά και αυτοκίνητα που τρέχουν σαν δαιμονισμένα…
Και κάθεσαι τώρα εσύ και παίζεις με τα σπίρτα προσπαθώντας ν’ ανάψεις σβησμένα κεριά. Και επιμένεις να μιλάς για κυριακάτικες εκδρομές, μ’ ένα «thermos» δροσερό νερό και λίγα κεφτεδάκια στο σακίδιο, να στέκεσαι περιμένοντας με ιώβειο υπομονή στην ουρά της αφετηρίας, να φανεί το λεωφορείο που θα σε πάει στο δροσερό Καβούρι, στην εξωτική Ραφήνα, στον μακρινό Μαραθώνα… Θυμάσαι και εκείνα τα τροφαντά κοριτσόπουλα, που τους τραγούδαγες με νόημα «να ‘ρθουν μαζί σου και δεν θα χάσουν» και τώρα είναι με κιρσούς στα πόδια, αλλά πρακτικές γυναίκες, το μόνο που τις απασχολεί είναι να μην περικόψουν άλλο τη σύνταξή τους.