Κρίσιμες προοπτικές για την Κύπρο και τον Ελληνισμό
ΠΡΩΤΟΝ: Ολόκληρη σχεδόν η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (της οποίας η Κύπρος είναι δυνάμει στρατηγικό επίκεντρο) βρίσκεται σε κατάσταση βρασμού. Με σαφώς επικίνδυνες εντάσεις. Και σε κάποιες περιπτώσεις (Συρία, Λιβύη, Σινά και Γάζα) με πολυαίμακτες συγκρουσιακές υποτροπές.
Η εξέλιξη των οποίων αφεύκτως θα επιδράσει και στα καθ’ ημάς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σ’ αυτόν ή τον άλλο βαθμό.
ΔΕΥΤΕΡΟΝ: Αυτά συμπίπτουν (όχι ασφαλώς τυχαία) με την επισήμανση και τελικά την προαγωγή διαδικασιών αξιοποιήσεως των τεραστίων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην εύφλεκτη μεσογειακή λεκάνη. Όπου: Η Κύπρος όχι απλώς διεκδικεί, αλλά έχει κατοχυρωμένο ήδη με βάση το Διεθνές Δίκαιο, μεγάλο μερίδιο στη δική της ΑΟΖ. Όπου πρόκειται σε λίγες βδομάδες να ενεργοποιηθούν αφετηριακές γεωτρήσεις.
ΤΡΙΤΟΝ: Αυτό το τελευταίο, με τη σειρά του, συμπίπτει με κρίσιμες παρεμβάσεις και προαγγελλόμενες καταληκτικές εξελίξεις στο Κυπριακό.
Στο οποίο: Εμείς μεν δεν δεχόμαστε «ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα».
Κάποια κέντρα ισχύος όμως -με πρώτο εκείνο των Ηνωμένων Εθνών- και θέλουν και ήδη θέτουν τέτοια περιθώρια. Με νοητό τέρμα, το διάστημα πριν από την ανάληψη της προεδρίας της Ε.Ε. από την Κύπρο. Προφανώς για ν’ αποσοβήσουν εγκαίρως πρόδηλες επιπλοκές, οι οποίες και θ’ ανακύψουν λόγω ενδεχομένου (ή βέβαιου κατ’ ακρίβειαν) εκτροχιασμού του τουρκικού ενταξιακού συρμού.
ΤΕΤΑΡΤΟΝ: Η Άγκυρα θεωρεί περίπου casus belli την ενεργοποίηση των γεωτρυπάνων στην κυπριακή ΑΟΖ. Και όχι απλώς απειλεί πειρατικές παρεμβάσεις -με άμεσο κίνδυνο θερμών υποτροπών- αλλ’ οπωσδήποτε προαγγέλλει τερματισμό των διαπραγματευτικών διαδικασιών στο Κυπριακό και προαγωγή άλλων δικών της ενεργειών. Προς την κατεύθυνση ενδεχομένως αναγνωρίσεων του κατοχικού μορφώματος από φίλιες προς αυτήν μουσουλμανικές χώρες. Παρόλο που οι απειλές της σχετίζονται με τον ακρωτηριασμό της κυπριακής κρατικής κυριαρχίας, που αποτελεί κρίσιμη επιλογή για την Άγκυρα.
ΠΕΜΠΤΟΝ: Σ’ αυτό το πλέγμα (ή καλύτερα τη δίνη) των εξελίξεων, η Κύπρος έχει αποκτήσει (επιπλέον του στρατηγικού πλεονεκτήματός της που απορρέει από τη θεσμική της ενσωμάτωση στον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι) την προοπτική μιας νέας δυναμικής συμπαρατάξεως, λόγω συμπτώσεως συμφερόντων με το Ισραήλ. Γιατί αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε μπροστά σ’ έναν εν τη γενέσει του στρατηγικό άξονα, που διαλαμβάνει Τελ Αβίβ, Λευκωσία και Αθήνα. Που εάν αποκτήσει ενεργότερο και ουσιαστικότερο περιεχόμενο, μπορεί ν’ αποβεί: Όχι απλώς αποτρεπτικός, αλλά και δυνάμει ανατρεπτικός εώλων γεωπολιτικών στρεβλώσεων σε βάρος της Κύπρου.
Βεβαίως αυτό το τελευταίο δεν πρέπει να ιδωθεί με πολιτική επιπολαιότητα. Ούτε και να ερμηνευθεί με όρους ευσεβοποθικών συνδρόμων. Γιατί: Ούτε το Ισραήλ θα τα βάλει με την Τουρκία σε βαθμό που να οδηγήσει σε συγκρουσιακές τριβές. Ούτε και η Τουρκία θα τα χαλάσει σε τέτοιο βαθμό με το Ισραήλ. Με το οποίο συναποτελεί στρατηγικό κριό των αμερικανικών σχεδιασμών και περιφερειακών βλέψεων.
Όπου η Τουρκία με δήθεν φιλοπαλαιστινιακές θέσεις, αλώνει αραβικά καθεστώτα ή τουλάχιστον επιδιώκει ν’ αποβεί γι’ αυτόν τον κόσμο ηγέτιδα δύναμη με κηδεμονευτικό ρόλο. Κάτι που θα το ήθελε η Ουάσινγκτον ώστε διά του τούρκου πληρεξουσίου της, ν’ ασκεί έλεγχο σε κρίσιμες παραμέτρους στην περιοχή.
Υπό το φως αυτών και όσων φύσει αναπαράγονται (αλλά και όσων αδοκήτων μπορεί να προέλθουν) ως Κύπρος και ως Ελληνισμός ευρύτερα, είναι ανάγκη να διαχειριζόμεθα τα πράγματα με στρατηγική διορατικότητα. Που να οδηγεί: Αφενός στη μάξιμουμ αξιοποίηση όσων μας προσφέρονται για θωράκιση των εθνικών μας συμφερόντων και προοπτικών. Και αφετέρου στην αποφυγή αποφάσεων κι ενεργειών που θα όπλιζαν την κακοβουλία και θα οδηγούσαν σε νέα τετελεσμένα. Πέραν δηλαδή της ήδη γεωπολιτικής κρεουργήσεώς μας.