Η αραβική άνοιξη και το ελληνικό φθινόπωρο…
Σε Τυνησία, Αίγυπτο, Υεμένη, Λιβύη, Συρία ο άνεμος της αλλαγής, με διαφορετική ένταση σαρώνει. Με μεγάλη ορμή μάλιστα πρόσφατα στις δύο τελευταίες.
Είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τις εξελίξεις και να αντιληφθεί σε βάθος αυτά που συμβαίνουν. Πολλά τα ερωτήματα και δύσκολες οι λύσεις. Για πολύ δυνατούς παίκτες.
Τα περιθώρια κινήσεων για τις χώρες που δεν διαθέτουν άξονες άμεσης πρόσβασης στα μεσανατολικά τεκταινόμενα έχουν πολύ στενέψει. Άλλες πάλι χώρες με βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν στον ευρύτερο μεσανατολικό χώρο είναι έτοιμες να αναλάβουν κρίσιμους ρόλους, που φυσικά δεν είναι άμοιροι κινδύνων.
Όλες οι σοβαρές χώρες προσπαθούν να κατοχυρώσουν ρόλους στην περιοχή στην οποία οι εξελίξεις είναι απρόβλεπτες και επικίνδυνες.
Με αγωνία παρατηρούμε τις εξελίξεις των τελευταίων ημερών στη Λιβύη και τη Συρία. Τα γεγονότα είναι συνταρακτικά, οι εξελίξεις απρόσμενες και καταιγιστικές. Το καθεστώς Καντάφι πνέει τα λοίσθια, ενώ εκείνο του Άσαντ, με πρωτοφανή βιαιότητα, εξοντώνει τις λαϊκές εναντίον του εξεγέρσεις.
Από μια συνοπτική αποτύπωση του πολιτικού χάρτη της ευρύτερης περιοχής σαφώς προκύπτει ότι δεν είναι λίγοι οι αστάθμητοι παράγοντες και οι βασικοί παίκτες που αλληλοσυμπλέκονται εκεί και μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Η προοπτική δε ενδεχόμενων αδιέξοδων επιτείνει την αβεβαιότητα και καθιστά την κατάσταση εκεί ακόμα πιο πολύπλοκη.
Ένας από τους παράγοντες που επηρεάζουν τις εξελίξεις είναι το Ιράν. Η Τεχεράνη αποτελεί το στήριγμα της Χεζμπολάχ στον Λίβανο, όπου τις τρεις τελευταίες δεκαετίες η οργάνωση είχε αναλάβει σοβαρούς ρόλους, θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Σημαντική είναι η σχέση Συρίας – Ιράν που αποτελούσε μια σταθερή παράμετρο στα μεσανατολικά δρώμενα που η παρούσα κρίση στη Συρία κινδυνεύει να ανατρέψει.
Στην περίπτωση πτώσης του καθεστώτος Άσαντ η επιρροή του Ιράν, το οποίο εκτός της Συρίας στερείται σημαντικών συμμάχων στην περιοχή, θα αποδυναμωνόταν. Αυτό θα είχε συνέπεια την απομόνωση της Τεχεράνης, αφού εκ των πραγμάτων εκείνη δεν θα μπορούσε να ασκήσει παρεμβατικές δράσεις στη σύγκρουση Αράβων – Ισραηλινών.
Αντίθετα μια άλλη παράμετρος μπορεί να ενισχύσει τον ρόλο της Τεχεράνης στην περιοχή: Όταν και εφόσον ολοκληρωθεί η αποχώρηση των Αμερικανών από το Ιράκ, οι Ιρανοί μπορούν να εκμεταλλευτούν το κενό εξουσίας που θα προκύψει και να επεκτείνουν εκεί την επιρροή τους, εις βάρος προφανώς των συμφερόντων των ΗΠΑ και φυσικά του Ισραήλ.
Ένας άλλος παράγοντας, ουδόλως αμελητέος, είναι και ο ρόλος της Τουρκίας. Εκτός από τις σχέσεις που διατηρούσε με το Ιράν, κατόρθωσε να αποκτήσει πολιτική και οικονομική πρόσβαση στη Λιβύη, στο πλαίσιο της νεοοθωμανικής πολιτικής της «Μηδέν προβλήματα με τους γείτονες» που με τόση έμφαση διακηρύσσουν οι κύριοι Ερντογάν και Νταβούτογλου. Τα διαδραματιζόμενα δε στη Συρία μπορούν να επιφέρουν απρόσμενες εξελίξεις. Σε περίπτωση που το καθεστώς Άσαντ κατορθώσει να επιβιώσει, ο μεγάλος χαμένος θα είναι η Τουρκία, αφού θα έχει αποτύχει να επηρεάσει τις εξελίξεις, όπως αυτή θα ήθελε.
Σε περίπτωση όμως κατάρρευσης του Άσαντ και ανάληψης της εξουσίας από τη σουνίτικη πλειοψηφία –που τα τελευταία 40 χρόνια είναι παραγκωνισμένη από τη μειονότητα του Αλαουιτών που κυβερνά τη χώρα– ο μεγάλος χαμένος, όπως προαναφέραμε, θα είναι το Ιράν, αφού θα στερηθεί ένα πολύτιμο εργαλείο στην πολιτική του στη Μέση Ανατολή, τις σχέσεις του δηλαδή με τη Συρία.
Και στη μια περίπτωση και στην άλλη οι σχέσεις Άγκυρας – Τεχεράνης θα δοκιμαστούν με όλες τις αναμενόμενες για την περιοχή συνέπειες, που σύμφωνα με αναλυτές μπορούν να λάβουν καταιγιστική μορφή, αν συνυπολογιστεί μάλιστα και ο ισραηλινός παράγοντας καθώς και ο ρόλος των ΗΠΑ, που θα έχουν κάθε λόγο να επιχαίρουν για την περιθωριοποίηση του Ιράν.
Στην περίπτωση όμως αυτή τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, αφού άμεσα τίθεται το ερώτημα πώς θα διαμορφωθεί τελικά η σχέση Ισραήλ – Τουρκίας που τόσο δοκιμάζεται εσχάτως; Η απάντηση δεν είναι απλή. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η Άγκυρα και το Τελ Αβίβ θα αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους, υπό τις ευλογίες μάλιστα της Ουάσινγκτον. Μια τέτοια όμως επαναπροσέγγιση θα είχε ασφαλώς επιπτώσεις στις στενές σχέσεις που τώρα διατηρούν Λευκωσία και Τελ Αβίβ λόγω ενεργειακών συμφερόντων, αλλά και γενικότερα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γιατί καθίσταται εμφανές ότι περαιτέρω αναβάθμιση της Τουρκίας στην περιοχή, που θα της εξασφάλιζε τυχόν απομόνωση του Ιράν, ασφαλώς θα ενδυνάμωνε περισσότερο τη θέση της και θα της παρείχε άνεση κινήσεων και ευχέρεια ανάληψης πρωτοβουλιών.
Μπροστά λοιπόν στην αβεβαιότητα που επικρατεί, οι εξελίξεις προβληματίζουν ιδιαίτερα. Δυστυχώς η χώρα μας δεν διαθέτει το ίδιο έρεισμα που διέθετε στο παρελθόν, όταν μπορούσε ακόμη να αναλαμβάνει διαμεσολαβητικούς ρόλους στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι η στιγμή να μεμψιμοιρήσουμε. Αντιλαμβανόμαστε τη δύσκολη συγκυρία που διερχόμαστε, αν και πιστεύουμε, όπως εξάλλου το έχουμε επαναλάβει στο παρελθόν, ότι η διαπραγματευτική ικανότητά μιας χώρας ενισχύεται από το διπλωματικό βάρος που διαθέτει. Και το βάρος αυτό αποδεικνύεται από την ικανότητα παρέμβασης που η διπλωματία της διαθέτει.
Διερωτώμεθα όμως, στην προοπτική των ραγδαίων εξελίξεων που επέρχονται στην περιοχή, τα αρμόδια υπουργεία και υπηρεσίες της χώρας μας έχουν εκπονήσει μελέτες εκτίμησης της κατάστασης, έχουν εξετάσει εναλλακτικά σενάρια, έχουν ετοιμάσει σχέδια δράσης που θα μπορούσαν να προωθήσουν τα συμφέροντά μας στην περιοχή και να αντιμετωπίσουν επαρκώς και ασφαλώς το καινούργιο γεωπολιτικό περιβάλλον που φαίνεται οσονούπω να διαμορφώνεται;
Ελπίζουμε πως ναι. Αν όχι, τότε μοιραία θα καταστούμε ουραγοί των εξελίξεων, όπου η απραξία θα μας έχει οδηγήσει.