Μείωση στις τιμές των εισιτηρίων στα θέατρα η απάντηση στην κρίση
Τα στοιχεία για το 2010- 2011 είναι αμείλικτα και δείχνουν μεγάλη πτώση σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με το θέατρο. Οι περισσότερες παραστάσεις έφτασαν στα όριά τους, με ελάχιστες να γνωρίζουν εμπορική επιτυχία, αφού το κόστος παραγωγής τους είναι απαγορευτικό. Η κρίση στις κεντρικές σκηνές γίνεται όλο και πιο βαθιά καθώς ένα ζευγάρι χρειάζεται πλέον τουλάχιστον 50 ευρώ για να δει μια παράσταση, πέρα από τη βενζίνη, το πάρκινγκ, το πρόγραμμα, το μπουκαλάκι νερό στο φουαγέ κ.ά. Με αυτήν την «παράλογη τιμή» είναι φυσικό τα περισσότερα θέατρα να υπολειτουργούν, μειώνοντας τον αριθμό παραστάσεων.
Η περσινή χρονιά έκλεισε με μεγάλη πτώση της τάξης του 25% στα εισιτήρια και με λιγότερες παραστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και το Εθνικό Θέατρο αναγκάστηκε να μειώσει τις παραγωγές του κατά 50%, από 19 που ήταν το 2009 στις 10 το 2010.
Βέβαια, αυτή η πτώση σε παραγωγές έφερε ανάλογη μείωση και σε θέσεις εργασίας τόσο σε ηθοποιούς όσο και σε ανθρώπους που συντελούν στο ανέβασμα μιας παράστασης -συγγραφείς, σκηνοθέτες, σκηνογράφους, ενδυματολόγους, φωτιστές κ.λπ.
Για να αντιμετωπίσουν την κρίση πολλά θέατρα προχώρησαν σε μειώσεις των τιμών στα εισιτήρια μια μέρα την εβδομάδα. Σε γενικές γραμμές, τα περισσότερα θέατρα πέρσι υπολειτουργούσαν και σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι τα εισιτήρια που έδωσε η Εργατική Εστία μειώθηκαν κατά 50%. Σίγουρο είναι ότι το 2011 τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα.
Αν το θέατρο δεν προχωρήσει σε μειώσεις τιμών και προσφορές, θα μπουν πολλά λουκέτα! Η πρώτη απάντηση στην οικονομική κρίση, που έφθασε στο κατώφλι του ελληνικού θεάτρου, ήρθε από μία κρατική σκηνή. Το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος προχώρησε σε μείωση των τιμών των εισιτηρίων, από τα 22 ευρώ στα 10. Από την άλλη μεριά, στο Εθνικό Θέατρο κάθε Πέμπτη η παράσταση έχει εισιτήριο 13 ευρώ. Η θεατρική σεζόν άρχισε με έκπτωση 30% και στο Μπάντμιντον (δηλαδή εισιτήρια φθηνότερα κατά 15 ευρώ). Μάλιστα, για τις οικογένειες ισχύει η προσφορά στα τέσσερα εισιτήρια το ένα δώρο. Ενώ, στο πλαίσιο των προσφορών, και το Θέατρο Τέχνης, εκτός Σαββατοκύριακου, μειώνει τις τιμές των εισιτηρίων στα 10 ευρώ για τους κάτω των 25 ετών.
Τα αθηναϊκά θέατρα -στην πρωτεύουσα ανεβαίνουν περίπου 400 παραστάσεις το χρόνο- θα πρέπει να αρχίσουν και εκείνα τις προσφορές, αν δεν θέλουν οι ηθοποιοί να παίζουν σε άδειες αίθουσες.
Πάντως, στη Νέα Υόρκη σε ιστοσελίδα του Μπρόντγουεϊ πωλούνται on line «εισιτήρια της τελευταίας στιγμής» με έκπτωση 23- 26%. Ας βάλουν και οι δικές μας σκηνές το ίντερνετ στο παιχνίδι για να ‘ρθουν και οι νέοι των 600 ευρώ να δουν θέατρο. Αν και είναι θετικό το ότι κάποιοι θιασάρχες σκέφτονται φέτος να κατεβάσουν την τιμή του εισιτηρίου από 22 σε 18 ευρώ και από 17 σε 15 ευρώ το φοιτητικό για τις παραστάσεις της Τετάρτης και της Πέμπτης. Και τα πρώτα στοιχεία έδειξαν ότι η μείωση των εισιτηρίων έφερε αύξηση των θεατών.
Το μέγα ερώτημα είναι, ωστόσο, τι θα γίνει με τις τεράστιες υπερ-παραγωγές υψηλού κόστους, π.χ. στο «Παλλάς» είναι αμφίβολο αν θα μειωθούν οι τιμές… Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα υπάρξουν φέτος τέτοιες παραγωγές.
Σε μίνι έρευνα που πραγματοποιήθηκε από κρατικές θεατρικές σκηνές προέκυψε ότι ακόμα και το εισιτήριο των 22 και 20 ευρώ είναι αρκετά ακριβό για τον πολύ κόσμο. Το θέμα ωστόσο είναι πάντα το «δωρεάν» εισιτήριο σε άτομα με ειδικές ανάγκες, ανέργους, αποθεραπευθέντες της «Ιθάκης», Τσιγγάνους και άλλες ειδικές ομάδες, το οποίο δεν πρέπει να χαθεί και εκεί πρέπει να συμβάλει το ΥΠΠΟ και η πολιτεία.
Πρόβλημα έχουν και οι βουλευτές-ηθοποιοί
Η οικονομική κρίση, ωστόσο, δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν κάποιοι ηθοποιοί στο θέατρο. Πολλοί ήταν αυτοί που εξαργύρωσαν τη φήμη τους με μια βουλευτική θέση και κάποτε γέμιζαν τα θέατρα, αλλά εν καιρώ Μνημονίου και σκληρής πολιτικής από το ΠΑΣΟΚ οι πολιτικές τους πεποιθήσεις τούς έχουν δημιουργήσει πρόβλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ηθοποιός-βουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Είχε προτάσεις από 2-3 θέατρα για τον χειμώνα και η απάντησή του ήταν: «Πιστεύετε ότι το όνομά μου στη μαρκίζα θα φέρει κόσμο ή θα διώξει; Εγώ πιστεύω το δεύτερο και γι’ αυτό λέω όχι».