Η ΕΥΡΩΠΗ ΟΜΗΡΟΣ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Καίρια ευθύνη για το σημερινό κατάντημα του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος φέρουν οι ΗΠΑ ως αναμφισβήτητη ηγέτιδα δύναμη του μέχρι προσφάτως κυρίαρχου δυτικού κόσμου.
Οι ΗΠΑ χρεοκόπησαν κυριολεκτικά, κατά τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, στον ρόλο του ρυθμιστή και του εγγυητή του διεθνούς συστήματος.
Ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί αφενός στη γιγάντωση των ιδιωτικών συμφερόντων, που κυριάρχησαν πάνω στην πολιτική εξουσία και επέβαλαν τη λογική τους στο οικονομικό και ειδικότερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό έγινε κάτω από τη σημαία ακραίων ιδεών περί ελευθερίας και πρωτοκαθεδρίας της αγοράς. Πρέπει να αναζητηθεί αφετέρου στο έλλειμμα ηγεσίας στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα. Αρχής γενομένης από τον Πρόεδρο Νίξον, το 1971, οι ΗΠΑ καταχράσθηκαν τον ρόλο τους στο διεθνές νομισματικό σύστημα και αποδέσμευσαν το δολάριο από οποιαδήποτε ισοτιμία με τον χρυσό. Η μονομερής αυτή πράξη εξυπηρέτησε πρόσκαιρα τις ΗΠΑ. Τους επέτρεψε να τυπώνουν δολάρια κατά το δοκούν, ανεξάρτητα από τον αποθεματικό διεθνή ρόλο του δολαρίου, και να χρηματοδοτούν ανετότερα τις γιγαντιαίες δαπάνες τους. Επέφερε όμως μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία και σταθερότητα του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Διεμόρφωσε, επίσης, εσωτερικά μια πολύ χαλαρότερη στάση απέναντι στις δαπάνες και το δημόσιο χρέος. Η πολιτική αυτή έφτασε στο απόγειό της στο πρόσωπο του επί πολλά χρόνια θεωρουμένου ως γκουρού της οικονομίας πανίσχυρου διοικητή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας Άλαν Γκρίσπαν. Σταθερή πολιτική του τελευταίου για μια ολόκληρη περίοδο ήταν η αντιμετώπιση κάθε προβλήματος της αμερικανικής οικονομίας με αλόγιστη προσφορά ρευστότητας.
Το πού μπορεί να οδηγήσει η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την πλημμυρίδα των παραγώγων της εικονικής οικονομίας και των τοξικών ομολόγων, φάνηκε στην κρίση του 2008. φαίνεται όμως και στη συντήρηση και παράταση της κρίσεως, που έχει σήμερα επίκεντρο την Ευρώπη. Φαίνεται, τέλος, και με δύο άλλα δεδομένα, που, υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι αδιανόητα. Το πρώτο, είναι η υποβάθμιση των ΗΠΑ από τον οίκο αξιολόγησης Standards and Poorʼs κάτω από την πρώτη βαθμίδα ΑΑΑ. Ο προβαλλόμενος λόγος γι’ αυτό είναι η υπέρβαση του θεσμοθετημένου ορίου δημοσίων δαπανών και η έλλειψη πολιτικής συναινέσεως για την αποφασιστική αντιμετώπισή τους.
Το δεύτερο είναι η τεράστια αμερικανική κατανάλωση με δανεικά από την Κίνα. Και μόνο το θέαμα της πλουσιότερης και ισχυρότερης χώρας του κόσμου, που εξαρτάται, σε τέτοιον βαθμό, για την εσωτερική της κατανάλωση και το βιοτικό της επίπεδο, από μια χώρα δέκα φορές, τουλάχιστον, πιο φτωχή, δείχνει τον παραλογισμό ενός συστήματος αλλά και την πορεία προς μια πρόωρη ιστορική παρακμή. Είναι ιστορικά πιστοποιημένο ότι η δυσανάλογη αύξηση της δημόσιας και ιδιωτικής καταναλώσεως, όταν δεν συνδέεται με παραγωγικές επενδύσεις, οδηγεί μαθηματικά σε παρακμή.
Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ ΤΗΝ ΕΓΚΛΩΒΙΖΕΙ
ΣΕ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΑ ΠΟΡΕΙΑ
Η εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ, όπως επίσης οι εσωτερικές διακρίσεις και ανταγωνισμοί της Ευρώπης, την εγκλωβίζουν σε μια αλληλέγγυα με τις ΗΠΑ πορεία και αναστέλλουν την εξέλιξή της σ’ έναν πραγματικά αυτόνομο διεθνή πόλο, όπως εν δυνάμει μπορεί να είναι.
Το γεγονός αυτό μειώνει δραματικά τα περιθώρια της Ευρώπης να ασκήσει θετική επιρροή πάνω στην αμερικανική πολιτική, με στόχο την αναμόρφωση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού, αλλά και του διεθνούς νομισματικού συστήματος. Αντιθέτως, ως αποτέλεσμα της πολιτικής και ιδεολογικής συμπλεύσεως, η Ευρώπη εγκλωβίσθηκε, σε επίπεδο μάλιστα καταστατικών συνθηκών, στις πολιτικές του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Οι τελευταίες είναι σύμφυτες με την απορρύθμιση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και την κερδοσκοπική ασυδοσία των αγορών.
Ποιο περιθώριο έχει, επομένως, η Ευρώπη, υπό τις συνθήκες αυτές, να ασκήσει πίεση για αλλαγές προς την κατεύθυνση ενός πιο ελεγχόμενου, δίκαιου και ορθολογικού διεθνούς συστήματος;
Ένα νέο δεδομένο είναι η δημιουργία του ευρώ. Η δυναμική που απέκτησε σε λίγο χρόνο αντικαθρεφτίζει την εμπορική ισχύ της Ευρώπης, που είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο. Αντικαθρεφτίζει επίσης το κενό που υπάρχει στο διεθνές νομισματικό σύστημα, με τη βασιλεία του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος, έξω όμως από κάθε διεθνή έλεγχο και συμφωνημένες ισοτιμίες.
Η δημιουργία του ευρώ, κατ’ αντίθεση προς κάθε νομισματική ορθοδοξία, προηγήθηκε αντί να επακολουθήσει την πολιτική ένωση της Ευρώπης. Ήταν μια τολμηρή συνέχεια της φιλοσοφίας με την οποία είχε εγκαινιάσει την ευρωπαϊκή οικοδόμηση ο Ζαν Μονέ. Να προηγηθεί -δηλαδή- η δημιουργία κοινών οικονομικών συμφερόντων και οικονομικής αλληλεγγύης και να στηριχθεί στη συνέχεια, πάνω στη βάση αυτή, η πολιτική ενοποίηση.
Η τακτική αυτή λειτούργησε αποτελεσματικά για μια ολόκληρη περίοδο, μέσα στο πλαίσιο όμως του διπολικού κόσμου και της διαιρεμένης Γερμανίας. Η εισαγωγή του ευρώ ήταν ένα ποιοτικό άλμα πολύ διαφορετικού χαρακτήρα γιατί αγγίζει τον σκληρό πυρήνα της πολιτικής κάθε κράτους και της εθνικής κυριαρχίας του.
Η ανομοιότητα των οικονομιών και των επιπέδων ζωής και αναπτύξεως, όπως επίσης των πολιτικών συνθηκών και των ασκουμένων πολιτικών, δεν είναι εύκολο να μπουν κάτω από έναν κοινό παρονομαστή κριτηρίων του Μάαστριχτ, όπως το ύψος του εξωτερικού χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Μεσολάβησε όμως και κάτι άλλο, που τροποποίησε καταλυτικά τους όρους λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και του ευρώ. Η παγκοσμιοποίηση.
Το ανεξέλεγκτο άνοιγμα των συνόρων λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής των προβλημάτων και των αντιφάσεων. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές συνοχής και συγκλίσεως υπονομεύθηκαν. Η επέκταση του διεθνούς ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, μεταξύ περιοχών του κόσμου με δραματικά άνισο επίπεδο, έφερε σε πολύ δύσκολη θέση τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Έπληξε περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγή τους και υποθήκευσε τις αναπτυξιακές τους προοπτικές με την πλήρη ανατροπή του εμπορικού ισοζυγίου τους. Προς την κατεύθυνση αυτή συνέβαλε δραματικά η σύγχυση μεταξύ ενδοευρωπαϊκού και παγκόσμιου ανταγωνισμού. Δηλαδή η Ευρώπη, ως ενιαίο σύνολο, δεν οργάνωσε τον ανταγωνισμό της προς τις άλλες μεγάλες χώρες του κόσμου, διαφυλάσσοντας την εσωτερική συνοχή και αλληλεγγύη της. Κοντά σ’ όλα αυτά και στην ανεπάρκεια και την κακοδαιμονία των εσωτερικών τους πολιτικών, οι αδύναμες χώρες της ΕΕ, όπως πρώτη η Ελλάδα, επέσυραν επίσης, ως αδύνατοι κρίκοι της Ευρωζώνης, το κερδοσκοπικό ενδιαφέρον των αγορών. Το τελευταίο, ανεξάρτητα από τα συγκυριακά τους θύματα, είναι ένα παιχνίδι που αφορά ολόκληρη την Ευρώπη, το ευρώ και τον τρόπο λειτουργίας του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος.
ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ
ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΩΘΗΘΕΙ ΧΩΡΙΣ ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΣΟΤΙΜΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ;
Επανέρχεται κάθε τόσο η διαπίστωση ότι η Ευρώπη, για να μπορέσει να στηρίξει το κοινό νόμισμα, πρέπει να προχωρήσει εσπευσμένα προς την κοινή οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Στο πλαίσιο αυτό, προβάλλεται σωστά και η ιδέα του ευρωομολόγου, το οποίο θα ακύρωνε αμέσως τις κερδοσκοπικές επιθέσεις κατά του ευρώ. Οι τελευταίες έχουν ως αφετηρία τους ασθενείς κρίκους της Ευρωζώνης και το διαφορετικό επίπεδο αξιοπιστίας, επιτοκίου και κινδύνου χρεοκοπίας μέσα στην ίδια την Ευρωζώνη.
Η Γερμανία πρωτοστατεί στον αποκλεισμό του προς το παρόν, υποδεικνύοντας το αυτονόητο: ότι η εισαγωγή του δεν μπορεί να γίνει χωρίς προηγούμενη δημοσιονομική εναρμόνιση και κοινή οικονομική διακυβέρνηση της Ευρωζώνης. Σημειώνεται όμως, για την ιστορία, ότι η Γαλλία είχε συμφωνήσει στη δημιουργία του ευρώ, μόνο υπό τον όρο της προηγούμενης εναρμονίσεως των δημοσιονομικών πολιτικών. Η δημιουργία όμως του ευρώ προχώρησε τελικά χωρίς να προχωρήσει παραλλήλως ή να προηγηθεί η εναρμόνιση των δημοσιονομικών πολιτικών. Η εξήγηση βρίσκεται στην εγκαθίδρυση του νεοφιλελευθερισμού και στη συνέχεια της παγκοσμιοποίησης ως καταστατικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και στην αναγωγή του ελεύθερου ανταγωνισμού, μέσα και έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε βασική καταστατική αρχή.
Η σύγχυση ιδίως του ελεύθερου ανταγωνισμού μεταξύ των ίδιων των χωρών – μελών με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, δίδει, προφανώς, το πλεονέκτημα στις ισχυρότερες και πιο ανταγωνιστικές χώρες και υπονομεύει τη διαμόρφωση και άσκηση κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών. Εκθέτει επίσης επικίνδυνα, χωρίς καμιά προστασία τις πιο αδύναμες χώρες στον διεθνή ανταγωνισμό, όπως και στις κερδοσκοπικές επιθέσεις, εφόσον δεν καλύπτονται αυτομάτως από μια κοινή ασπίδα ευρωπαϊκής ενότητας και αλληλεγγύης.
Οι συνέπειες της πολιτικής αυτής είναι φανερές στην αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κρίση. Οι πανίσχυρες οικονομικές δυνάμεις στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, που επέβαλαν την πολιτική της παγκοσμιοποίησης ως αναπόφευκτη δήθεν ιστορική εξέλιξη, δεν θέλουν να κάνουν βήματα πίσω από την πολιτική αυτή. Αντιθέτως, επιλέγουν τη φυγή προς τα εμπρός. Επιδιώκουν να κατεδαφίσουν προκαταβολικά οποιαδήποτε ερείσματα μιας άλλης εναλλακτικής πολιτικής, όπως η μεικτή οικονομία, και να καταστήσουν αναγκαστικά μονόδρομο την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης.
Παρουσιάζουν τα προβλήματα όχι ως αποτέλεσμα της πολιτικής της παγκοσμιοποίησης, αλλά ως προϊόν της καθυστερήσεως στην εφαρμογή νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων». Η λύση επομένως, με τη λογική αυτή, βρίσκεται στην παροχή ισχυρότερης δόσεως νεοφιλελεύθερης πολιτικής και στην επιτάχυνση των λεγομένων διαρθρωτικών αλλαγών και ιδιωτικοποιήσεων.
Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την ανάγκη προωθήσεως αλλαγών και μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς για τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας και της κοινωνίας. Η ανάγκη όμως αυτή υφαρπάζεται πολιτικά και ιδεολογικά, με σοφιστική πανουργία, υπέρ των στόχων και επιδιώξεων της παγκοσμιοποίησης, ενώ είναι η ίδια, σε μεγάλο βαθμό, η πηγή των προβλημάτων.
Η προτεινόμενη λύση, στο πλαίσιο αυτό, είναι η επιβολή της μόνιμης λιτότητας ως θεσμικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τη συνταγματοποίηση του επιτρεπτού ορίου ελλείμματος. Σε συνδυασμό επίσης με την επιβολή αυστηρών κυρώσεων κατά των χωρών – μελών που θα αποτύγχαναν να συμμορφωθούν με τα συμφωνημένα όρια.
Η πολιτική της μόνιμης λιτότητας θα διαβρώσει σταδιακά, στο όνομα της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, το λεγόμενο ευρωπαϊκό μοντέλο κοινωνικού κράτους, χωρίς παραλλήλως να διανοίξει οποιεσδήποτε νέες αναπτυξιακές προοπτικές στην Ευρώπη. Αντιθέτως, θα διευρύνει το χάσμα μεταξύ βορρά και νότου μέσα στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση και θα καταστήσει ακόμη πιο έντονες τις εντάσεις μεταξύ των χωρών – μελών.
Το πόσο επαρκής θα μπορούσε να είναι μια τέτοια πολιτική για την αντιμετώπιση των υπαρχόντων προβλημάτων, φαίνεται και από τα ίδια τα κριτήρια της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Όλες σχεδόν οι χώρες μέλη είναι σήμερα εκτός κριτηρίων.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην εκτροπή από την παραγωγική οικονομία στη λεγόμενη «μεταβιομηχανική» χρηματοοικονομική οικονομία, υπέρτατη έκφραση της οποίας είναι η πολιτική της παγκοσμιοποίησης. Ο άκρατος καταναλωτισμός, αποσυνδεδεμένος από την παραγωγική μηχανή, προεβλήθη ως πρότυπο ζωής και πολιτικής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρωτοφανής καταναλωτική εξάρτηση των ΗΠΑ από το εξωτερικό. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι καθόλου μικρότερη η καταναλωτική εξάρτηση της Ελλάδος από το εξωτερικό. Η Ελλάδα «κατόρθωσε» από την πλήρη σχεδόν αυτάρκεια σε τρόφιμα κατά τη δεκαετία του ’80 να φθάσει σήμερα σε εξάρτηση περίπου 70% σε τρόφιμα από το εξωτερικό.
Η προώθηση, επομένως, της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρώπης, μέσα στο ίδιο πολιτικό πλαίσιο θα εντείνει τις υπάρχουσες αντιφάσεις και δεν θα επιλύσει το πρόβλημα. Πρώτ’ απ’ όλα γιατί θα παραμείνει άνιση η έκθεση των χωρών – μελών στην παγκοσμιοποίηση και στα προβλήματα που προκαλεί. Κατά δεύτερο λόγο, γιατί οι ισχυρότερες χώρες, με το πλεονέκτημα του ελεύθερου ανταγωνισμού και με την έλλειψη συνεργατικής αλληλεγγύης κοινών ευρωπαϊκών πολιτικών, θα επιδεινώσουν τους όρους των σχέσεών τους με τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες. Θα τεθούν αναποφεύκτως θέματα εθνικής κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εθνικής ταυτότητας. Ο άκρατος ανταγωνισμός, και ιδίως η σύγχυσή του με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό, αντιμάχεται στη βαθύτερη ουσία της, την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης. Η άνιση και ανταγωνιστική ανάπτυξη ισχύος στους κόλπους της μπορεί να προκαλέσει δικαιολογημένους φόβους για ηγεμονία μιας χώρας ή ενός διευθυντηρίου χωρών.
Από την άποψη αυτή, η θεαματική άνοδος της γερμανικής οικονομικής ισχύος μέσα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν κατοχυρώνεται από μια αντίστοιχη πολιτική ένωση των ευρωπαϊκών λαών πάνω σε ισότιμη βάση, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία, με άλλη μορφή, ενός νέου γερμανικού προβλήματος στην Ευρώπη.
ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ. ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΛΛΑ
ΠΑΡΑΛΛΗΛΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΙΣΟΤΙΜΗ ΒΑΣΗ. ΧΡΕΙΑΖΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Είναι προφανές ότι η Ευρώπη χρειάζεται αλλαγή πορείας. Δεν μπορεί να υπόσχεται στους λαούς της τη στασιμότητα, την οπισθοδρόμηση στις κοινωνικές κατακτήσεις και τη μόνιμη λιτότητα. Δεν μπορεί επίσης να αφήνει να πλανάται πάνω από τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες είτε το φάντασμα της οικονομικής χρεοκοπίας είτε ο φόβος της απώλειας της εθνικής κυριαρχίας και μιας εύσχημης αποικιοποιήσεώς τους.
Είναι απαραίτητη η δημοσιονομική εναρμόνιση και η κοινή οικονομική διακυβέρνηση, στο πλαίσιο ενός κοινού νομίσματος. Απαραίτητο όμως αντιστάθμισμα είναι η παράλληλη προώθηση, πάνω σε ισότιμη βάση, της πολιτικής ενώσεως, που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις κοινών πολιτικών και αυτόματης οργανικής αλληλεγγύης. Σε διαφορετική περίπτωση, η μονομερής προώθηση της οικονομικής διακυβερνήσεως, με το ίδιο σκεπτικό με το οποίο δημιουργήθηκε το ευρώ, θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα, θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη θέση των ισχυροτέρων και θα εντείνει αντί να επιλύσει τα προβλήματα…
Η αλλαγή αυτή πορείας δεν είναι εύκολη γιατί η ακολουθούμενη πολιτική είναι κατοχυρωμένη στις ευρωπαϊκές συνθήκες, με τελευταία τη Συνθήκη της Λισσαβώνας. Απόδειξη όμως ότι η ανάγκη είναι υπέρτερη από κάθε γράμμα συνθήκης, είναι η σημερινή πραγματικότητα και τα όσα έχουν γίνει και γίνονται παρά τις αντίθετες πρόνοιες των Συνθηκών. Ένα πρώτο παράδειγμα είναι τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Ένα δεύτερο είναι η «διάσωση» χωρών μελών από τη χρεοκοπία με κοινοτικούς πόρους. Ένα τρίτο είναι τα μέτρα που παίρνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα οποία δεν είναι όλα εντός του αυστηρού πνεύματος των συνθηκών.
Μπορεί, επομένως, η Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν υπάρξει πολιτική βούληση, εκ μέρους ιδίως των χωρών που προβάλλουν τις μεγαλύτερες αντιρρήσεις, να προωθήσει σταδιακά κάποια αλλαγή πορείας, αναμένοντας την προσαρμογή αργότερα των συνθηκών.
Στο πνεύμα αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση, παίρνοντας αποστάσεις από την άκρατη και άκριτη παγκοσμιοποίηση, πρέπει να εξετάσει και να προωθήσει τρεις προστασίες της Ευρώπης, με αντίστοιχα προστατευτικά μέτρα. Δεν πρέπει να μας φοβίζει η λέξη. Η ιδεολογική επίθεση της παγκοσμιοποίησης παρουσίασε κάθε λογική πολιτική προστατευτικών μέτρων, ως δήθεν επικατάρατο και απορριπτέο «προστατευτισμό» που παραπέμπει σε παρωχημένες συντηρητικές πολιτικές. Στην πραγματικότητα όμως έστρωσε τον δρόμο στον πιο αχαλίνωτο κερδοσκοπικό καπιταλισμό, που καπηλεύεται για την κυριαρχία του τον «ελεύθερο ανταγωνισμό» και την ασυδοσία των αγορών.
Η πρώτη προστασία που πρέπει ακριβώς να προωθήσει με δικές της πρωτοβουλίες και μονομερείς, στην ανάγκη, αποφάσεις είναι η προστασία από την άναρχη και ασύδοτη, χωρίς σταθερούς κανόνες και ρυθμίσεις, λειτουργία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών.
Είναι, προφανώς, πολύ καλύτερο και ευκολότερο η ρύθμιση του συστήματος να γίνει σε συνεργασία με τις ΗΠΑ. Εφόσον όμως δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις στις ΗΠΑ για μια παράλληλη πορεία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να πράξει το ελάχιστον. Να πάρει μέτρα για την προστασία της Ευρώπης μέχρι την επίτευξη μιας γενικής διεθνούς συμφωνίας. Οι αποφάσεις της θα ασκήσουν, άλλωστε, ισχυρή επιρροή για την εξέλιξη των πραγμάτων προς αυτή την κατεύθυνση.
Μια δεύτερη προστασία αφορά τα ανοικτά σύνορα προς κάθε κατεύθυνση και τη σύγχυση μεταξύ του ελεύθερου ανταγωνισμού στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενώσεως με τον ελεύθερο ανταγωνισμό σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η σημερινή κατάσταση είναι κυριολεκτικά παρανοϊκή. Τι νόημα έχει να ανήκει κανείς σε μια περιφερειακή ένωση, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν όλες οι χώρες του κόσμου, μέσω της πολιτικής των ελευθέρων διεθνών ανταλλαγών, μπορούν να έχουν την ίδια σχεδόν πρόσβαση σ’ αυτήν;
Η πολιτική αυτή απειλεί ευθέως τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και το βιοτικό επίπεδο των λαών της. Μακροπρόθεσμα, αυτό ισχύει και για τις χώρες που έχουν σήμερα μια υψηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα και αισθάνονται λιγότερο την εξωτερική πίεση της παγκοσμιοποίησης. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι επωφελούνται σήμερα υπερβολικά από την παγκοσμιοποίηση.
Ένα παράδειγμα προστατευτισμού είναι οι δύο κύριοι διεθνείς ανταγωνιστές της
ΕΕ, που είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα. Και οι δύο αυτές ηπειρωτικού μεγέθους χώρες προστατεύονται, σε μια σειρά τομείς, από τον διεθνή ανταγωνισμό. Στις ΗΠΑ, με σαφή προστατευτικά μέτρα (γεωργία, χάλυβας, Buy American Act). Στην Κίνα, με καθεστωτικά μέτρα, όπως είναι ο έλεγχος της κινήσεως κεφαλαίων και το μη μετατρέψιμο νόμισμα.
Είναι, επομένως, άκριτο από κάθε άποψη, η Ευρωπαϊκή Ένωση να παραμένει ανοικτή στους ανέμους της παγκοσμιοποιήσεως, που είναι έξω από κάθε δημοκρατικό πολιτικό έλεγχο.
Μια τρίτη, τέλος, αναγκαία προστασία είναι η προστασία από τη λαθρομετανάστευση. Στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και ως αναπόσπαστο στοιχείο της, προωθήθηκε συστηματικά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη η ιδέα της «πολυπολιτισμικής κοινωνίας» και της προοδευτικής αποδομήσεως των εθνικών κρατών. Το τελευταίο προεβλήθη μάλιστα από τους παρουσιαζόμενους ως μεγάλους ευρωπαϊστές, ως δήθεν απαραίτητος όρος για την οικοδόμηση της Ευρώπης.
Τα ιδεολογήματα αυτά έχουν καταρρεύσει σε όλη την Ευρώπη και είναι σήμερα ορατά σ’ όλες τις χώρες τα προβλήματα που δημιουργεί η μαζική, ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΑΚΟΜΗ
ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ
ΠΡΩΤΟΣΤΑΤΕΙ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Οι ελληνικές ηγεσίες, που ευθύνονται για το σημερινό κατάντημα της χώρας, εξακολουθούν να βλέπουν τη «σωτηρία» της χώρας στη φυγή προς τα εμπρός, σε πιο προωθημένες ακόμη πολιτικές παγκοσμιοποίησης και νεοφιλελευθερισμού, αναμένοντας την ανάπτυξη από ξένες επενδύσεις.
Η πρόσφατη όμως ιστορία της χώρας μας διδάσκει ότι, παρά τον συντηρητισμό των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, η ανάπτυξη της χώρας στηρίχθηκε κυρίως στον κυβερνητικό προγραμματισμό και στις δημόσιες επενδύσεις. Δεν υπήρχε καμία ιδεολογική αντίθεση στις ιδιωτικές επενδύσεις. Απλώς όμως δεν επαρκούσαν.
Η περίπτωση χωρών, όπως η Ελλάδα, με ισχνό επιχειρηματικό τομέα, δεν πρέπει να συγχέεται με την περίπτωση άλλων μεγάλων οικονομιών, με ισχυρούς βιομηχανικούς, επιχειρηματικούς και χρηματοδοτικούς τομείς. Η ιδέα ότι η ισχνή ελληνική επιχειρηματικότητα θα υποκατασταθεί, με την Ευρώπη και την παγκοσμιοποίηση, από τις ξένες επενδύσεις είναι λάθος. Παραγνωρίζει δύο βασικούς παράγοντες. Πρώτον, την αβεβαιότητα των επενδύσεων αυτών και, δεύτερον, τους όρους, υπό τους οποίους θα γίνονταν και τις επιπτώσεις που θα είχαν στην ανεξαρτησία, την κυριαρχία και την ταυτότητα της χώρας, αλλά επίσης στο επίπεδο ζωής.
Η χώρα έχει ανάγκη από αναπτυξιακό προγραμματισμό και δημόσιες επενδύσεις. Έχει ανάγκη από εθνική πολιτική και στρατηγική. Μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας πολιτικής και στρατηγικής μπορούν να αξιοποιηθούν θετικά και αποτελεσματικά ελληνικές ιδιωτικές και ξένες επενδύσεις.
Χρειάζεται όμως, δυστυχώς, γι’ αυτό ένα άλλο πολιτικό σύστημα και αποτελεσματικό κράτος. Αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας.