«Διακοσμητικό» Παιδαγωγικό Ινστιτούτο
Α. Απ’ όσα διαβάσαμε πρόσφατα, πρόθεση της πολιτικής ηγεσίας είναι να διαμορφώσει Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, του οποίου το προεδρείο ή το διοικητικό συμβούλιο, δηλαδή τα 7 ή 8 μέλη αυτού του συμβουλίου, θα διορίζονται από τον υπουργό Παιδείας.
Ακριβέστερα, με το σχέδιο νόμου που γνωστοποιήθηκε στις 8-4-2011 προβλέπονται τα εξής παράξενα και κατά την ταπεινή μου γνώμη μάλλον βλαπτικά και σκοτεινά στη διατύπωσή τους.
Ιδρύεται Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αλλά ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου!
Όλα τα ανώτερα στελέχη του (αρχίζοντας από το διοικητικό συμβούλιο των 7-8 ατόμων) διορίζονται από τον υπουργό Παιδείας. Όλα αυτά τα στελέχη επιλέγονται με κριτήρια σημαντικά: σπουδές, τίτλους, δημοσιεύσεις… και έχουν θητεία 3-5 χρόνων με πιθανή και μία ανανέωση. Σε κάθε περίπτωση, με ειδικές ρήτρες αποφασίζονται οι αποδοχές τους! Γιατί όχι ο βασικός μισθός ανώτερου υπαλλήλου;
Απορίες αναγνώστη με κάποια εμπειρία από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (17 χρόνια στο σχολείο, στην αίθουσα διδασκαλίας, και 22 χρόνια σύμβουλος στο Π.Ι., 1976-1997).
α . Η εκπαιδευτική πολιτική είναι χρέος της πολιτικής ηγεσίας όλης της κοινωνίας (για όλα τα σχολεία και κατ’ αρχήν τα δημόσια) και αυτή αναθέτει τη διαμόρφωση εκπαιδευτικής πολιτικής σε ίδρυμα Ιδιωτικού Δικαίου; Για ποιον λόγο;
β . Τα επίλεκτα μέλη αυτού του ιδρύματος δεν χρειάζονται ως πρώτο προσόν την εμπειρία από την αγία έδρα της αίθουσας της οικείας βαθμίδας εκπαίδευσης (Πρωτο-Δευτεροβάθμιας) και δημοσιεύσεις ανάλογες; Πώς θα γνωμοδοτούν για την υγεία και ανάπτυξη ζωντανού οργανισμού τον οποίο αγνοούν;
γ. Όλες αυτές οι θέσεις (σπουδές, αμοιβές, ευθύνες) δεν είναι φρόνιμο να αποτελούν επιδίωξη αποκλειστικά των εκπαιδευτικών που έχουν σταδιοδρομήσει στην εκπαίδευση και παράλληλα με αυτήν την πολύτιμη εμπειρία τους έχουν πραγματοποιήσει έργο επιστημονικό αντίστοιχο; Υπάρχουν πολλές εκατοντάδες με αντίστοιχα προσόντα υψηλά και με εκπαιδευτική εμπειρία από τη δημόσια εκπαίδευση.
δ. Και δεν είναι φρόνιμο για μια σοβαρή πολιτική ηγεσία να τους αξιοποιεί όσο επιτρέπει η εκπαιδευτική τους θητεία; Προτιμάει τους περαστικούς;
Β. Πριν επιχειρήσω να διατυπώσω γνώμη/πρόταση, νομίζω ότι φρονιμότερο είναι να θυμηθώ και να κάνω γνωστή την εμπειρία που έχω αποκομίσει από την προσωπική σταδιοδρομία μου στο προηγούμενο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, που είχε επανιδρυθεί το 1976.
Σύμφωνα με τον ιδρυτικό νόμο, τότε οι κανόνες επιλογής των συμβούλων του νέου Παιδαγωγικού Ινστιτούτου είχαν διαμορφωθεί με κριτήρια:
• τους τίτλους σπουδών των υποψηφίων,
• την επιστημονική τους δραστηριότητα (δημοσιεύσεις: βιβλία ή άρθρα) και «δωδεκαετή (τουλάχιστον) πραγματικήν υπηρεσίαν εν τοις Σχολείοις», δηλαδή υπηρεσία στην αγία έδρα της σχολικής αίθουσας δημόσιου σχολείου.
• Επιπλέον, λαμβάνονταν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις/αξιολογήσεις, που είχαν από τα δημόσια σχολεία, όπου είχαν υπηρετήσει.
Δηλαδή, ο νομοθέτης ζητούσε από τους υποψηφίους επιστημονικά προσόντα και παιδαγωγική εμπειρία και υπηρεσιακή εκτίμηση με υπηρεσιακή αξιολόγηση (αυτά βέβαια ίσχυαν για τις ειδικότητες που προϋπήρχαν στα δημόσια σχολεία, π.χ. Μαθηματικούς, Φιλολόγους).
Οι επιλεγόμενοι -με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου- είχαν μονιμότητα και βαθμό και μισθό τακτικού καθηγητή πανεπιστημίου και καλούνταν να γνωμοδοτούν για όλα τα ζητήματα της Πρωτο-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (προγράμματα, βιβλία κ.λπ.). Και με όλες αυτές τις προϋποθέσεις μπορούσαν να νιώθουν ελεύθεροι να διατυπώνουν γνώμη υπεύθυνη, χωρίς να δεσμεύονται από το τι θα ήταν επιθυμητό για την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΠΘ (Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων τότε). Και χωρίς να δεσμεύουν βέβαια με τις εισηγήσεις τους την πολιτική ηγεσία. Οι αποφάσεις -ουσιαστικά γνωμοδοτήσεις ή αποφάνσεις- λαμβάνονταν συλλογικά, με δυνατότητα βέβαια να διατυπώνονται και διαφωνίες. Και στο Καταστατικό Λειτουργίας του Παιδ. Ινστιτούτου προβλεπόταν με ειδικό άρθρο ότι στα Πρακτικά των Συνεδριάσεων υποχρεωτικά καταγραφόταν η γνώμη της μειοψηφίας, ώστε ο υπουργός να μπορεί να διατυπώνει την τελική απόφασή του έχοντας υπόψη όλες τις απόψεις που διατυπώνονταν από τους συμβούλους. Εκείνο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο του 1976 (επί υπουργίας Γεωργίου Ράλλη) εργάστηκε με ζήλο για την προώθηση της Εκπαιδευτικής Μεταρρύθμισης του 1976 και για την πραγμάτωση της ιδέας των ΤΕΛ (Τεχνικών Επαγγελματικών Λυκείων) και ΕΠΛ (Ενιαίων Πολυκλαδικών Λυκείων), που ανταποκρίνονταν στις ανάγκες των καιρών (με ειδική νομοθεσία του 1977). Και μια τολμηρή απόφαση του φθινόπωρου του 1981 (όταν υπουργός Παιδείας ήταν ο Λευτέρης Βερυβάκης) προώθησε την πολύ χρήσιμη και παιδαγωγικά λειτουργική λύση του μονοτονικού συστήματος γραφής.
Εκείνο το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο ήταν αδέσμευτα γνωμοδοτικό, όχι διακοσμητικό, όπως διαγράφεται στην Α΄ ενότητα τούτου του κειμένου για το ιδρυόμενο τώρα Π.Ι.
Για την υπουργό Παιδείας ένα απλό ερώτημα: Οι σύμβουλοι που έχει σήμερα έχουν τα απαραίτητα προσόντα (γνώσης και πείρας) από την αίθουσα διδασκαλίας της οικείας βαθμίδας (Πρωτο-Δευτερο-Τριτοβάθμιας Δημόσιας Εκπαίδευσης), για να μπορούν να σχεδιάζουν σωστά τα αναγκαία βήματα για τη δημόσια εκπαίδευση; Έχουν αξιολογηθεί για το έργο τους στην αίθουσα διδασκαλίας; Μία μόνο λέξη που άκουσα από υψηλά ιστάμενο πρόσωπο περί «αποστολής» μού έδωσε την εντύπωση ότι έχουμε έλλειμμα εμπειρίας και ενημέρωσης. Εύχομαι να έχω πλανηθεί.
Δεν γνωρίζω κανέναν από τους συμβούλους της υπουργού, αλλά απ’ όσα έχω διαβάσει -που με οδήγησαν σε αυτά τα σχόλια- εικάζω ότι η πολιτική ηγεσία δεν έχει την αναγκαία θέαση προς την εκπαιδευτική μας πραγματικότητα, για να προωθήσει τις πιο χρήσιμες-σωστές αποφάσεις.
Και μια απορία: Γιατί αποφεύγουν τον πραγματικό δημόσιο διάλογο για την Παιδεία; Γιατί δεν αγγίζουν το ζήτημα της αξιολόγησης του έργου του εκπαιδευτικού μέσα στην αίθουσα;
Με αγωνία για την πορεία της Παιδείας μας,
της κοινωνίας μας και με βαθύ σεβασμό για όποιες/όποιους
έχουν άλλη γνώμη,
Φ. Κ. Βώρος, PH. D.,
Επίτιμος Σύμβουλος του Π.Ι.
Το αρχικό Π.Ι. είχε ιδρυθεί το 1964 με υπουργό Παιδείας τον πρωταθλητή του Ανένδοτου, τον Γ. Παπανδρέου, και πρωτεργάτες αδιαμφισβήτητους δύο πρωταγωνιστές του επιστημονικού, παιδαγωγικού και φιλοσοφικού λόγου, τον Ιωάννη Κακριδή και τον Ευάγγ. Παπανούτσο. Αυτό το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο καταργήθηκε ως θεσμός ανεπιθύμητος από τους δικτάτορες του 1967-74. Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας το 1974, άνοιξε πάλι ο δρόμος για την επανίδρυση επιστημονικού οργάνου υπεύθυνου για υπεύθυνη γνωμοδότηση περί θεμάτων Πρωτο-Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (1976).