Οι τομές του Ερντογάν και οι ελληνικές αγκυλώσεις
Όπου η προδήλως αποφασιστική και όντως ρωμαλέα –όπως εκ των πραγμάτων αποδεικνύεται– ηγεσία της ομάδος Ερντογάν, τέμνει κάθετα τη συντηρητική τάξη πραγμάτων, ανατρέποντας τους εσωτερικούς συσχετισμούς. Με αναίρεση του καθοριστικού (κατʼ ακρίβειαν ηγετικού) ρόλου των στρατιωτικών, που συνταγματικώς συνιστούν τον εθνικό πατερούλη του νεοτουρκικού κράτους.
Πρόκειται για σαφώς επαναστατική αλλαγή, που ανατρέπει τις ισορροπίες και οδηγεί ταχύρρυθμα προς νέα διαμόρφωση των κέντρων ισχύος. Που θα επιβάλλει εφεξής στρατηγικές και πολιτικές σε όλα τα μείζονα ζητήματα εσωτερικής κι εξωτερικής πολιτικής. Κυρίως σʼ αυτά που προσδιορίζονται ως εθνικά θέματα, στα οποία οι πασάδες επέβαλλαν a priori στην εκάστοτε κυβέρνηση τις δικές τους επιλογές, χωρίς να δέχονται κουβέντα.
Το σημαντικότερο ίσως είναι ότι: Κατά πρώτον, αυτό γίνεται χωρίς να σπάσει μύτη. Και κατά δεύτερο –αλλά εξίσου σημαντικό– λόγο, με τη σιωπηρή συγκατάνευση ακόμη και των λεγομένων Κεμαλικών. Καθώς η σύνολη πολιτική ηγεσία θα ήθελε νʼ απαλλαγεί από την άδηλη μεν, αλλά βάναυση κηδεμονία των γαλονάδων. Κάτω από την οποία και στα προκαθορισμένα πλαίσια (αλλά και με τους άτεγκτούς της κανόνες) ασκούνταν οι πολιτειακές λειτουργίες.
Βεβαίως ουδείς γνωρίζει επακριβώς το τέλος αυτού του καινοφανούς για την Τουρκία κεφαλαίου. Γιατί αυτές οι εξελίξεις διέπονται από προφανή ρευστότητα, παρόλο που ο Ερντογάν έχει οριστικά κερδίσει αυτόν τον κρίσιμο γύρο. Οπότε και αν επιβληθεί μέχρι τέλους και αν καταφέρει να υποθεμελιώσει και συνταγματικά τις αλλαγές, θα μπορεί να μιλήσει κάποιος με βεβαιότητα για κλείσιμο εποχής και ιστορική αλλαγή σελίδας.
Μένουμε όμως στο γεγονός αυτού που επιτυχώς προς το παρόν αποτολμάται. Και το οποίο σε ό,τι αφορά εμάς ιδιαίτερα (Λευκωσία δηλαδή και Αθήνα) δεν θα είναι χωρίς συνέπειες. Με την έννοια ότι θα επιδράσει αναλόγως –αλλά πάντως καθοριστικά– σε όλο το φάσμα των Ελληνοτουρκικών και στο Κυπριακό.
Ιδιαίτερα στο τελευταίο ήδη γίνονται αρκούντως αισθητά τα παράγωγα.
Με την έννοια των εκδηλωμένων τουρκικών διαθέσεων, όπως διετυπώθησαν από τα χείλη του ιδίου του Ερντογάν, καθώς και από δηλώσεις άλλων τούρκων αρμοδίων. Οι οποίες και παραπέμπουν στις σκληρότερες μεταεισβολικώς θέσεις. Και στις ιταμότερες διατυπώσεις όρων παραδόσεως του κυπριακού Ελληνισμού. Έναντι των οποίων και η Αθήνα δεν αντέδρασε αρκούντως έντονα. Ενώ η Λευκωσία προσπαθεί νʼ αντεπεξέλθει, μη τολμώντας ούτε τις καταθλιπτικές υποχωρήσεις (που είχε κάμει δίκην εξευμενισμού της κατοχικής πλευράς) νʼ αποσύρει. Γιατί απλώς αισθάνεται: Αφενός ότι έχει εγκλωβισθεί σε διαδικασίες από τις οποίες δεν μπορεί νʼ αποδράσει χωρίς τραυματικές απώλειες. Και αφετέρου ότι δεν έχει αποτελεσματική στήριξη από πλευράς Αθήνας. Η οποία και να θέλει, δεν μπορεί. Να μην αυτοεμπαιζόμεθα!
Και ό,τι ακριβώς θέλουμε να πούμε με αυτές τις διαπιστώσεις, είναι ότι: Δυστυχώς για τον Ελληνισμό κι εκείθεν κι εντεύθεν του Αιγαίου: Οι εξελίξεις αυτές τον συναντούν στη χειρότερη ώρα. Όπου οι εσωτερικές αγκυλώσεις και κυρίως οι ζοφερές παθογένειες της οικονομίας καθηλώνουν εθνικές δυνατότητες. Και περιστέλλουν κάθετα στρατηγικές αντιστάσεις. Η πικρή αλήθεια.
Και η εξίσου τραυματική της προέκταση: Παρέχουν στην Άγκυρα ελευθερία κινήσεων και ασυδοσία πολιτικής και διεκδικήσεων. Στρώνοντας το χαλί για τα επέκεινα. Κυρίως στο Κυπριακό, που έχει εκ των πραγμάτων εισέλθει σε καταληκτική τροχιά. Η οποία και: Είτε θα δώσει λύση οδυνηρότατου ιστορικού συμβιβασμού. Στη βάση πάντοτε του Σχεδίου Ανάν, αλλά σε χειρότερη εξάπαντος εκδοχή. Είτε θα οδηγήσει σε οριστικό αδιέξοδο. Με δυνάμει εμπέδωση των τετελεσμένων στη βάση του σημερινού status quo. Και με βέβαιη την de jure μετεξέλιξή του. Οπότε και θα ενεργοποιηθούν έωλοι φόβοι και καθόλου αδικαιολόγητοι εφιάλτες για το μέλλον. Με τον κυπριακό Ελληνισμό, εάν όχι νʼ αποκτά ημερομηνία λήξεως, τουλάχιστον να παραμένει μετέωρος επί κενού εθνικής αβεβαιότητος.