SUPER MARKET «Η ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ»!
Γράφοντας την κριτική του για πρόσφατη παράσταση νέου ελληνικού έργου στην Επίδαυρο, μου έστρωσε έτοιμο πιάτο, τεράστιο, ετοιμοφάγωτο και τόσο πλούσιο μάλιστα σε παραδείγματα, που είναι αμφίβολο αν θα μπορούσα να θυμηθώ έστω και τα μισά. Και ποια να πρωτοδιαλέξω από όλα αυτά τα «λιπαρά» που μας σερβίρουν όλοι αυτοί οι «θεατρομάγειροι» Αλτσχάιμερ και Εμερντάλ, περισπούδαστοι και προοδευτικοί της σκηνοθεσίας που, με τα τέρατα και τα σημεία τους, ταλαιπώρησαν βάναυσα το θέατρο της Επιδαύρου και που το μετατρέψανε με τα πλαστικά τους κατασκευάσματα σε κοινωνικό πολυεθνικό Σούπερ Μάρκετ «τόσο φτηνά όσο πουθενά». Και που, αντί να τους κυνηγήσουμε με το σκουπόξυλο, ως υποχρέωση και καθήκον που είχαμε, αντίθετα εμείς, λαός φιλόξενος, ευκολόπιστος πάντα, και ξενοδίαιτος συνάμα τους περιποιηθήκαμε, τους ακριβοπληρώσαμε, τους ικανοποιήσαμε ποικιλοτρόπως, μερικοί μάλιστα σαν κανονικοί τρακαδόροι φρόντισαν και για το χαρτζιλίκι τους με αμοιβές «μαθημάτων», που τελικά ούτε και αυτά τα έκαναν, χώρια από τις τεράστιες και αφορολόγητες αμοιβές τους και ύστερα αναρωτιόμαστε για το πότε και για το αν «μαζί τα φάγαμε»…
Όχι, υπέρβαρε γενικώς και στομάχου και ευθυνών, κύριε Πάγκαλε, μονίμως προτρέχοντας η γλώσσα του εγκεφάλου σας, αλλά υπεύθυνοι και όλοι και οι πριν και οι μετά από εσάς, της υπουργικής πολιτισμικής πολυθρόνας. ΟΧΙ, «μαζί δεν τα φάγαμε»! Μόνοι σας τα κατασπαταλήσατε, εσείς και αυτοί που μόνοι σας τους διαλέξατε. Όλους αυτούς τους εισαγόμενους θεατροτυχοδιώκτες.
Για όσους δεν διάβασαν την κριτική Γεωργουσόπουλου που προανάφερα, σχετικά με το «κιτς» που μαστίζει το αρχαίο μας θέατρο από όλους αυτούς τους εισαγόμενους ξυλοσχίστες και που αν οι αυθαιρεσίες τους αφορούσαν τους δικούς τους θεατρικούς προγόνους, πολύ λίγο θα μας ένοιαζε. Το κακό όμως είναι που όλοι αυτοί οι «θεατροπροφεσόροι» πολλές φορές μας έκαναν να αναρωτιόμαστε για το μέγιστο της αφέλειάς μας ώστε να τους φέρνουμε και μάλιστα μετά βαΐων και κλάδων και που γι’ αυτούς ειδικά αντιγράφω μερικά από τα γραφόμενα στην πρόσφατη κριτική του, που είπαμε:
«ΤΙ δεν είδαμε πάλι στην Επίδαυρο; Τον Οιδίποδα σε αναπηρικό καροτσάκι, τον Ετεοκλή μουτζαχεντίν, τη Θήβα των ”Βάκχων” με τσιγγέλια χασάπικου και τη Μήδεια με σφαγμένα παιδιά της, κούκλες του Λούνα Παρκ; Δεν είδαμε την Αντιγόνη σε γήπεδο με γκολ ποστ; Δεν είδαμε τον Ξέρξη ξεβράκωτο να κωλοσούρνεται αναπαριστώντας το λαϊκό ”πώς το τρίβουν το πιπέρι”; Δεν είδαμε πριν από δύο χρόνια τον Χορό των Γερόντων να αποτελείται από αγοράκια της νεολαίας του Χίτλερ και κορυφαίος του Χορού να είναι ένας αξιωματικός τύπου Ρομ παιδεραστής; Δεν είδαμε τον χορό των Γερόντων του ”Αγαμέμνονα” πάλι -έρμε Αισχύλε!- να υποδέχονται τον πορθητή της Τροίας σαν σκύλο και γαβγίζοντας να του κατουρούν τα μπατζάκια; Ζήσαμε τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο την αποθέωση, δημοσία δαπάνη, του ”κιτς” με τη σφραγίδα της παγκοσμιοποιημένης διανόησης του θεάτρου. Και ποιο είναι τελικά το συμπέρασμα; Ότι το θέατρο μοιάζει με την εποχή της Μεγάλης Παρακμής, μετά τη διάλυση της πόλεως – κράτους και της διασποράς του ελληνικού πολιτισμού σε λαούς και ήθη ανέτοιμα να τον κατανοήσουν, άγλωσσα, αλλόθρησκα και αλλότροπα», αυτά όπως και πολύ σωστά σημειώνει ο κ. Γεωργουσόπουλος.
Και αυτόν τον ευτελισμό του θεάτρου, όπως τον είδαμε τα τελευταία χρόνια στην Επίδαυρο, ενός «Σούπερ Μάρκετ» στο όνομα του «μεταμοντερνισμού», με στόχο την ισοπέδωση του κλασικού με την όποια νεωτερίστικη χυδαιότητα και «δευτεράντζα», ακριβώς για να μην υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο θέατρο της διανόησης με το θέατρο του πεζοδρομίου και που ειδικά αυτό εκφράζει και το απόλυτο σήμερα. Και όπου ο ορισμός του «κιτς» είναι το ελάχιστο που μπορεί να χαρακτηρίσει τα όσα έχει υποστεί η βαρβαροκατακτημένη και με την ευλογία του επίσημου κράτους Επίδαυρος-Μάρκετ και που, αν το καλοεξετάσουμε, τι άλλο είναι κι αυτό από έναν καθρέφτη της κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής μη «επιλεκτικής» αλλά επιβαλλόμενης χρεοκοπίας, είτε μας αρέσει είτε θέλουμε να την κρύβουμε σαν ενοχλητικό σκουπίδι κάτω από την Μπουχάρα του σαλονιού μας.
Σκεφτήκατε ποτέ αν επιχειρούσαμε, προσκεκλημένοι κι εμείς σε κάποιο γαλλικό θεατρικό φεστιβάλ, της Λυών, για παράδειγμα, και με την ιδιότητα και εμείς σαν μεταμοντέρνοι σκηνοθέτες, να ανεβάζαμε τη «Φαίδρα» του Ρακίνα και να παρουσιάζαμε την ιδιαιτέρως ερωτική ηρωίδα του σε κάποια σκηνή «τσόντας» να κάνει παρτούζα με τον Ιππόλυτο και άλλους τρεις φίλους του και στο τέλος του έργου για να εκδικηθεί τον ζηλότυπο σύζυγό της να του καίει το αμάξι με βόμβες μολότοφ; Ή σε κάποιο γερμανικό φεστιβάλ, του Μπάιροϊτ π.χ., και στο όνομα της παγκοσμιοποιημένης διαχρονικής νοοτροπίας, να εμφανίζαμε στο «Τραγούδια των Νιμπελούγκεν» τον αρχηγό τους, τον Ζίγκφριντ, καβάλα σε χιλιάρα Καβασάκι, τραγουδώντας χασικλωμένος ένα από τα πιο έξαλλα τραγούδια των Ρόλινγκ Στόουνς, επικεφαλής μιας ομάδας από κωλόπαιδα Εγγλέζους, όπως αυτοί που κάθε καλοκαίρι κάνουν την Κρήτη μπάχαλο… Είναι σίγουρο πως ούτε από τη Λυών, ούτε από το Μπάιροϊτ θα φεύγαμε αρτιμελείς, χωρίς σπασμένο το κεφάλι μας από το ξύλο που θα τρώγαμε, σίγουρα βέβαια που θα μας τιμωρούσαν και με ισόβια αποβολή από την παγκόσμια θεατρική κοινωνία. Σε εμάς όμως τέτοιες τιμωρίες είναι άγνωστες, όταν δεν πειράζουμε ούτε τρίχα από την καλοχτενισμένη χαίτη πρώην υπουργών με ύποπτο πλουτισμό.
Η φετινή μας οικονομική περιπέτεια, και θα το πω απερίφραστα, στεγνά και αφιλόξενα, έχει σφίξει γενικώς τα ζωνάρια, έχει όμως και ένα ευχάριστο, δηλαδή τον περιορισμό στο ελάχιστο σε όλο αυτό τον εισαγόμενο σκηνοθετικό τυχοδιωκτισμό, κρατώντας όλους αυτούς τους «καταπατητές» μακριά από έναν ιερό χώρο, όπως είναι η Επίδαυρος και που τον τίμησαν δημιουργοί όπως ο Ροντήρης, ο Μινωτής, ο Σολομός, ο Μουζενίδης, ο Μιχαηλίδης, ο Καραντινός, ο Ευαγγελάτος και όσοι νεότεροι που ακολούθησαν την κλασική και παραδοσιακή διδασκαλία, αυτή δηλαδή που τα ίδια τα έργα, από μόνα τους, δείχνουν το σωστό δρόμο της διατήρησής τους.
Αν η Αγιά Σοφιά αποτελεί το ακροτελεύτιο οχυρό της Ορθοδοξίας, χωρίς να μπορούμε να τη διεκδικήσουμε, άλλο τόσο και η Επίδαυρος αποτελεί το ιερότερο οχυρό μιας μεγάλης κληρονομιάς και που από τη στιγμή που την κρατάμε ακόμα στα χέρια μας, έχουμε κάθε υποχρέωση να την προστατέψουμε ως κόρη οφθαλμού…
***
ΚΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΥ ΣΥΝΤΟΜΑ – ΣΥΝΤΟΜΑ – ΣΥΝΤΟΜΟΤΑΤΑ…
Γέμισε τρεις βραδιές στη συνέχεια η Επίδαυρος με τις παραστάσεις του βρετανικού «Ολντ Βικ», εξαγορασμένου ήδη από αμερικανικό Χρηματιστήριο, με τις παραστάσεις του «Ριχάρδου του Γ’» με ολοφάνερες τις αμερικανικές και μάλιστα «χολιγουντιανές» σκηνοθετικές επεμβάσεις στην εμφάνιση κυρίως του σατανικού και καταχθόνιου Σαιξπηρικού ήρωα, που αποδόθηκε από τον σπουδαίο κινηματογραφικό ηθοποιό Κέβιν Σπέισι, σιδεροποδαροδεμένος με τροχαλίες, σούστες, ράουλα, μπαταρίες και αλυσίδες σαν άλλου είδους θεατρικού «τερμινέιτορ» Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, γιατί πώς ήταν δυνατόν σήμερα ένας Ριχάρδος, όσο σπουδαίος και αν ήταν στον καιρό του, να εμφανιστεί όπως ένας Λόρενς Ολίβιε ή ένας Έντμουντ Κιν;
Ήταν δυνατόν ο σκηνοθέτης της τωρινής παράστασης, κάτοχος και κινηματογραφικού Όσκαρ, Σαμ Μέντες, να μην κάνει την «αμερικανιά» του και μάλιστα χωρίς να αποκλείεται σε κάποια επόμενη θεατρική του σκηνοθεσία να δούμε και τον «Άμλετ» ερμηνευμένο από τον χολιγουντιανό Τσακ Νόρις, λέγοντας και την κλασική απορία του «Να ζει κανείς ή να μη ζει» μεταλλαγμένη σε «Ναζί κανείς ή να μη Ναζί»! Όσο για τη μαζική προσέλευση του κοινού, με «σολντ άουτ» και στις τρεις παραστάσεις, έπρεπε να την αναμένουμε, αφού βρετανομαθείς, βρετανοδίαιτοι και βρετανόθρεφτοι όλοι μας, σπεύσαμε να ακούσουμε τη «μητρική μας γλώσσα» από στόματος Κέβιν Σπέισι, άλλο ζήτημα αν όταν βρισκόμαστε στο Λονδίνο και θέλουμε κάτι να αγοράσουμε από κατάστημα της Όξφορντ Στριτ, το μόνο που διαθέτουμε για μέσο συνεννόησης είναι το «χάου ματς δις;»!
————
ΕΙΧΑ πολλά χρόνια να κάτσω μπροστά στην τηλεόραση, κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, για μερικές εβδομάδες για να παρακολουθήσω την επανάληψη μιας σειράς που τη θεωρώ σαν μια από τις καλύτερες δουλειές που έχουμε δει στην ιδιωτική μικρή οθόνη.
Λέω για το «4» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη στο MEGA, που… θυμώνεις επειδή ψάχνεις για ψεγάδι και δεν του βρίσκεις. Με μια εντελώς μοντέρνα διαδρομή σεναρίου, αριστοτεχνικά δεμένα το παρόν με το παρελθόν, με υποδειγματικούς διαλόγους, με ανθρώπινους χαρακτήρες, έξοχους ηθοποιούς, με μια μοναδική Νένα Μεντή και με σωστές παύσεις, υποδειγματικές για εκείνη την ανεκδιήγητη «Πολυκατοικία», με όλους εκείνους τους ακατάληπτους παπατρέχηδες που ήσουν υποχρεωμένος να δεις έστω και το τέλος της για να μη χάσεις το «4» που ακολουθούσε και που ειλικρινώς λυπήθηκα που τελείωσε.
Το έχουμε ξαναπεί: Το καλό να λέγεται.