ΠΟΙΟΣ ΕΦΑΓΕ ΤΑ «ΨΑΡΙΑ»;

Για τον Μιχάλη Κακογιάννη ο λόγος, που έφυγε κι αυτός, μαζί με τους άλλους της μεγάλης γενιάς, μέσα σ’ αυτόν τον θανατερό χρόνο (Καμπανέλλης, Μιχαηλίδης, Δαλιανίδης, Τσικληρόπουλος, Βέγγος) και μακάρι να βάλει το χέρι του ο Θεός να σταματήσει κάπου εδώ να πάρουμε μια ανάσα, έστω για λίγο. Είχα γράψει και γι’ αυτόν, πριν από λίγες Κυριακές, παίρνοντας τα μηνύματα για την κρίσιμη κατάστασή του και ας ηρεμήσει τώρα η ανήσυχη ψυχή του.

Πώς να μην τον ξαναθυμηθώ, έτσι και σαν τελευταίο αποχαιρετισμό;

Ο πρόλογος του σημερινού σημειώματος τον αφορά πέρα για πέρα, τόσο για την απόλυτη ισορροπία όσο και για την επιδειχθείσα ψυχραιμία ανάμεσα στην καλή και την κακή στιγμή. Και εδώ θέλω να θυμίσω μια ταινία του που σίγουρα κανένας δεν την ξέρει και που αποτελεί το «ναδίρ» της κατασκευασμένης αποτυχίας, άσχετα με τους λόγους, που θα τους πούμε πιο κάτω, και μάλιστα την ίδια εποχή που ο Μιχάλης Κακογιάννης έχει επιτύχει με τον «Ζορμπά» το «ζενίθ» της επιτυχίας.

Ετοιμάζοντας την επόμενη ταινία

Και για να μπούμε στην ουσία, στα δύο επόμενα χρόνια, δηλαδή μετά το 1965, από τότε που παίχτηκε ο «Ζορμπάς» και ενώ η διεθνής επιτυχία και η αναγνώριση συνεχιζόταν, ο Κακογιάννης ετοίμαζε το επόμενο βήμα του, που το πρότεινε στην Τουέντιεθ Σέντσουρι Φοξ, από τις επικρατέστερες εταιρείες του Χόλιγουντ, και που, όπως ήταν φυσικό, πώς θα μπορούσαν να του έλεγαν όχι, όταν αυτός ήταν που τους έφερε το μεγάλο λαχείο από την Ελλάδα, την εποχή που είχαν ψιλογονατίσει από το τεράστιο κόστος της «Κλεοπάτρας», επειδή η Φοξ είχε τη διανομή του «Ζορμπά» για όλο τον κόσμο και όταν και η καινούργια πρόταση του «νεαρού Κύπριου» ήταν προγραμματισμένη να γυριστεί πάλι σε ελληνικό νησί, έτσι που όλοι να υπολογίζουν σε έναν καινούργιο εισπρακτικό θρίαμβο.

Ελληνικό το νησί. Έλληνας ο σκηνοθέτης, με δικό του σενάριο και με μουσική πάλι του Θεοδωράκη και με τον ίδιο διευθυντή φωτογραφίας, τον Γουόλτερ Λάσαλι. Μόνο που αυτή τη φορά δεν του απλώνουν κόκκινο χαλί για να περάσει. Όλα τα λεφτά. Η καινούργια ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη το 1967 έχει τίτλο «The Day the Fish Came Out», δηλαδή «Την ημέρα που τα ψάρια βγήκαν στη στεριά». Κανέναν δεν τρομάζει η παραδοξολογία του τίτλου, αντίθετα μάλιστα οι άνθρωποι της Φοξ σκέφτονται ότι ακόμα και ο κάπως τρελούτσικος τίτλος της είναι ένα πρόσθετο στοιχείο της επιτυχίας. Κανένας τους δεν κάθεται να καλοσκεφτεί το επίσης «τρελούτσικο» θέμα του σεναρίου, που είναι η ιστορία ενός πιλότου που μεταφέρει ένα μεγάλο φορτίο με πυρηνικά απόβλητα και ενώ τα προορίζει να τα πετάξει κάπου στα βάθη ενός ωκεανού, με αφορμή βλάβη του αεροπλάνου αναγκάζεται, για να ελαφρώσει το αεροσκάφος, να αδειάσει το ολέθριο φορτίο κάπου έξω από το νησί όπου συμβαίνει η ιστορία, χωρίς να αργήσει να μαθευτεί ο τεράστιος κίνδυνος που απειλεί το νησί και που είναι παρόμοιος με τη συμφορά που ύστερα από δύο δεκαετίες θα συμβεί στο Τσέρνομπιλ και που θα είναι πια πραγματικότητα και που ως εκείνη τη στιγμή βρίσκεται μόνο στη φαντασία του Κακογιάννη. Προφητική έμπνευση, καταπληκτική, και το «καταπληκτική» με όλη του τη σημασία.

Το νησί προς στιγμήν ανησυχεί, χωρίς κανένας να δίνει ιδιαίτερη σημασία στον πιθανό κίνδυνο, συνεχίζοντας την κοσμική του ζωή με τις «αμερικανιές» και την κοσμικότητα που θυμίζει σημερινή Μύκονο, αυτά πριν από 45-50 χρόνια, με την υπερκατανάλωση μιας πλαστής εισαγόμενης ευδαιμονίας, όπου οι περισσότεροι συμβαίνει να είναι και «γκέι» και όπου μεταξύ άλλων διοργανώνεται και ένα πάρτι, φουτουριστικής ατμόσφαιρας, για το γύρισμα του οποίου ο Κακογιάννης είχε καταφέρει να πείσει να έρθει με τα κότερά της και όλη η τότε κοσμική Αθήνα.

Όπως καταλαβαίνετε, και με τα λεφτά βέβαια της Φοξ, ήταν μια τεράστια παραγωγή, αμερικανικού επιπέδου, με ξένους ηθοποιούς, όπως η Κάντις Μπέργκεν, ο Σαμ Γουαναμέικερ, ο Ίαν Όγκιλβι, αλλά και Έλληνες, όπως ο Δημήτρης Νικολαΐδης, ο Πάρις Αλεξάντερ, ο Νίκος Αλεξίου και, μεταξύ άλλων, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, η Δώρα Στράτου, η Μαριαλένα Καρέρ κ.ά.

Το υποτιθέμενο νησί ήταν το Γαλαξίδι, που κοντά στα άλλα ο σκηνογράφος της ταινίας, ο Σπύρος Βασιλείου, έβαλε να βάψουν όλα τα σπίτια της παραλίας μ’ ένα ειδικό γαλάζιο χρώμα για να είναι αποτελεσματικότερη η φωτογραφία της ταινίας.

Γι’ αυτή την ταινία, ο ίδιος ο Κακογιάννης, σε μια τελευταία του συνέντευξη, είχε δηλώσει ότι «ήταν μια προφητική ταινία επειδή αισθανόταν από τότε στην Ελλάδα ότι υπήρχε μια πολιτική ανισορροπία, δυο χρόνια πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, και γι’ αυτό έκανε μια ταινία τοποθετημένη στο μέλλον, για να καταγγείλει μαζί με τον πυρηνικό όλεθρο και την εξάρτηση της πολιτικής από την οικονομία», τα οποία όλα αυτά, στα χρόνια που ακολούθησαν, αποδείχθηκε και με την έκπληξή τους, όταν 20 χρόνια αργότερα η τραγωδία του Τσέρνομπιλ ερχόταν να επιβεβαιώσει τις ικανότητές του ως… Κασσάνδρας!

Θέλετε τώρα να μάθετε και τα αποτελέσματα για την τύχη αυτής της ταινίας, που είναι πολύ φυσικό να μην την έχετε δει ποτέ και να αγνοείτε την ύπαρξή της;

Την «προφητική» ταινία «Την ημέρα που τα ψάρια βγήκαν στη στεριά» δεν την είδε σχεδόν κανένας, επειδή ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ από προσώπου γης και από οθόνης κινηματογραφικής!

Ποιος έστειλε τα «Ψάρια» στην κατάψυξη;

Και για την εξαφάνιση της ταινίας στην Ελλάδα το μυστήριο δεν είναι ανεξήγητο, αν θυμηθούμε ότι όταν ήταν να παιχτεί στους κινηματογράφους, το 1967, ήταν η Χούντα που ασκούσε την πιο σκληρή λογοκρισία σε κάθε ταινία που την ενοχλούσε (την έχω πληρώσει κι εγώ ακριβά αυτή την ιστορία, όπως έχω ξαναγράψει). Το μεγαλύτερο όμως εμπόδιο για να παιχτεί η ταινία όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν η επισήμανση του ολέθριου πυρηνικού κινδύνου, και στην ταινία, τόσο το αεροπλάνο που μετέφερε το φορτίο όσο και ο πιλότος ήταν προελεύσεως Αμερικής, ενώ μέχρι εκείνες τις δεκαετίες η μοναδική χώρα που είχε ασχοληθεί με τα πυρηνικά απόβλητα δεν ήταν άλλη από την Αμερική. Άρα στην Αμερική στρεφόταν η αυθαίρετη, για εκείνη την ώρα, εφιαλτική προφητεία της ταινίας.

Βγάλτε μόνοι τα συμπεράσματά σας. Ποιοι ήταν οι περισσότερο ενοχλημένοι και σε ποιον ανήκε ο δάκτυλος…

Το διατυπώνει πολύ διακριτικά σε μια τελευταία του συνέντευξη ο ίδιος ο Μιχάλης Κακογιάννης, παρόντος και του Μίκη Θεοδωράκη, που είχε γράψει και τη μουσική της ταινίας, λέγοντας ότι «η ταινία θεωρήθηκε αντι-αμερικάνικη και στην Αμερική την ”έπνιξαν”, παρά το γεγονός ότι ήταν της Φοξ, ενώ υπήρξαν άνθρωποι, ψυχολόγοι και επιστήμονες, που μου είχαν γράψει τη σημαντικότητα της ταινίας» (η συνέντευξη δόθηκε στον κ. Γ. Ζουμπουλάκη λίγο πριν πεθάνει ο Κακογιάννης και δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της 31/7).

Και δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τις ικανότητες και τα μέσα που διαθέτει όχι μια κινηματογραφική εταιρεία για να «φρενάρει» μια ταινία ανεπιθύμητη, έστω κι αν αυτή είναι η Φοξ, αλλά η ίδια η CIA για να καλύψει την έξωθεν καλή μαρτυρία της πλανηταρχίας της. Σβήνει από τον χάρτη όχι μια απλή ταινία ενός «κάποιου Μιχάλη Κακογιάννη», αλλά και ένα ολόκληρο Ιράκ ενός Σαντάμ Χουσεΐν, άμα τους παραμπεί στη μύτη.

Το τι μεσολάβησε όλα αυτά τα χρόνια για να μείνουν τα «Ψάρια» του Κακογιάννη κλειδωμένα σε κάποιο ράφι «ανυπαρξίας» και σιωπής, αυτό αποτελεί μυστικό που ο δημιουργός τους το πήρε μαζί του, χωρίς να μας το αποκαλύψει, ίσως γιατί κάθε φορά που θυμόταν τι τράβηξαν μεγάλοι συνάδελφοί του όπως ο Τσάπλιν, ο Ντασέν, ο Ντμίτριχ κ.ά. από τον κοντοφθαλμισμό της τρομοκρατίας Μακάρθι προτίμησε να είναι λιγόλογος και επιφυλακτικός, για να φτάσει στα 89 του χρόνια σώος και αβλαβής!

Μόνο που τώρα νομίζω ότι είναι ώρα το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη να βγάλει τα «Ψάρια» από τη σιωπή τους και να τα αφήσει να περπατήσουν στη στεριά, για να επιβεβαιώσουν το μέγεθος του δημιουργού τους.

***

ΤΟ ΠΙΟ ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟ, ΑΗΔΙΑΣΤΙΚΟΤΑΤΟ «ΑΣΤΕΙΟ» ΑΝΕΚΔΟΤΟ!

Σκηνή από τηλεοπτική κωμωδία σε συνέχειες, μεταδιδόμενη από το ALTER: Σε διάδρομο ξενοδοχείου, όχι βέβαια υποδειγματικής καθαριότητας, έρχεται ο «κωμικός» ως γκαρσόνι, φέρνοντας σε δίσκο γεύμα για κάποιο δωμάτιο. Αιφνιδίως σκοντάφτει (είναι από τα συνηθισμένα κωμικά του, όλο σκοντάφτει) και ο δίσκος πέφτει κάτω με όλα τα φαγητά και ο «κωμικός» σκύβει και τα μαζεύει από το πάτωμα -πατάτες, κεφτεδάκια, ψωμάκια- και τα ξαναβάζει όπως όπως στα πιάτα και μπαίνει στο δωμάτιο του πελάτη για να τα σερβίρει…

Δεν νομίζω ότι έχω δει πιο αηδιαστικό «αστείο», και μάλιστα «τουριστικού» επιπέδου, επειδή πρόκειται περί ξενοδοχείου, ίσως χειρότερο και από τη δυσφημιστική, αλλά δικαιολογημένη, απεργία των ταξιτζήδων.

Σκηνή από επεισόδιο της σειράς «Κορίτσια, ο Μάρκουλης» (κι αυτό αστείο!), επαναλαμβανόμενο σχεδόν ανά δεκαπενθήμερο.

Δράστης, ο κωμικός Μάρκος Σεφερλής.

Σκηνοθέτης, κωμωδιογράφος, ο παίζων Σεφερλής, επίσης αστείο, το αστειότερο!

Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο, καλή σας νύχτα και όνειρα κωμικά.


Σχολιάστε εδώ