Μια φορά και έναν καιρό

Η «Θρεψίνη» εξαφανίστηκε τελικά από τα ράφια των σούπερ μάρκετ ίσως επειδή δεν τη συνόδευαν τίτλοι ευγενείας ούτε ξενόγλωσσα ονόματα και ελάχιστοι πιθανόν να τη θυμούνται ακόμη… Ήταν προϊόν επεξεργασμένης σταφίδας από τη φίρμα «Αφοί Μιχαηλίδη» –αν θυμάμαι καλά, και τονίζω το «αν θυμάμαι καλά» για να μη συλληφθώ αδιάβαστος– είχε χρώμα που έφερνε προς το πορτοκαλί, έμοιαζε στην όψη με πολύ πηχτή μαρμελάδα και η γεύση της ήταν γλυκιά ως ελαφρά υπόξινη. Στην αγορά κυκλοφορούσε συσκευασμένη σε μεταλλικά κουτιά που είχαν στο καπάκι την εικόνα ενός παχουλού και χαμογελαστού μπεμπέ πλαισιωμένου από το λογότυπο της εταιρείας. Πήγαινε η κυρά στο μπακαλικάκι της γειτονιάς για τα ψώνια της ημέρας, δωδεκάμισι δράμια καφέ, μισή οκά φασόλια, έφερνε μαζί της και το μπουκάλι να της βάλει εκατό δράμια λάδι και συμπλήρωνε τις αγορές της με 25 δράμια «Θρεψίνη» για το παιδί… Άνοιγε ο μπακάλης το κουτί και με τη σπάτουλα την άπλωνε καλλιτεχνικά στο λαδόχαρτο κι ύστερα έκανε τον λογαριασμό, έγραφε το «λαβείν» στο τεφτέρι χωρίς να περιμένει ν’ ακούσει απ’ την πελάτισσα, που έχωνε τα πακέτα στο δίχτυ, το… κακόηχο «γράψ’ τα». Δεν ήταν επιδόρπιο η «Θρεψίνη» αλλά διαιτητικό συμπλήρωμα για να φάει κάτι και να στουμπώσει ο πάντα πεινασμένος πιτσιρικάς, είτε τις πρωινές ώρες σαν «δεκατιανό», αλλά συνηθέστερα σαν κολατσιό το απόγευμα, τότε που τα αναθεματισμένα κατανάλωναν τις θερμίδες τους σε τρεχάλες και ξέφρενα παιχνίδια…

Παρακάμπτουμε εντούτοις τις αναμνήσεις μας σήμερα με δαύτην, με την οποία δεν είχαμε ιδιαίτερες σχέσεις άλλωστε, για να ασχοληθούμε με τον έναν εκ των δύο μεγάλων μονομάχων στη σοκολατοβιομηχανία, τον «Φλόκα», που εδώ και πολλά χρόνια σαν φίρμα δεν υπάρχει πια, και που εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενος κατέκτησε την πρωτεύουσα. Η κεντρική του αποθήκη βρισκόταν στην πλατεία Κλαυθμώνος, στο βάθος της στοάς που οδηγούσε στην είσοδο του μεγαλοπρεπούς μεγάρου Αφθονίδη, στον αριθμό 9 της οδού Παπαρρηγοπούλου. Εκεί, στην πρόσοψή της, φάνταζε προκλητική η έκθεση ραδιοφώνων «Atwater Kent», μάρκα που εξαφανίστηκε σύντομα από την πιάτσα. Χαλβάδιαζαν οι περαστικοί του πολυσύχναστου δρόμου τα κομψεπίκομψα ράδια στις βιτρίνες της, που ήταν ένα όνειρο άπιαστο για τον περισσότερο κοσμάκη, ενώ στην αντίπερα βιτρίνα, στις αντιπροσωπείες «Ψωρούλα» έκανε κατά καιρούς την εμφάνισή του ένα κουρσάκι, κατά πάσα πιθανότητα «Morris», που περίμενε τον ματσωμένο μουστερή. Το τρίπτυχο της χλιδής συμπλήρωνε το πολυτελές κομμωτήριο γυναικών «Femina», αλλά αυτό, λόγω σεμνότητος και για να μην είναι ορατά από τον λαουτζίκο τα… μαστορέματα στα γυναικεία κεφάλια, στεγαζόταν στον ημιώροφο του μεγάρου. Στη θέση του μεγαλοπρεπούς, όπως το χαρακτηρίσαμε, κτιρίου, που το γκρέμισαν μετά τον πόλεμο και που στη θέση του θα έχτιζαν ένα… καλύτερο, υπάρχει τώρα ένα μεγαλοπρεπές υπαίθριο πάρκινγκ με ξέχειλους τους τετράτροχους δυνάστες μας στο πεζοδρόμιο. Στο βάθος λοιπόν της στοάς Παπαρρηγοπούλου 9 βρισκόταν η αποθήκη ζαχαρωδών προϊόντων «Φλόκα», που ευτύχησα να τη γνωρίσω «εξ απαλών ονύχων», καθόσον στο ίδιο μέγαρο στεγαζόταν το γραφείο –εισαγωγαί ορυκτελαίων– του παππού και του πατέρα μου. Λόγω γειτνιάσεως με την επιχείρηση και την ανοχή του προσωπικού της σε πωλήσεις λιανικώς, κατά τις συχνές επισκέψεις μου στο γραφείο, με οδηγούσαν στη γλυκυτάτη αποθήκη με τις έντονες μυρωδιές και με φίλευαν διάφορα καλούδια όπως όφειλαν να κάνουν ως φιλόστοργοι γονείς… Και τι δεν υπήρχε εκεί μέσα; Ήταν το κέρας της Αμάλθειας… αυτοπροσώπως εκεί. Σοκολατάκια τυλιγμένα σε πολύχρωμα χρυσόχαρτα συσκευασμένα στο ιστορικό κίτρινο κουτί του «Φλόκα» και διάφορα άλλα που τα διέθεταν χύμα στα ζαχαροπλαστεία. Υπήρχαν γκοφρετούλες με λεπτή τραγανιστή κρούστα γεμισμένες με πραλίνα σε διάφορα σχέδια και άπειρες καραμέλες, από τις απλούστερες, τις τυλιγμένες σε απλή ζελατίνη και στριμμένες στις δύο άκρες, με ποικίλες γεύσεις και αρώματα, μεταξύ των οποίων και η σπάνια «βιολέτα» με το μωβ περιτύλιγμα. Υπήρχαν ακόμη οι μικρές και κάπως… «σοφιστικέ», του βουτύρου, που κολλούσανε στα δόντια και τις οποίες απόφευγαν να μου αγοράσουν από φόβο μήπως… πνιγώ, και τέλος ήσαν οι γεμιστές, που άγνωστο για ποιον λόγο ο κόσμος αποκαλεί «αστακοί» και που το γέμισμά τους ήταν με πραλίνα, σοκολάτα και με διάφορες άλλες κρέμες. Όλες τους αρκετά μεγάλες, με πολύ… ντιστεγκέ και αριστοκρατικό περιτύλιγμα, που λυπόσουν να τις ξετυλίξεις για να τις φας… Αλλά τα προϊόντα τους δεν σταμάταγαν εδώ. Είχε τα μοναδικά φρουί-γκλασέ από καϊσιά και αχλάδια, στεγνά, χωρίς σορόπια, πασπαλισμένα με χοντρή κρυσταλιζέ ζάχαρη (που κι αυτή πια δεν υπάρχει) και τέλος τα ιδιόμορφα βαζάκια με μαρμελάδα που έκλεινε το καπάκι τους και ένας χρυσίζων μεταλλικός δακτύλιος το ασφάλιζε. Τέλος υπήρχε και η γνωστή πλάκα σοκολάτα με το κόκκινο χαρτί και σήμα το μαύρο αραπάκι. Αργότερα, ολίγον… έφηβος πια και καπνιστής στη ζούλα, αγόραζα από το περίπτερο τις καραμέλες ευκαλύπτου, πατέντα «Φλόκα», που μαλάκωναν τον φάρυγγα και… καμουφλάρανε την τσιγαρίλα.

Γύρω στο 1937 με ’38, τότε που χτίστηκε το μέγαρο της Εθνικής Ασφαλιστικής, στην Κοραή και Σταδίου, άνοιξαν το πρώτο ζαχαροπλαστείο τους, που αργότερα οι πιστοί του το αποκαλούσαν το «μικρό Φλοκάκι», καθώς η επιχείρηση εξαπλώθηκε με το άλλο, το μεγάλο, στο μέγαρο του Μετοχικού στην Πανεπιστημίου. Ήταν ένα ζεστό αριστοκρατικό μαγαζί, όπου πριν από τον πόλεμο απαγόρευσαν την είσοδο σε έναν πελάτη επειδή δεν φορούσε σακάκι. Εκεί λανσαρίστηκε το ιδιότυπο κανταΐφι και η πάστα με τη μασίφ σοκολάτα, η Μαρκησία…

Ύστερα ο χρόνος τα ισοπέδωσε όλα. Η εταιρεία διχοτομήθηκε και πήρε άλλους δρόμους. Διάφορες ποικιλίες σε είδη και γεύσεις που ξέραμε, τα εξαφάνισε η παγκοσμιοποίηση. Κι ό,τι ελάχιστο μας απόμεινε, μέρα με τη μέρα και αυτό χάνεται, για να πάρουν τελικά τη θέση τους ένα χάμπουργκερ, ένα ροκ, ένας Φύρερ…

Και αφού ξεκινήσαμε με την οδό Παπαρρηγοπούλου, ας φέρουμε τιμής ένεκεν μια… γυροβολιά γύρω από την πολύπαθη γειτονική πλατεία Κλαυθμώνος εκείνων των χρόνων. Τότε, υπήρχε ακόμη το υπό κατεδάφιση υπουργείο Οικονομικών και εκεί είχαν την αφετηρία τους οι λεωφορειακές γραμμές για Δουργούτι, Μπραχάμι, Κατσιπόδι, Ηλιούπολη και που εξυπηρετούνταν από κάτι σαράβαλα γκρίζα λεωφορεία-κουτιά 15 θέσεων. Κόσμημα της πλατείας ήταν μια βεσπασιανή σε στυλ… ροκοκό και στην αντίπερα όχθη το αειθαλές υπουργείο Ναυτικών. Πλάι του στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού ανέθρωσκε ως τα ουράνια ο καπνός από τις… δίδυμες ψησταριές «Ο Συγγρός» και κάποιου άλλου ονόματι, νομίζω, Αλεβάντη, οι οποίες άπλωναν τα τραπεζάκια τους στο έμπροσθέν τους πεζοδρόμιο και υπό τα πεύκα της απέναντι πλατείας. Επειδή η παρουσία ψησταριών εν Αθήναις θεωρήθηκε προσβλητική για το ιοστεφές άστυ, τα κτίσματα κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους χαίνει από χρόνια ευώδης σκουπιδότοπος…


• Σημ. «Π»: Πέντε χρόνια διαδρομής συμπλήρωσε το «Μια φορά κι έναν καιρό». Σήμερα μπαίνει στον έκτο… Κατόρθωμα θα το χαρακτηρίζαμε… Γιατί δεν πρόκειται για μια στήλη, έτσι για να καλύπτεται κάποιος χώρος. Κυριολεκτικά ρουφιέται ό,τι γράφει ο καλός μας φίλος Νίκος Αμμανίτης, που τον γνωρίσαμε ως αναγνώστη. Μας πάει πίσω, σε χρόνια νοσταλγικά και όμορφα. Στη γειτονιά, παντού. Τότε που υπήρχαν άνθρωποι. Ευχαριστούμε τον δημιουργό της στήλης και ευχή μόνιμη να είναι ανεξάντλητος.
Μάκης Κουρής


Σχολιάστε εδώ